Στη Μανωλάδα "αποδόθηκε δικαιοσύνη"

Στην υπόθεση της Μανωλάδας "αποδόθηκε δικαιοσύνη" έτσι όπως την εννοεί ο νομοθέτης. Αυτοί που διαμαρτύρονται λίγο τον έχουν καταλάβει.  
Οι αποφάσεις της δικαιοσύνης καταχρηστικά ονομάζονται έτσι. Ο λόγος είναι ότι το αποτελεί δικαιοσύνη είναι στην πραγματικότητα μια πολύ ιδιαίτερη υπόθεση, για την οποία ο καθένας (μπορεί να) έχει και μια διαφορετική άποψη.

Ακριβέστερο είναι να μιλάμε για «αποφάσεις δικαστηρίων» μια που πρόκειται για την εφαρμογή του νόμου από τα κρατικά δικαστήρια- κάτι που δεν σημαίνει από μόνο του ότι η θεώρηση θα είναι «δίκαιη», με τον τρόπο που ορίζω εγώ ή ο θείος μου ο Περικλής το δίκαιο. Άλλωστε πως θα μπορούσε η «δικαιοσύνη» ως σύστημα απονομής να εκπροσωπεί την αντίστοιχη αρετή, όταν τα μέτρα και τα σταθμά της, οι νόμοι δηλαδή, αλλάζουν κάθε τόσο;

«Δεν είναι δικαιοσύνη η δικαιοσύνη που αλλάζει με όλες του καιρού τις αλλαγές και ξεστρατάει σε κάθε σκούντημα, σαν τόπι. Όχι• Είναι ένα σημάδι αιώνια σταθερό που απαρασσάλευτο τις μπόρες αντικρίζει», θα έλεγα παραφράζοντας τον Σαίξπηρ που έλεγε τα παραπάνω για την αγάπη (μετάφραση Βασίλη Ρώτα).

Η αθώωση ορισμένων από τους τύπους που προσήχθησαν για την υπόθεση της Μανωλάδας και της εκμετάλλευσης των αλλοδαπών εργατών σύγχυσε όσους θεωρούν ότι πρέπει να συμφωνούν απόλυτα με τον κρατικό ορισμό της δικαιοσύνης, αλλά λίγο έβλαψε εμάς τους κυνικούς.

Εξηγούμαι: Δεν έχει δικαίωμα ο δικαστής να δικάσει με γνώμονα τις προσλαμβάνουσες της κοινής γνώμης- στην πραγματικότητα ο νόμος του ζητά να αποφύγει κάτι τέτοιο. Ο δικαστής πρέπει να δικάσει μόνο με αυτά που θα παρουσιαστούν ενώπιον του δικαστηρίου και μάλιστα αυτά θα πρέπει να έχουν προκύψει με νόμιμο τρόπο και όχι, π.χ. κατόπιν βασανισμού.

Ο κάθε νόμος περιγράφει σχεδόν εξαντλητικά το έγκλημα που απαγορεύει και τιμωρεί, ώστε το μόνο που έχει να κάνει ο δικαστής είναι να διαπιστώσει αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ταιριάζει στην περιγραφή.

Πριν από χρόνια ένας φίλος προσπαθούσε να μην χάσει το δικαίωμα να γραφτεί στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Κινδύνευε να μείνει εκτός, καθώς είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την αποφοίτησή του και υπάρχει σχετικός κανονισμός του κώδικα νομικών που θέτει χρονικό όριο.

Η υπάλληλος που θα παραλάμβανε την αίτησή του, νομικός και η ίδια, ήταν μεγαλούτσικη και ξύπνια. «Δεν μπορούσα να εργαστώ ως ασκούμενος», είπε ο φίλος «γιατί χρειαζόμουν χρήματα και έτσι έπιασα δουλειά ως δημοσιογράφος». «Δεν το άκουσα αυτό που μου είπατε» του απάντησε η υπάλληλος «σημειώνω ότι είχατε πρόβλημα υγείας επί σειρά ετών». «Μα», διαμαρτυρήθηκε ο φίλος «δεν είναι έτσι. Η αλήθεια είναι αυτή που σας λέω!».

Η υπάλληλος σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε επαναλαμβάνοντας σταθερά «…πρόβλημα υγείας επί σειρά ετών». Ο φίλος επιτέλους κατάλαβε. Ο κώδικάς νομικών δεν περιείχε τη δυνατότητα τέτοιας δικαιολογίας για καθυστερημένη εγγραφή, ακόμη και αν η ανάγκη χρημάτων είναι πολύ πιο συχνή αιτία καθυστέρησης, μια που οι ασκούμενοι παίρνουν κανά 200άρι και αν.

Στα νομικά δεν είναι ανάγκη αυτό που θα ισχυριστείς να είναι λογικοφανές. Δεν είναι ανάγκη να είναι καν η αλήθεια. Αρκεί να πληροί στις προϋποθέσεις που έχει θέσει το δίκαιο για να θεωρηθεί δικαιολογημένος ο ισχυρισμός σου. Από την αλήθεια που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όπως θέλει ο νόμος, είναι προτιμότερη η αναλήθεια που μπορεί να «αποδειχθεί».

Οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν για την Μανωλάδα πιθανότατα έδωσαν στην έδρα τη δυνατότητα να καταδικάσει κάποιος κατηγορούμενους και να αθωώσει άλλους. Αυτή η διαδικασία όμως, λίγο είχε να κάνει με την απονομή δικαιοσύνης.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v