Rams: Βουκολικό σκανδιναβικό δράμα

Η δεύτερη ταινία του Γκρίμουρ Χακόναρσον που εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένα καλαίσθητο βουκολικό δράμα με σκανδιναβικό αέρα.
Rams: Βουκολικό σκανδιναβικό δράμα
του Λουκά Τσουκνίδα

Το πολυπαινεμένο “Rams” του Γκρίμουρ Χακόναρσον, που πρώτευσε και στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, βγαίνει αυτή την εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες. Είναι ένα κωμικοτραγικό “βουκολικό” αδελφικό δράμα που με το γνώριμο σκανδιναβικό ύφος του μας κερδίζει αρχικά, για να μας χάσει στην πορεία, όταν παύει σταδιακά να είναι αστείο, αλλά και πειστικό συνάμα.

Η υπόθεση

Σε μια γωνιά του Ισλανδικού κάμπου, δύο αδέρφια ζουν ως γεροντοπαλίκαρα σε διπλανές φάρμες μεγαλώνοντας τα πρόβατά τους και παραμένοντας πεισματικά τσακωμένοι εδώ και σαράντα χρόνια. Όταν το κριάρι του μεγάλου κερδίσει την πρώτη θέση στον τοπικό διαγωνισμό ξεπερνώντας εκείνο του αδελφού του, ο μικρός θα το ψηλαφίσει και θα βρει ίχνη μιας αρρώστιας που μπορεί να αφανίσει την κτηνοτροφία στην μικρή τους κοιλάδα...



Η κριτική

Με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του, ο Γκρίμουρ Χακόναρσον μας μεταφέρει πάλι στην ισλανδική ενδοχώρα, εκεί όπου μια συγκεκριμένη ράτσα προβάτων δίνει ψωμί στους κατοίκους της κοιλάδας εδώ και μερικές γενιές. Δύο απ' αυτούς είναι και ο Γκούμι με τον Κίντι, ο μικρός και ο μεγάλος αδελφός, οι τελευταίοι εναπομείναντες μιας απ' τις ντόπιες οικογένειες κτηνοτρόφων. Τελευταίοι στην κυριολεξία, αφού είναι και οι δυο τους γεροντοπαλίκαρα, άτεκνοι και μαγκούφηδες, με μοναδική τους ενασχόληση τα πρόβατά τους, αλλά και τον τσακωμό που δε λένε να λύσουν εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

Για τον Γκούμι, το ποτήρι ξεχειλίζει στον τοπικό διαγωνισμό για κριάρια-επιβήτορες, όπου το δικό του μένει στη δεύτερη θέση πίσω απ' το κριάρι του μισητού Κίντι. Πληγωμένος και ταπεινωμένος απ' τον αδερφό του που το γλεντάει μεθοκοπώντας και πυροβολώντας έξω απ' το σπίτι του “μικρού”, ο Γκούμι μπουκάρει στο στάβλο του αναίσθητου απ' το πιοτό Κίντι, ψηλαφεί το βραβευμένο ζωντανό και βρίσκει ίχνη μιας ασθένειας που μπορεί να σημάνει το τέλος όλων των κοπαδιών της περιοχής, καθώς και της ποικιλίας που μεγαλώνει εκεί. Στην προσπάθειά του να χαλάσει το “πάρτι” του αδερφού του, ο Γκούμι ανοίγει τον ασκό που μπορεί να καταστρέψει την ίδια την κοιλάδα και να επηρεάσει ανεπανόρθωτα τις ζωές όσων μένουν εκεί.



Τα δυο γερόντια εμφανίζονται πεισματάρηδες σαν τα κριάρια τους, αλλά όχι το ίδιο εύρωστοι πια, χωρίς καμία δυνατότητα να δημιουργήσουν ζωή στην κοιλάδα που τους έθρεψε από παιδιά. Η αρρώστια που χτυπά τα πρόβατά τους σημαίνει το τέλος μιας εποχής και ξυπνά μέσα τους μια φλόγα που ξοδευόταν τόσον καιρό στον μικροπρεπή καυγά τους. Την ώρα που ο Κίντι επιμένει να παρακούει τις εντολές των αρμόδιων αρχών να σφάξει το κοπάδι του και να κάψει στάβλους και εργαλεία, ο Γκούμι ακολουθεί τη δική του τακτική, κρατώντας λίγα πρόβατα στο υπόγειό του για να ξεκινήσει πάλι απ' την αρχή, χωρίς εγγυήσεις, πάντως, ότι η ασθένεια δε φωλιάζει και σ' αυτά. Μοιραία, οι παράλληλοι δρόμοι τους συναντιούνται και η αδελφική αγάπη ξυπνά τελικά μπροστά στο μεγαλύτερο σκοπό.

Δεν είμαι σίγουρος τι είδους ταινία ήθελε να κάνει ο Χακόναρσον, αλλά το κάπως κωμικό ξεκίνημα προδιαθέτει για κάτι άλλο απ' αυτό που βλέπουμε στη συνέχεια. Η αντιπαλότητα των δύο αδερφών εξαντλείται σχετικά γρήγορα ως πηγή παράλογων και χιουμοριστικών περιστατικών και το διακύβευμα μεταφέρεται σε επίπεδο υπαρξιακό, στη διάσωση και συντήρηση ενός τρόπου ζωής ο οποίος, πιθανόν και να πεθαίνει πλέον από φυσικά αίτια, όπως κι οι δύο άτεκνοι τσομπαναραίοι. Στην πορεία, επιστρέφουμε στη μεταξύ τους σχέση η οποία δεν βελτιώνεται τόσο οργανικά όσο εξαναγκάζεται σε αφύπνιση μπροστά στον κοινό εχθρό, τις αρμόδιες αρχές, αλλά και στην υπαρκτή πλέον απειλή ενός θανάτου.

Η συμπάθεια για τους δύο μονότονους, παλιομοδίτικους χαρακτήρες μας κρατά σε εγρήγορση για το τέλος, όμως υπάρχει κάτι που δε δικαιολογεί το δράμα κι αυτό είναι η επιβεβαίωση της ασθένειας που καθιστά κάθε αντίσταση μάταιη και κάθε επιλογή των δυο τους εντελώς παράλογη. Πως να γελάσεις ή να συγκινηθείς με δυο ανθρώπους καταδικασμένους κι έναν σκοπό που δεν υφίσταται καν;

Το “Rams” είναι μια καλαίσθητη και καλοπαιγμένη ταινία, συμπαθητική εν τέλει, αλλά και δυνητικά αδιάφορη.

Βγαίνουν ακόμη:
Το απαράδεκτο ριμέικ της ομώνυμης αργεντίνικης ταινίας “Secret in their Eyes” και ο “Νοτιάς” του Τάσου Μπουλμέτη.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v