RoboCop: Η επιστροφή του… υπερμπάτσου

Ο υπερ-αστυνομικός που αγαπήσαμε στα ‘80s μπαίνει στη νέα εποχή και επιστρέφει ανανεωμένος αλλά όχι όσο απολαυστικός θα θέλαμε.
RoboCop: Η επιστροφή του… υπερμπάτσου
του Λουκά Τσουκνίδα 

Υποθέτω ότι πέρασε αρκετός καιρός από εκείνο το πρώτο “RoboCop” του ολλανδού Πολ Βερχόφεν, τόσος ώστε οι νέες γενιές θεατών να θεωρηθούν απελευθερωμένες από κρίσεις νοσταλγίας για τα '80s, γαλουχημένες με την αισθητική που προστάζουν οι νέες τεχνολογίες κι έτοιμες για να υποδεχθούν ένα βαρβάτο ριμέικ, φτιαγμένο με τα πιο σύγχρονα μέσα. Έτσι, στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθισε ο ψημένος στην “αστική” δράση βραζιλιάνος -πάλι εισαγόμενος δηλαδή- Ζοσέ Παντίλια και το νέο “RoboCop” βγήκε μια χρυσή μετριότητα με όπλο του το καλοδιαλεγμένο καστ, το “επικαιροποιημένο” σενάριο και τη σεμνή του διάρκεια.

Η υπόθεση

Ο αστυνομικός Άλεξ Μέρφι τραυματίζεται σοβαρά από μια έκρηξη βόμβας, που έχει τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό του από κάποιον διεφθαρμένο συνάδελφό του. Στο τοπίο μπαίνει τότε η Όμνικορπ, μια εταιρεία ρομποτικών οπλικών συστημάτων, η οποία, ευελπιστώντας να φτιάξει έναν βιονικό αστυνομικό που θα ενισχύσει την καμπάνια της για την εγχώρια χρήση των μηχανών της, προτείνει στη σύζυγο του Μέρφι να δώσει το σώμα του στην επιστήμη. Έτσι, ο Robocop γεννιέται σε ένα εργαστήριο για να πεθάνει στο καθήκον, μόνο που αποδεικνύεται πολύ πιο πολύπλοκος απ’ ό,τι περίμεναν οι δημιουργοί του...



Η κριτική

Η διαβολεμένη σύμπτωση εδώ είναι ότι, όπως και στη μετά-Ρίγκαν εποχή, ούτε σήμερα το Ντιτρόιτ περνά τις καλύτερες ημέρες του. Μια πόλη με ολόκληρες περιοχές εγκαταλειμμένες, όπως εκείνη που η πολυεθνική Όμνι ήθελε να εκμεταλλευτεί στο πρώτο “RoboCop” με αντάλλαγμα την “επάνδρωση” της διαλυμένης αστυνομίας με τις πρωτοποριακές μηχανές της, πριν δώσει τη “δουλειά” στο πειραματικό βιονικό μοντέλο που μεταλλάχτηκε σταδιακά στον Άλεξ Μέρφι και ξεσκέπασε τους διεφθαρμένους κι αδίστακτους κεφαλαιοκράτες.

Στην επίκαιρη εκδοχή, η Όμνικορπ δεν έχει φιλοδοξίες real-estate μεγαλομανίας. Είναι η εταιρεία που φτιάχνει τα μη-επανδρωμένα ρομποτικά σκάφη (drones) που κάνουν τη βρωμοδουλειά της υπερδύναμης στο εξωτερικό, εντός της χώρας όμως ένας νόμος κι ένας γερουσιαστής μοιάζουν ανυπέρβλητο εμπόδιο για την έξοδο του ρομποτικού υπερμπάτσου της στην αγορά. Ο αδίστακτος διευθυντής Ρέιμοντ Σέλαρς, πιο μοντέρνος και πιο χαλαρός απ’ τον αντίστοιχο της Όμνι, με τη βοήθεια της δικηγόρου και του μαρκετίστα του καταλαβαίνει ότι αυτό που θέλει ο κόσμος είναι ένας ρομπομπάτσος με ψυχή.

Στρατολογεί τότε τον γιατρό, υπεύθυνο του προγράμματος “εταιρικής ευθύνης” της Όμνικορπ, το οποίο πρωτοπορεί στη δημιουργία ρομποτικών μελών και την εφαρμογή τους σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη. Ο Άλεξ Μέρφι, υπόδειγμα αστυνομικού, οικογενειάρχης, αλλά με ελάχιστες ελπίδες επιβίωσης από τη δολοφονική βομβιστική ενέργεια εναντίον του, επιλέγεται για να γίνει ο πρώτος βιονικός αστυνομικός της εταιρείας. Το πείραμα ξεκινά, ο Μέρφι ξυπνά, αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται κι ο Δρ Νόρτον δεν έχει τον πλήρη έλεγχο του δημιουργήματός του.

Μάστορας της δράσης σε αστικό τοπίο με ειδίκευση τις φαβέλες, ο Παντίλια δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να κινηματογραφήσει τις περιπέτειες ενός υπερανθρώπου στην ανοιχτωσιά του Ντιτρόιτ. Το ζήτημα εδώ είναι ότι αυτές δεν είναι και πάρα πολλές, μιας και πρόκειται για την αφήγηση της γέννησης ενός “νέου” ήρωα κι όχι μιας αυτοτελούς ταινίας δράσης. Ο Μέρφι ξεπερνά τα πρώτα τεστ κόντρα στις προβλέψεις του “πραγματιστή” μηχανικού της εταιρείας, κάνει την πρώτη σύλληψή του σε ζωντανή σύνδεση και κερδίζει την πρώτη του μεγάλη μάχη με τους υπεύθυνους για την ύπαρξή του με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς μακροσκελείς σκηνές δράσης και ούτε μία αξιομνημόνευτη ατάκα, όπως θα επιβαλλόταν στα κινηματογραφικά '80s.

Ενδιάμεσα, τον βλέπουμε να προσαρμόζεται σχετικά εύκολα στις προκλήσεις του νέου κορμιού του, να αποκτά πολύ γρήγορα την αίσθηση της ταυτότητας και του καθήκοντός του, να ψάχνει, να βρίσκει και να εξουδετερώνει τους δολοφόνους του μέχρι να πούμε “Όμνικορπ”. Όλα γίνονται εν τάχει επειδή το νέο “RoboCop” έχει περισσότερους χαρακτήρες από το παλιό και δίνει ενεργό ρόλο όχι μόνο στον παρτενέρ, αλλά και στην οικογένεια του Μέρφι, όπως και στον επιστήμονα που τον έφτιαξε κι αμφιταλαντεύεται μεταξύ της αφοσίωσής του στο πρόγραμμα που τρέχει και την ηθική του ευθύνη απέναντι στο δημιούργημά του. Ευτυχώς, όλοι χωράνε στην ταινία του Παντίλια κι όλοι έχουν τις στιγμές τους, ακόμη και ο Σάμουελ Τζάκσον που παίρνει επάνω του την εξόφθαλμη σατιρική νότα του σεναρίου, έναν μαύρο συντηρητικό τηλεπαρουσιαστή με πολωνικό επώνυμο, στημένο α λα Μπιλ Ο’ Ράιλι.

Πλην του ελαφρώς αδιάφορου πρωταγωνιστή Τζόελ Κίναμαν και πέραν του Τζάκσον που το γλεντάει πραγματικά στα λίγα λεπτά που εμφανίζεται -φυσικά δε χάνει την ευκαιρία να ξεστομίσει και την αγαπημένη του βρισιά ενισχύοντας το καλτ στάτους του-, όλο το καστ είναι άψογα επιλεγμένο και κάνει την καλύτερη δυνατή δουλειά, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά. Ο Μάικλ Κίτον ως Σέλαρς, ο Γκάρι Όλντμαν ως Δρ Νόρτον, ο Τζάκι Ερλ Χέιλι ως μηχανικός και φυσικά η πανέμορφη Άμπι Κόρνις στο ρόλο της συζύγου. Σχετικά ριγμένος είναι ο Μάικλ Ουίλιαμς στο ρόλο του πατενέρ του Μέρφι, ενώ ο Τζέι Μπαρουσέλ περνά απαρατήρητος μέχρι την τελευταία φράση του που προκαλεί και λίγο γέλιο μετά από πολύ ώρα σοβαρότητας.

Το νέο “RoboCop” είναι τελικά μια μέτρια, αλλά επαρκώς ανανεωμένη εκδοχή του, αγαπημένου για πολλούς, παλιού. Το ότι εισάγει περισσότερους χαρακτήρες και πιο επίκαιρους “προβληματισμούς”, δείχνει ότι είναι και πιο έτοιμο να αποκτήσει ένα καλύτερο σίκουελ.

Βγαίνουν ακόμη:
Η πολυαναμενόμενη κομεντί “
Her ” του Σπάικ Τζόουνς, μια καλοπαιγμένη κι αισθητικά άρτια ταινία που ίσως και να αδικείται απ’ το θέμα της, αλλά μοιάζει συχνά πολύ “κατασκευασμένη” κι ελάχιστα πιστευτή. Επίσης, η τυπική βιογραφία “ Mandela: Long Walk to Freedom ” για όσους δεν έχουν πρόσβαση στη Wikipedia, η ριμέικ-κωμωδία “ Delivery Man ” με τον Βινς Βον σε ρόλο... Βινς Βον, το μέτριο, αν και φιλόδοξο, παλαιστινιακό θρίλερ “ Omar ” και οι δραματικές ελληνικές ταινίες “ Η Χαρά και η Θλίψη του Σώματος ” του Ανδρέα Πάντζη και “ Το Δέντρο και η Κούνια ” της Μαρίας Ντούζα.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v