Αλάτι: Είναι τόσο «κακό» όσο λένε;

Δαιμονοποιείται εδώ και χρόνια για τις «βλαβερές» του συνέπειες στην υγεία, όμως είναι όντως τόσο «κακό» όσο νομίζουμε; Αλμυρές απαντήσεις για το αλάτι της ζωής μας.
Αλάτι: Είναι τόσο «κακό» όσο λένε;
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Η δαιμονοποίηση τροφών που μπορούν να ωφελήσουν σημαντικά την υγεία μας – εφ’ όσον καταναλώνονται με μέτρο- αποτελεί σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Το λιθαράκι τους σε αυτό έχουν βάλλει οι «γενικές κατευθυντήριες οδηγίες», οι οποίες συνήθως δημοσιεύονται από ομάδες ειδικών επιστημόνων και αποτελούν λίγο έως πολύ έναν διατροφικό «μπαμπούλα», ο οποίος μας υπαγορεύει τι μπορούμε να καταναλώνουμε και σε ποιες ποσότητες.

Θύμα των κατευθυντήριων αυτών οδηγιών είναι, μεταξύ άλλων, το απαραίτητο για τη διατροφή μας αλάτι. Τι λένε λοιπόν οι οδηγίες για την κατανάλωσή του;

Οι κατευθυντήριες οδηγίες

Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές και αμερικάνικες οδηγίες, η κατανάλωση αλατιού από τον πληθυσμό θα πρέπει να περιορίζεται σε ποσότητες κάτω από 5-6 γραμμαρίων αλατιού ημερησίως (δηλαδή λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού), το οποίο προσλαμβάνουμε είτε από τις τροφές είτε ως προστιθέμενο. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία συγκεκριμένα, συστήνει ημερήσια λήψη νατρίου κάτω από 1,5 γραμμάρια, δηλαδή κάτω από 3-3,5 γραμμάρια αλατιού.

Το πιθανότερο είναι εσείς, αλλά και η οικογένειά σας και οι φίλοι σας να ξεπερνάτε ενίοτε αυτήν την ποσότητα. Για την ακρίβεια ο περισσότερος κόσμος την ξεπερνά, καθώς σύμφωνα με την Αμερικάνικη Καρδιολογική εταιρεία παραπάνω από το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει περισσότερα από 1,5 γραμμάρια νατρίου ημερησίως. Βρίσκεται λοιπόν ο κόσμος στα πρόθυρα του μαζικού αφανισμού από προσώπου γης; Θα υπάρξουν αιφνίδιοι θάνατοι εξαιτίας της κατανάλωσης του αλατιού; Θα πρέπει να ανησυχούμε όλοι εμείς που δεν κυκλοφορούμε με μια ζυγαριά ακριβείας μετρώντας την ποσότητα νατρίου στις τροφές μας;

Μια ψύχραιμη προσέγγιση

Σύμφωνα με τον κ. Χρήστο Ντέλλο, Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζάννειου Νοσκομείου, η απάντηση είναι όχι.

«Οι οδηγίες αυτές για να είναι έγκυρες θα πρέπει να βασίζονται πάνω σε τυχαιοποιημένες μελέτες στον πληθυσμό, δηλαδή να παρακολουθούνται άνθρωποι που καταναλώνουν διαφορετικές ποσότητες αλατιού. Μια τέτοια μελέτη δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Το μόνο που έχουμε στα χέρια μας είναι μελέτες που συσχετίζουν την κατανάλωση αλατιού με την αρτηριακή πίεση», σχολιάζει ο ίδιος και προσθέτει:

«Δεδομένου λοιπόν ότι η αρτηριακή πίεση είναι παράγοντας κινδύνου για καρδιακά επεισόδια, η κατανάλωση αλατιού θα πρέπει να περιορίζεται μεν, αλλά σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων».

Εξαιρετικά σημαντικά προς αυτήν την κατεύθυνση είναι τα αποτελέσματα της μελέτης PURE (Prospective Urban Rural Epidemiology study), η οποία σύμφωνα με τον κ. Ντέλλο αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής επιδημιολογική μελέτη, η οποία προσπάθησε να υπολογίσει τη σχέση της κατανάλωσης νατρίου και καλίου με την υπέρταση, αλλά και τα καρδιαγγειακά επεισόδια.

Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, η αύξηση της πρόσληψης νατρίου και επομένως κατανάλωσης αλατιού συνοδεύεται από αύξηση της αρτηριακής πίεσης, χωρίς όμως η σχέση να είναι γραμμική. Σε μικρή ή μέτρια κατανάλωση, η αρτηριακή πίεση ελάχιστα επηρεάζεται στο γενικό πληθυσμό, ενώ αυξάνει σημαντικά σε μεγάλη πρόσληψη νατρίου, ιδιαίτερα σε υπερτασικούς και ηλικιωμένους.

Επίσης, σύμφωνα με τη δεύτερη δημοσίευση από τη μελέτη PURE, τα άτομα με μέτρια κατανάλωση νατρίου (3-6 γραμμάρια), είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου, καρδιακών συμβαμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ τα άτομα με χαμηλή πρόσληψη νατρίου (μικρότερη από 3 γραμμάρια ημερησίως) είχαν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση στον κίνδυνο θανάτου, καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων σε σχέση με εκείνους που έκαναν μέτρια κατανάλωση.

«Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, οι ευρωπαϊκές και οι αμερικάνικες συστάσεις όχι μόνο είναι αχρείαστες, αλλά ενδεχομένως να είναι και επιζήμιες. Εξ αρχής ήταν λάθος μιας και δεν βασίστηκαν ουδέποτε σε μια προοπτική μελέτη, αλλά μόνο σε εκείνες που σχετίζονταν με την αρτηριακή πίεση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ντέλλος.

Οι ομάδες κινδύνου

Ποιοι λοιπόν είναι εκείνοι που θα πρέπει πραγματικά να είναι προσεκτικοί στην κατανάλωση αλατιού; Σύμφωνα με τον κ. Ντέλλο, οι ηλικιωμένοι και οι αποδεδειγμένα υπερτασικοί, με σαφή διάγνωση υπέρτασης.

Επίσης, άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια κάθε αιτιολογίας, με εμφράγματα, με βαλβιδοπάθειες και μυοκαρδιοπάθειες. «Αυτά τα άτομα θα πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση αλατιού, όμως επειδή συνήθως καταναλώνουν διουρητικά για την αποβολή του νατρίου ή του νερού από το σώμα τους, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μην το παρακάνουν. Η πλήρη στέρηση μπορεί να τους προκαλέσει υπονατριναιμία, ακόμα και αιφνίδιο θάνατο», επισημαίνει ο ίδιος.

Πόσο αλάτι μπορώ να καταναλώνω καθημερινά;

Το «παν μέτρον άριστον» βρίσκει και εδώ εφαρμογή. Δεν είναι ανάγκη να τρώτε κάθε μέρα από ένα σακουλάκι γαριδάκια, όμως ούτε να μετράτε με το… σταγονόμετρο το αλάτι στη διατροφή σας. Μια μέτρια κατανάλωση ανάλογα με τη γεύση και τη διάθεση – μιας και ο οργανισμός μας ζητάει αλάτι – είναι ό,τι καλύτερο μπορείτε να κάνετε για τον οργανισμό σας.

«Και μια ημέρα να κάνουμε μια υπερβολή στην κατανάλωση δεν έγινε κάτι. Η πίεσή μας θα ανέβει 1 με 2 χιλιοστά, δεν θα γίνουμε αμέσως υπερτασικοί αν φάμε μια ρέγκα ή ένα σακουλάκι πατατάκια ή ένα αλμυρό γεύμα. Αν όμως ένας υπερτασικός κάθε μέρα ‘ξεφεύγει’ τότε ενδεχομένως να αντιμετωπίσει πρόβλημα, αν δεν παίρνει τα κατάλληλα φάρμακα», λέει ο κ. Ντέλλος και προσθέτει:

«Η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή είναι πιο σημαντικοί παράγοντες υπέρτασης. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δίνονται συνήθως από ανθρώπους που είναι κλεισμένοι στα γραφεία τους και προτείνουν πράγματα που δεν κάνει ούτε το 1% του πληθυσμού, στην προσπάθειά τους να υπερβάλλουν και να βγάλουν αποτελέσματα».

Αν λοιπόν θα έπρεπε να επικεντρωθούμε σε κάτι, αυτό θα ήταν όχι το πόσο αλάτι θα καταναλώνουμε καθημερινά, αλλά μάλλον το πώς θα μπορούμε, σύμφωνα με τον κ. Ντέλλο, να προφυλαχθούμε από πιο σημαντικούς κινδύνους, όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή.

«Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ανάγκες σε αλάτι, γι΄αυτό και τα οι κατευθυντήριες οδηγίες κάνουν ένα θεμελιώδες λάθος θέτοντας όριο για όλους, και μάλιστα μόνο προς τα πάνω. Όλοι, γυναίκες και άντρες, νέοι και ηλικιωμένοι, υπερτασικοί και υποτασικοί, παχύσαρκοι και λεπτοί, γυμνασμένοι και αραχτοί, καρδιοπαθείς και υγιείς, αγρότες και υπάλληλοι γραφείων, δεν μπορεί να υπόκεινται στην ίδια παράλογα αυστηρή σύσταση, που έτσι και αλλιώς κανένας σήμερα δεν εφαρμόζει», καταλήγει.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v