Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα: Ποιητικό αλλά ερμηνευτικά άνισο

Εξόχως ποιητική η παραλλαγή του Άκη Δήμου στην «Πρώτη αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη, σε μια παράσταση με άνισες ερμηνείες.
Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα: Ποιητικό αλλά ερμηνευτικά άνισο
της Ιωάννας Γκομούζα

«Ποιος νόμισε τον Έρωτα για φίλο; Ποιος για δροσιά και ποιος για περιβόλι; Κάψα είναι, ξέφωτο βαρύ, όλο συκιές με γάλα φαρμακερό. Τη μια στιγμή γλυκαίνεσαι και την άλλη φτύνεις φαρμάκι. Ξεγέλασμα είναι ο Έρωτας. Δράκος θυελλογέννητος. Κεραυνός που ξεστράτισε και σε βρήκε κατάστηθα»…

Με βλέμμα υγρό και πάτημα στιβαρό στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης έπειτα από σαράντα χρόνια, η Τάνια Τσανακλίδου ως Μάνα μονολογεί για την πιο τραγουδισμένη εμπειρία του ανθρώπινου γένους κι ο λόγος της βγαίνει πικρός. Αρχές του προηγούμενου αιώνα, σ’ ένα χωριό της Κρήτης, η ηρωίδα που ενσαρκώνει στο «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» έρχεται αντιμέτωπη με την πρώτη αγάπη του μοναχογιού της. Παιδί ακόμη ο Γιωργής της ερωτεύεται τη Βαγγελιώ, μια κοπέλα κοντά 15 χρόνια μεγαλύτερή του και, το χειρότερο, «χτικιασμένη». Η σχέση, παράταιρη για τα δεδομένα του τόπου και του καιρού της, καταδικασμένη από χέρι – μήπως όμως δεν φαντάζει το ίδιο «δύσκολη» και για τις μέρες μας;

Η ποίηση, ο ρομαντικός λόγος, ο έρωτας και ο θάνατος έχουν σταθερά τα βέλη τους στη φαρέτρα της ομάδας Bijoux de Kant. Πέρσι το εφαλτήριο πρόσφερε η «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Φέτος ένα ακόμα κείμενο της νεοελληνικής πεζογραφίας, η «Πρώτη αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη.

Υπερβαίνοντας το ηθογραφικό στοιχείο, το κύκνειο άσμα του Κρητικού χρονογράφου και λογοτέχνη συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα κείμενά του. Χαρακτηριστικό της δυναμικής του, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τους ήρωες και την περίπλοκη σχέση μητέρας-γιου (προτού μάλιστα διαδοθεί ευρέως η φροϋδική θεωρία), αλλά και τις γυναικείες μορφές οι οποίες για τους νεότερους μελετητές «προσωποποιούν τις δύο όψεις των έμφυλων στερεοτύπων για τη γυναίκα, ειδικά όπως αυτά επιβάλλονται στο κλειστό κοινωνικό περιβάλλον της επαρχίας».

Όσα ο Κονδυλάκης απέδωσε στα 1919 για τους αναγνώστες του στη δημοτική και στο ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, με ύφος λιτό και δεινότητα ψυχογραφική, ανέλαβε ο συγγραφέας Άκης Δήμου να τα μεταγράψει για τη σκηνή. Σταθερός εξερευνητής της λογοτεχνίας, παρέδωσε ένα κείμενο εξαίσια ποιητικό, εγγεγραμμένο (μέσα από στοιχεία της γλώσσας, της εικονοποιίας και της θεματολογίας) στο βίωμα του χθες αλλά με παλμό που χτυπά δυνατά στην ψυχή σου και σήμερα.

Η νουβέλα των 120 σελίδων και των 5 ενοτήτων υφαίνεται σε μια δραματουργία δώδεκα σύντομων επεισοδίων ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται οι μονόλογοι-Σιωπές των τεσσάρων ηρώων. Ο Δήμου πάντως επιλέγει να απομακρυνθεί από τη οπτική του μοναδικού αφηγητή του Κονδυλάκη. Επιπλέον, όπως σημειώνει η πανεπιστημιακός Λίνα Ρόζη, ο λογοτεχνικός μύθος του καταστροφικού έρωτα ενός νεαρού αγοριού με μια μεγαλύτερη γυναίκα παρουσιάζεται «ως μια ιστορία που περιλαμβάνει πολλές εναλλακτικές εκδοχές του ίδιου θέματος, του “ξυπνήματος” των σωμάτων» με τη σεξουαλικότητα να «διασχίζει τις έμφυλες ταυτότητες και τα στερεότυπά τους».

Την «υγρή γραμμή της επιθυμίας» επέλεξε να ακολουθήσει και ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Σκουρλέτης. Λείπει όμως η στέρεη γραμμή που θα (καθ)οδηγούσε σε μια ερμηνευτική ομοβροντία. Έτσι, από τη μια απολαμβάνεις τη Μάνα της Τάνιας Τσανακλίδου, που ακολουθεί μια ερμηνευτική οδό λιτή, χωρίς περιττά φτιασίδια, ό,τι χρειάζεται ένα τέτοιο κείμενο για να «ακουστεί» χωρίς να βαρύνει. Από την άλλη βρίσκεσαι αμήχανος μπροστά στη Βαγγελιώ της Λένας Δροσάκη και τον Άνδρα-βοσκό του Νικόλα Αγγελή που με τις εξάρσεις τους δεν δίνουν στο «υλικό» τους ανάσες. Ο νεαρός Γιάννης Παπαδόπουλος υπηρέτησε πυρετικά με κάθε σκίρτημα του λόγου και του κορμιού τον ρόλο του Γιώργη δημιουργώντας όμως μια σύγχυση ως προς την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται.

Θετικό το πρόσημο για την σκηνική εγκατάσταση του εικαστικού Ανδρέα Κασάπη, η οποία «χτίζεται» εν εξελίξει ως ένα περίκλειστο δωμάτιο, τοπίο εγκλωβισμού σε κοινωνικές συμβάσεις και προσωπικά αδιέξοδα, και διαλύεται τελικά σ’ έναν ερειπιώνα.

Αντίθετα αποτελέσματα είχε το μουσικό χαλί που υπογράφει ο Κώστας Δαλακούρας, με τον λυγμό της λύρας του Παντελή Σταυρακάκη. Παρότι εύστοχο με όρους εντοπιότητας και συναισθηματικής φόρτισης, έφτασε να «πνίγει» το λόγο έτσι που απλώθηκε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v