Η Κ. Ευαγγελάτου βρίσκει την σαρκική ηδονή του Φάουστ

Μια άγνωστη, περισσότερη σαρκική, πτυχή του «Φάουστ» του Γκαίτε είδε η Κατερίνα Ευαγγελάτου στην παράσταση που σκηνοθετεί στο θέατρο-στολίδι του λιμανιού.
Η Κ. Ευαγγελάτου βρίσκει την σαρκική ηδονή του Φάουστ
της Ιωάννας Γκομούζα

«Αχ, σπούδασα φιλοσοφία, / ιατρική και νομικά / και δυστυχώς θεολογία / επίμονα, φανατικά / και ιδού που στέκω πάλι εδώ / το ίδιο άσοφος, όσο πριν μορφωθώ». Απομονωμένος στο στενόχωρο σπουδαστήριό του, ο εμβληματικός ήρωας του Γκαίτε αναδύεται στη λιτή, μαυροντυμένη σκηνή από μια καταπακτή, χαμένος μέσα σε λευκούς καπνούς και βιβλία. Έχει τάξει την πορεία του στο κυνήγι της γνώσης κι όμως νιώθει ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την πραγματική ζωή.

Όταν συναντήσει τον Μεφιστοφελή έρχεται σε επαφή με την άλλη, την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του. Μαζί, αδιαίρετο ντουέτο, θα ριχτούν «στην εποχή της βίας, όπως σε παραλήρημα μετά από τραύμα», αναζητώντας τον πόνο και την ηδονή, τον θρίαμβο και την καταστροφή, «κι ό,τι στην ανθρωπότητα όλη είναι γραμμένο».

Για την πρώτη της σκηνοθετική προσέγγιση στο εμβληματικό κείμενο του Γκαίτε, η Κατερίνα Ευαγγελάτου χρησιμοποίησε την ρέουσα μετάφραση του πατέρα της Σπύρου, συμπληρωμένη από τον δημιουργό του Αμφι-Θεάτρου με σημεία του έργου που δεν είχε συμπεριλάβει στη δική του παράσταση το 2000.

Αντλώντας υλικό από τον τόμο με τίτλο «Paralipomena», στον οποίο συγκεντρώνονται κείμενα που τελικά δεν περιλήφθηκαν στις εκδόσεις του Πρώτου και του Δεύτερου Φάουστ και ειδικότερα μια ιδιαίτερα προκλητική εκδοχή της Νύχτας της Βαλπούργης, διαβάζει το ταξίδι των ηρώων μέσα από το πρίσμα του εθισμού στη σαρκική ηδονή και της άρνησης κάθε περιορισμού στις απολαύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εν λόγω σκηνή, την οποία πάντως χορογράφησε εντυπωσιακά, με αναφορές στη «γραφή» της Πίνα Μπάους, η Πατρίσια Απέργη.

Η παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά διαδραματίζεται μέσα στην αισθητικά εξαίσια αφαιρετική σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη. Μια στιβαρή παραλληλόγραμμη πλατφόρμα άλλοτε αιωρείται, άλλοτε καταπλακώνει τον Φάουστ, αναδεικνύοντας την πνευματική συνθήκη που τον συνθλίβει, κι άλλοτε κεκλιμένη, «οδηγεί» τους ήρωες προς τον όλεθρο και τους καταβαραθρώνει σε κατάσταση ψυχικής οδύνης.

Οι ηχητικές συνθέσεις του Γιώργου Πούλιου λειτουργούν καίρια σε σκηνές όπως αυτή της βαλπούργιας νύχτας, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ και τα ειδικά εφέ (καπνοί-ομίχλες) του Προκόπη Βλασερού διαμορφώνουν μια αίσθηση απόκοσμου και υπογραμμίζουν τις υπαρξιακές αγωνίες των χαρακτήρων.



Ο Νίκος Κουρής ως Φάουστ καταθέτει μια ερμηνεία δουλεμένη, αλλά χωρίς τη σπίθα που θα την αναδείκνυε. Αεικίνητος, με πρόσωπο κάτωχρο και βλέμμα δαιμονικό, ο Αργύρης Πανταζάρας προσέγγισε τον πρωτεϊκό χαρακτήρα του Μεφιστοφελή με ένταση κατά βάση σωματική.

Η Μαργαρίτα της Νάνσυς Σιδέρη πατά στην αθωότητα της έφηβης που παρασύρεται από την ερωτική πολιορκία του Φάουστ με τραγικές συνέπειες. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, πάλι, ενσαρκώνει τη Μάρθα ως καρικατούρα προσφέροντας με την εκφορά του λόγου αλλά και την κινησιολογία της ανάσες γέλιου στο κοινό.

«Τραγωδία» κατά τον συγγραφέα, όμως με πολλά κωμικά στοιχεία, ο «Φάουστ» υπήρξε έργο ζωής για τον γερμανό λογοτέχνη και δραματουργό, αφού ξεκίνησε να γράφει το πρώτο μέρος του το 1773, στα 24 χρόνια του, κι έβαλε τις τελευταίες πινελιές στο δεύτερο μέρος το 1831, μόλις επτά μήνες πριν από τον θάνατό του. Δουλεύοντας το κείμενο μέσα σε έξι δεκαετίες, είχε την ευκαιρία να ενσωματώσει τους προβληματισμούς που τον απασχόλησαν όλο αυτό το διάστημα.

Δεν ήταν βέβαια ο πρώτος που καταπιάστηκε με το θέμα το οποίο πιθανότατα βασίζεται σε πρόσωπο υπαρκτό, έναν περιπλανώμενο αγύρτη που έζησε κάνοντας μαγικά κόλπα και γράφοντας ωροσκόπια. Κεντρικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής μυθολογίας, ο Φάουστ γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις. Ήδη από τον 16ο αιώνα ο θρύλος του είχε δώσει τροφή σε μπαλάντες, έργα για το κουκλοθέατρο και χαρακτικά. Η λαϊκή φυλλάδα «Ιστορία του Δόκτορα Ιωάννου Φάουστ, θαυματοποιού και τεχνίτη της μαύρης μαγείας» που κυκλοφόρησε το 1587 έκανε τις περιπέτειές του ευρύτερα γνωστές, ενώ οι αγγλικοί θίασοι που περιόδευαν στη Γερμανία στα χρόνια του Γκαίτε είχαν στο ρεπερτόριό τους τον «Δόκτωρα Φάουστους» του Κρίστοφερ Μάρλοου.

«Ο Φάουστ είναι πολυσήμαντος γιατί πολυσήμαντες είναι και η Εποχή που τον γέννησε φυσικά και η Εποχή που τον αναγέννησε ποιητικά: Είναι περιθωριακός και αμφισβητίας, είναι ο έξοχος ελεύθερος άνθρωπος που ενσαρκώνει ως προσωπικότητα ό,τι θέλησε να δημιουργήσει η Renaissance», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πανεπιστημιακός Γιώργος Κεντρωτής στο άρθρο του με τίτλο «Το καλό και το κακό στον Φάουστ», σε αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» το 1986. «Πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο για να ικανοποιήσει, πρωτίστως, την Curiositas του».


Info:
Φάουστ του Γκαίτε
Σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, τηλ: 2104143310
Ως 31 Ιανουαρίου 2016
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη και Κυριακή 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή 20.30, Σάββατο 17.00 & 21.00
Εισιτήρια: Διακεκριμένη: 25 ευρώ, Κανονικό: 18 ευρώ, Φοιτητικό και άνω των 65: 12 ευρώ, Άνεργοι & ΑΜΕΑ: 10 ευρώ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v