Ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλά για την «Καλλιθέα» του

Λίγο πριν εμφανιστεί στο Gagarin, ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλά στο In2life για την ηχογράφηση του νέου του δίσκου, «Καλλιθέα».
Ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλά για την «Καλλιθέα» του

του Νικόλα Γεωργιακώδη

Νοσταλγικές μελωδίες, στίχοι που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά, τραγούδια που αγαπήθηκαν και σιγοτραγουδιούνται με κάθε αφορμή. Ο Φοίβος Δεληβοριάς, τροβαδούρος με στιλ, βγήκε προ ολίγων μηνών από το στούντιο – ή για την ακρίβεια από το σπίτι του στην Καλλιθέα – με έναν ολοκαίνουργο δίσκο ανά χείρος.

Δίσκο που σκοπεύει να μας παρουσιάσει επί σκηνής, το Σάββατο 28 Νοεμβρίου, στο Gagarin 205.

Με αφορμή την «Καλλιθέα» του λοιπόν, όπως ονομάζεται το άλμπουμ που κυκλοφορεί από την Inner Ear Records, ο Έλληνας τραγουδοποιός μιλά αποκλειστικά στο In2life για την εμπειρία της ηχογράφησης ενός ιδιαίτερου δίσκου.

«Στις 8 Μαϊου του 2013 άρχισαν όλα. Ξύπνησα ταραγμένος από ένα ακόμη όνειρο που εκτυλισσόταν στο πατρικό μου. Έβλεπα ένα δωμάτιο (που κανονικά δεν υπάρχει) γεμάτο βιβλία ή δίσκους που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ, ανέκδοτες ηχογραφήσεις των Beatles, ακυκλοφόρητα βιβλία του Βακαλόπουλου. Είχα να πάω να το δω καιρό  και μόλις ξύπνησα πήρα το αμάξι κι έκανα μια βόλτα. Είναι ένα παλιό δίπατο του ’30 στην Καλλιθέα. Η γιαγιά μου μένει ακόμα στο ισόγειο. Το πάνω λειτουργεί ως αποθήκη ή ως μουσείο προσωπικής χρήσεως, όπως το δεις.

Πάρκαρα και έκανα μια μικρή βόλτα στο οικοδομικό τετράγωνο.Στο κουρείο που κουρευόμουν υπήρχε ένα χαρτάκι «ευχαριστούμε για τη στήριξή σας, η κρίση μας έκλεισε, Νίκος».

Όλα έδειχναν να έχουν έγκαταλειφθεί στην τύχη τους, να’χουν αλλάξει θέση, να το’χουν μετανιώσει που υπήρξαν. Χαριστική βολή –για λόγους που ίσως να έχουν, ίσως να μην έχουν σημασία- τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που έδειχναν τον Γκάλη γερασμένο να κλαίει σε μια τιμητική γι’αυτόν εκδήλωση στο Αλεξάνδρειο.

Μπήκα στο εφηβικό μου δωμάτιο κι άνοιξα την παλιά σαράβαλη κιθάρα μου. Έγραψα σχεδόν απνευστί το «Ερημιά στην Καλλιθέα». Θα ορκιζόμουν πως άκουγα ήχους πουλιών την ώρα που έγραφα. Τα έβαλα και στους στίχους. Η γιαγιά μου παλιά είχε άπειρα κλουβιά με ωδικά πτηνά. Τώρα όμως δεν έχει πια. Και –πράγματι- μόλις τέλειωσε το τραγούδι τα πουλιά σταμάτησαν.

Την επόμενη μέρα είχα ήδη αποφασίσει πως θα πηγαίνω κάθε πρωί. Πήρα το πιάνο μου, το ipad , ηχογραφητήρια – και ξεκίνησα να γράφω τραγούδια.

Δεν ήταν πάντα εύκολο. Άλλες μέρες το σπίτι μου φαινόταν δυσάρεστο, μικρό και καταθλιπτικό-και η προσπάθειά μου δήθεν και στείρα. Άλλες μέρες κάτι απρόσμενα όμορφο, μια επίσκεψη, ένας «θησαυρός» στο υπόγειο, ένα ξέφωτο της μνήμης αναδυόταν. Έπαιρνα ανάσα και προχωρούσα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να τα δείξω στον Περικλή της Inner Ear. Εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Χρήστο Λαϊνά, ο οποίος με το που άκουσε τα τραγούδια, μου λέει «αυτός ο δίσκος θα ηχογραφηθεί μέσα στο πατρικό σου».

Και ακριβώς έτσι έγινε.Για το επόμενο 8μηνο αισθανόμουν πως στο πατρικό μου έχει εισέλθει ένας αγέλαστος εξορκιστής ιερέας που άκουγε με προσοχή τα πνεύματα κι ύστερα τα παγίδευε λυτρώνοντάς τα οριστικά. Ο τρόπος που το έκανε είχε την ακρίβεια προσευχής και την ειλικρίνια της διαρκούς αμφιβολίας. Ο δίσκος κουβαλάει την έντονη σφραγίδα του.

Ο υπέροχος Κωστής Χριστοδούλου, από τους πιο βαθείς και ευαίσθητους μουσικούς που είχα την τύχη να γνωρίσω, πήρε το εφηβικό μου πιάνο, καθώς κι ένα σωρό άλλα όργανα, παλιά και καινούργια και έκανε αυτό που κάνει πάντα. Άλλαξε για λίγο την πραγματικότητα, με δικό του κόστος. Έτσι όπως τον έβλεπα να φεύγει κάθε βράδυ ανέκφραστος, λες κι όλη αυτή η μαγεία που δημιούργησε να είναι η ταπεινή καθημερινή αποστολή του, ένιωθα ακόμα καλύτερα πως οι κάτοχοι της μεγάλης ομορφιάς έχουν κάτι που διαπερνάει τα «μπράβο» ή τις παρανοήσεις και προχωρούν στον επόμενο σταθμό.

Ο θρυλικός Κώστας Παντέλης ήταν κι αυτός εκεί, προσποιούμενος ότι δεν ξέρει τι να παίξει-μέχρι που πατιόταν το record. Τότε καταλάβαινες ότι ήταν εκεί πριν απ’το κομμμάτι, στη σωστή του θέση. Και απλώς περίμενε ν’αρχίσει η μουσική.

Για τον Σωτήρη Ντούβα τι να πω; Οι δύο μέρες στη Γλυφάδα που περάσαμε –στο σπίτι δεν γινόταν να ηχογραφηθούν τύμπανα- ήταν (ξανά) ανεπανάληπτες. Σκεφτόμουν ότι είναι αληθινή τύχη να μπορείς να ακούς αυτόν τον μουσικό συχνά. Να αφήνει το ένστικτό του να τον οδηγεί σε κάθε είδους παιχνίδι (από το πιο απλό μέχρι το πιο απάνθρωπο) και ενώ αυτό που κάνει έχει πάντα σώμα και ουσία και διάρκεια στον χρόνο, αυτός με μια παιδική απλότητα να αναρωτιέται αν κέρδισε ή έχασε. Η απάντηση είναι φυσικά πως εμείς κερδίζουμε, κάθε φορά που αποφασίζει να παίξει.

Πέρασαν από το σπίτι ή από το καταφύγιο παλιών οργάνων του Σέργιου Βούδρη, ένα σωρό σπουδαία πρόσωπα. Αξέχαστοι ο Γιάννης Hardy Χουστουλάκης με το pedal steel guitar του να πηγαίνει την τραυματισμένη Καλλιθέα μου στην καρδιά του Αμερικανικού ονείρου της. Και η Sissi Rada με την άρπα και τη φωνή της να ανασταίνει ό,τι έδειχνε να έχει πεθάνει για πάντα.

Στο τέλος ανέλαβε ο Δημήτρης Μπόρσης, ο γραφίστας. Κι έφτιαξε ένα βιβλίο-ποίημα για το cd επιλέγοντας από τις φωτογραφίες του έξοχου Πέτρου Κουμπλή. Ο τελευταίος έχει αλάνθαστο μάτι στην ομορφιά του άχρηστου και του άσχημου- και η «Καλλιθέα» μου τον ευγνωμονεί, όπως και τον Δημήτρη.

Ήρθε, λοιπόν, η ώρα της κρίσεως. Ή μάλλον της παρεξηγήσεως. Γιατί κάθε τι που βγαίνει στη ζωή από καρδιάς,  μόνο να παρεξηγηθεί μπορεί, θετικά ή αρνητικά. Για μένα το κεφάλαιο αυτό έκλεισε. Ή μάλλον συγκεντρώθηκε με κόπο. Κι ανυπομονώ να το ξοδέψω. Στο Gagarin, το Σάββατο 28/11».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v