Κουέντιν Ταραντίνο: Αίμα, βραβεία και ιδρώτας

Η νέα ταινια του Κουέντιν Ταραντίνο βρίσκεται κιόλας στις αίθουσες και ανακινεί τα διλήμματα: ταλαντούχος και καινοτόμος ή εξυπνάκιας και κενόδοξος; Η καλλιτεχνική ζωή και οι "αμαρτίες" του.
του Λουκά Τσουκνίδα

Το 1994 ήταν αναμφισβήτητα η χρονιά του Κέβιν Σμιθ στις καρδιές κάθε νεαρού slacker και «οπαδού του ασήμαντου» σε όλον τον κόσμο. Το «Clerks» έγινε ταινία σύμβολο για μια γενιά -τη δικιά μου- που μόλις ενηλικιωνόταν και δε φαινόταν να προορίζεται για κάτι σπουδαίο.

Παράλληλα όμως μ’ αυτή την κινηματογραφική αποκάλυψη των νιάτων μας, κάτι άλλο συνέβαινε στους κόλπους του «σοβαρού» και «ώριμου» σινεμά. Μια ταινία -η δεύτερη ενός ιδιόρρυθμου τύπου που μιλούσε πολύ γρήγορα για όλα και τίποτα- γεμάτη βία, αναφορές στην υποκουλτούρα των προηγούμενων δεκαετιών και τελείως ανερμάτιστη αφήγηση -κυκλική κατά μία έννοια- κέρδιζε το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών και τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω στο δημιουργό της. 

Με το «Pulp Fiction», ο Κουέντιν Ταραντίνο, δεν πρωτοτύπησε σε βιαιότητα, δεν έφερε στην αντίληψή μας για πρώτη φορά τους ανούσιους αλλά πνευματώδεις διαλόγους, ούτε μας σύστησε απ’ το πουθενά με τη μη-γραμμική αφήγηση παράλληλων ή εμπλεκόμενων ιστοριών.

Πέταξε όμως όλ’ αυτά στο μίξερ, μαζί με μπόλικο στιλ, εξαιρετικό κάστινγκ, αριστοτεχνικά επιλεγμένη μουσική και την αυτοπεποίθηση κάποιου που ξέρει το σινεμά του απ’ έξω κι ανακατωτά. Και πέτυχε. Μετά τις Κάνες ήρθε το Όσκαρ σεναρίου -από κοινού με τον Ρότζερ Έιβερι- κι ύστερα η απόλυτη αναγνώριση. Οι πόρτες του Χόλιγουντ είχαν ανοίξει για τον ηθοποιό-σεναριογράφο-σκηνοθέτη και πρώην υπάλληλο βίντεο-κλαμπ…

Κάπου στις αρχές του ’80, στην ηλιόλουστη -υποθέτω- Καλιφόρνια, η εποχή του βίντεο έπαιρνε τα πάνω της, όπως παντού.
Η μαζική διαθεσιμότητα παλιών και νέων ταινιών απ’ όλο τον κόσμο, που μπορούσες πλέον να δεις όποτε ήθελες, στο σαλόνι σου και φτηνά, θα άλλαζε το σινεφίλ χάρτη όπως ήταν μέχρι τότε. Μια νέα γενιά κινηματογραφόφιλων, πιο «καμένων» από ποτέ, με αμέτρητες ώρες θέασης στην πλάτη τους, και ασύλληπτες γνώσεις για κάθε λεπτομέρεια όλου του φάσματος της κινηματογραφικής παραγωγής, αναδύθηκε από τις πιο σκονισμένες γωνιές του… βίντεο-κλαμπ.

Καράτε, σπαγκέτι γουέστερν, εξπλοϊτέισιον, μπλαξπλοϊτέισιον, σεξπλοϊτέισιον, ιταλικό τζιάλο, γαλλικό νουάρ, γιαπωνέζοι γκάνγκστερ, κινέζοι κουνγκ-φου μάστερ, δεν υπήρχε είδος που η γενιά αυτή δε δοκίμασε να εντρυφήσει είτε από ενδιαφέρον είτε επειδή είχε ήδη δει ότι υπήρχε στο μαγαζί. Σ’ ένα τέτοιο βίντεο-κλαμπ ο Κουέντιν Ταραντίνο συνάντησε τον Ρότζερ Έιβερι και αντάλλαξαν πληροφορίες για τις αγαπημένες τους ταινίες και τους σκηνοθέτες που θαύμαζαν. Το γράψιμο έγινε η αγαπημένη τους ασχολία και κάπως έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο των νάιντιζ.

Λίγο πριν τη μεγάλη του επιτυχία όμως, ο Ταραντίνο είχε προλάβει να σκηνοθετήσει μια μεγάλου μήκους ταινία με τον τίτλο «Reservoir Dogs». Βασισμένη πάνω σε γκανγκστερικές ταινίες από το Χονγκ-Κονγκ -πιο συγκεκριμένα το «City on Fire» του Ρίνγκο Λαμ και τα δύο «A Better Tomorrow» του «σένσεϊ» Τζον Γου- καθώς και τα σπαγκέτι γουέστερν που λάτρευε. Έγινε άντερ-γκράουντ επιτυχία μέσω του φεστιβάλ «Sundance» και της προώθησης από τον πρωταγωνιστή και συμπαραγωγό Χάρβεϊ Κεϊτέλ.

Παράλληλα ο Κουέντιν, είχε προλάβει να πουλήσει και δυο σενάρια στο Χόλιγουντ, το «True Romance» του Τόνι Σκοτ και το «Natural Born Killers» του Όλιβερ Στόουν, ταινία που ο ίδιος αποκήρυξε λόγω «καλλιτεχνικών διαφορών» με τον βετεράνο σκηνοθέτη. Παρά τις πρώτες κατηγορίες που άκουσε για κλοπή ολόκληρων σκηνών από άλλες ταινίες αλλά και από τα πρωτόλεια σενάρια του Έιβερι, ο ανερχόμενος δημιουργός δεν αρνήθηκε ποτέ την αγάπη του για όλα αυτά τα παρεξηγημένα είδη του σινεμά κι ότι «κλέβει» ως φόρο τιμής σε όσα και όσους θαυμάζει. Το τίναξε από πάνω του και αποσύρθηκε στο Άμστερνταμ όπου έγραψε το καλύτερο σενάριο της καριέρας του, το «Pulp Fiction». Αμέσως μετά βέβαια, έγραψε το «From Dusk Till Dawn»…

Τρία χρόνια αργότερα και αφού είχε σκηνοθετήσει το τελευταίο μέρος της ταινίας «Four Rooms», ήρθε η απονομή τιμών στα φιλμ «μαύρου» ενδιαφέροντος της δεκαετίας του ’70 με το «Jackie Brown». Οι κριτικοί δεν αντέδρασαν με ενθουσιασμό αλλά ο Ταραντίνο είχε ήδη τη στρατιά των οπαδών του και δε χαμπάριαζε τίποτα. Ήταν ο άνθρωπος που πήρε τις ένοχες απολαύσεις των φτηνών σινεμά και των συνοικιακών βίντεο-κλαμπ και τις έφερε στα μεγάλα σαλόνια. Όπως και τους σταρ τους.

Οι καταρρακωμένες καριέρες των Παμ Γκρίρ και Ρόμπερτ Φόρστερ πήραν ξανά τα πάνω τους, όπως είχε γίνει και με τον Τζον Τραβόλτα λίγα χρόνια πριν. Ο Ταραντίνο έγινε κι επίσημα προστάτης των ξεχασμένων πρωταγωνιστών, φάτσες που αγάπησε στα νιάτα του και τις θυμήθηκε πάλι, για να τις ταιριάξει στους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες του. Από εκείνους τους ηθοποιούς εμπνεύστηκε εν μέρει, έπρεπε λοιπόν να δώσει κάτι πίσω και το έκανε. Σωστός ο παίκτης.

Το 1998 έκανε το καλλιτεχνικό του διάλειμμα. Έπαιξε ως ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, στο θρίλερ μυστηρίου «Wait Until Dark», μαζί με τη Μαρίσα Τομέι κι εμπνεύστηκε το επόμενο μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Μια ταινία για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φόρος τιμής σε όλα εκείνα τα πολεμικά δράματα του ’40 και του ’50, με τους μπαρουτοκαπνισμένους πρωταγωνιστές, τους κουρελιασμένους ήρωες.

Αποδείχτηκε πιο μεγάλο απ’ ότι προλάβαινε να χειριστεί κι έτσι προσηλώθηκε σε μια ιδέα που είχε από κοινού με την Ούμα Θέρμαν στα γυρίσματα του «Pulp Fiction». Μια ιστορία εκδίκησης, με μπόλικες πολεμικές τέχνες και πρωταγωνίστρια μια προδομένη γυναίκα με κιτρινόμαυρη στολή, όμοια μ’ εκείνη του θρυλικού Μπρους Λι -ή μήπως του σωσία του;- στο «Game of Death». Ένα πραγματικό πανηγύρι αναφορών, γεμάτο από σκηνές εντατικής βίας και φορτισμένων τετ-α-τετ μεταξύ των πολλών χαρακτήρων του.

Η τρίωρη πρώτη εκδοχή της ταινίας έσπασε σε δύο μέρη για καλύτερη εμπορική τύχη και εν μέρει, πέτυχε. Μόνο που οι δύο ταινίες ήταν εμφανώς μία, που για να τη δεις, έπρεπε να πας δυο φορές στο σινεμά. Όχι και το καλύτερο κόλπο στο βιογραφικό της Miramax. Ο Κουέντιν πάντως βγήκε λάδι και πήγε ξανά στις Κάνες, αυτή τη φορά, ως πρόεδρος.

Κι ενώ το πολεμικό του δράμα, με τον τίτλο «Inglorious Bastards» βγήκε ξανά στην επιφάνεια -απομένει να κοπεί λίγο στις άκρες το σενάριο που αντιστοιχεί σε οχτάωρη ταινία- ο σκηνοθέτης-σελέμπριτι συναντήθηκε με τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ για ακόμη μια φορά.

Αφού σκηνοθέτησε ένα μικρό απόσπασμα στην ταινία του τελευταίου, «Sin City», σχεδίασαν και υλοποίησαν μαζί, ακόμα μια κατάθεση αγάπης στο κακό σινεμά, ένα φόρο τιμής στις ακραίες -οπτικά, σεναριακά αλλά και σε χαμηλό κόστος- ταινίες, οι οποίες παίζονταν δυο-δυο σε φτηνιάρικά σινεμά, που τα έλεγαν «Grindhouse». Η ομώνυμη ταινία, προοριζόταν για κάρτα εισόδου της νέας εταιρείας των αδερφών Ουάινσταϊν στην κινηματογραφική αγορά. Το πείραμα απέτυχε. Η διπλή αυτή ταινία, όχι μόνο δεν έφερε λεφτά, αλλά το κοινό έφευγε απ’ την αίθουσα με το πέρας του πρώτου φιλμ, μην καταλαβαίνοντας καν την αναφορά…

Το εσωτερικό αστείο μεταξύ των δημιουργών και των οπαδών τους αποδείχτηκε αυτή τη φορά πολύ «πνευματώδες» για τον υπόλοιπο κόσμο. Και τ’ αφεντικά σκέφτηκαν κάτι δοκιμασμένο. Δυο ταινίες. Έτσι ο Ταραντίνο μάκρυνε το δικό του τμήμα, ονόματι «Death Proof» -η νεκρανάσταση του Κερτ Ράσελ δηλαδή- ώστε να μοιάζει με κανονική ταινία και με περίσσια αυταρέσκεια και παντελή έλλειψη αυτογνωσίας το πήγε μέχρι τις αγαπημένες του Κάνες για να διαγωνιστεί, ν’ διαφημιστεί και να σώσει την -οικονομική- παρτίδα για τ’ αδέρφια Ουάινσταϊν, αφού ο Ροντρίγκεζ με το πολύ πιο βίαιο -και διασκεδαστικό πιθανότατα- «Planet Terror» δεν κάνει για κράχτης, ούτε εκείνος απολαμβάνει της λατρείας του φίλου και συνεργάτη του από κοινό και μίντια. Δε βαριέσαι, όλα είναι πολιτική.

Ο ίδιος ο Κουέντιν Ταραντίνο δήλωσε κάποια στιγμή, ότι όταν άρχισε να νιώθει πως κατέχει τα μυστικά της σκηνοθεσίας, άρχισε και να βαριέται τρόπον τινά. Εφ’ όσον ανέβηκε στο Έβερεστ με το «Kill Bill», δεν ξέρει αν μπορεί να το ανέβει ξανά κι έτσι το πολύ ενδιαφέρον «Inglorious Bastards» είναι πλέον κάτι σαν το γεφύρι της Άρτας.

Επιπλέον, έχει γίνει κανονικός σελέμπριτι και περιφέρεται σε κοσμικούς χώρους όλο και λιγότερο ως ο σπασίκλας που κάνει την πλάκα του με το σύστημα, αλλά με την έπαρση του μεγάλου δημιουργού, τίτλο που δεν απέδειξε ποτέ μετά το «Pulp Fiction» και πια δε φαίνεται καν να διεκδικεί με όρεξη.

Η επιτήδευση είναι μεγάλη παγίδα και χωρίς να το καταλάβεις μπορεί να βρεθείς να κάνεις αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα, για να εισπράξεις το εύκολο χειροκρότημα, τη στιγμή που η δημιουργικότητά σου, σκονίζεται στο ντουλάπι. Ο Ταραντίνο είναι ακόμα νέος ως σκηνοθέτης. Το πολεμικό του δράμα, για μια παρέα καταδικασμένων ανδρών που τους δίνεται μια τελευταία ευκαιρία για υστεροφημία ή ελευθερία, ίσως είναι το κρίσιμο σημείο στην καριέρα του, μια παραβολή για τη δικιά του μάχη μεταξύ δημιουργίας και απλής «παραγγελιάς».
1963: Γεννιέται στο Knoxville, Tennessee.
1992: Το «Reservoir Dogs» κάνει αίσθηση στο Sundance Film Festival.
1994: Το «Pulp Fiction» βραβεύεται στις Κάνες με το ‘Palm D’Or’.
1995: Το «Pulp Fiction» βραβεύεται με το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
2003-2004: Επανέρχεται με την επιτυχία «Kill Bill».
2007: Σκηνοθετεί το «Death Proof».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v