Μια νύχτα μαγική σαν την Αργεντινή (Νοτ!)

Ήταν τα χαμένα παιδιά όσων έδωσαν τον αγώνα τον καλό στις σλαβοκρατούμενες τουριστικές γωνιές της Β. Ελλάδος. Κατά τύχη, ήξεραν και μπάσκετ!
Μια νύχτα μαγική σαν την Αργεντινή (Νοτ!)
Τα χρόνια τα παλιά, όταν ο Σάββας Καπαγερίδης μόστραρε τη μακρύτερη χαίτη —χαίτη, όχι μαλλούρα— στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και ο Χέκτορ Όσκαρ Καμπάνα ή “Ελ Πίτσι” ήταν ο καλύτερος εν ενεργεία αργεντίνος μπασκετμπολίστας, ήρθε κάποτε κι η στιγμή που ο ελληνικός αθλητισμός φάνηκε να ξεπερνά την επαρχιώτικη φάση του με τους κάθε λογής ομογενείς απ’ τη “χώρα των ελεύθερων, τη γη των γενναίων” και να μπαίνει σε μια άλλη, πιο... αποικιοκρατική.

Η φάση αυτή θα μπορούσε να περιγραφεί με λόγια. Περιγράφεται όμως και πιο λιτά, με μια σειρά από ονοματεπώνυμα όπως Μίροσλαβ Μυλωνάς, Μιχαήλ Παπασπύρου, Άγκρον Ξιάρχος, Μίλαν Γιαννακόπουλος, Ντούσαν Τσαλίκης, Άιβαρ Μαγουλάς, Μίλαν Σαγιάς, Τίιτ Γιαννόπουλος, Ντράγκαν Κωνσταντινίδης, Μίλαν Μαλατράς, Μάρκο Λάτσης, Ντέγιαν Βρυώνης, Ντούσαν Κουτσόπουλος, Μίλαν Ταπαντζής, Σέρτζιαν Καραγεωργίου, Ράντοσλαβ Μακρής και Πρέντραγκ Κίνης.

Ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι κοινό έχουν εκτός από περίεργα ονόματα;

Πρώτον, έπαιζαν ή παίζουν μπάσκετ. Δεύτερον, είναι εξώγαμα, παιδιά αγνώστου πατρός έως την πρώτη νιότη τους, που μεγάλωσαν στις ιδιαίτερες πατρίδες των μανάδων τους έχοντας ως πρότυπο άνδρες οι οποίοι ανέλαβαν μια ευθύνη που δεν τους αναλογούσε, από αγάπη, το δίχως άλλο, και αντρίκιο φιλότιμο. Είναι τα χαμένα παιδιά των ελλήνων που, αντί να κυνηγούν σουηδέζες στη Ρόδο, είχαν δώσει τον αγώνα τον καλό στις ξεχασμένες σλαβοκρατούμενες τουριστικές γωνιές της Βορείου Ελλάδος, όπως η Λεπτοκαριά, η Σκοτίνα και η Ασπροβάλτα. Εκεί όπου, σύμφωνα με μαρτυρία φίλου μου, ακούραστου καμακιού των νάιντιζ, το μόνο που χρειαζόσουν για να ρίξεις στο κρεβάτι μια τσέχα ήταν ένα πιτόγυρο. Θα μου πείτε, μετά την πτώση του Τείχους, σιγά το δύσκολο! Ναι, αλλά για δοκίμασε να ρίξεις γιουγκοσλάβα στα σέβεντιζ… Οι άνθρωποι εκείνοι δούλεψαν, δε μ@#$%ίστηκαν. Και, χωρίς να το ξέρουν, δούλεψαν για μια εικοσαετία μετά, τότε που στο ελληνικό μπάσκετ περίσσευε το μαρούλι, αλλά όχι και το ταλέντο. Ήταν, ας πούμε, το πρώτο (sic) αναπτυξιακό μοντέλο, πολύ πριν απ’ αυτό που εξήγαγε ο Γιαγκος Δράκος του ελληνικού μπάσκετ στους μπασκετικά υπανάπτυκτους ευρωπαίους.

Γιατί, κακά τα ψέματα, μια καλή εθνική ομάδα την κουτσομαζεύαμε, αλλά από ‘κει και πέρα… πολύ κοκό κι από αυγά, τίποτα. Είμασταν υποχρεωμένοι να δανειστούμε ΚΑΙ ταλέντο. Που αλλού, λοιπόν, να βρίσκαμε περίσσιο πέρα από τους ομόδοξους γείτονες και μάλιστα τους καλύτερους στο είδος. Εντάξει, η συνταγή δεν έβγαινε πάντα μέγκλα, αλλά συνολικά, αν εξετάσει κανείς την αναλογία καϊνάρια/παλτά, μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη. Γι’ αυτό κοπιάρεται ακόμη και σήμερα σε διάφορους τομείς που χρειάζονται ενέσεις ταλέντου και εμπειρίας. Το μόνο που αλλάζει είναι τα ονοματεπώνυμα: Ντούσαν Κουρουμπλής, Μίλαν Τζάκρης, Σάσα Σγουρίδης, Ντέγιαν Μητρόπουλος κλπ… Ας είναι καλά η αστείρευτη “μεγάλη των Πλάβι εργολάβοι σχολή”.

Ας αφήσουμε όμως τις ελληνικές πατέντες για άλλη στιγμή κι ας εξετάσουμε λίγο την περίπτωση μιας πολύ μακρινής χώρας που τόσο μας έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια.

Ήταν το μακρινό 1996, δύο χρόνια πριν τη μεγάλη κρίση της Αργεντινής, και ο Χέκτορ Καμπάνα είχε πια αποσυρθεί απ’ την εθνική ομάδα μπάσκετ της χώρας του. Έως τότε, η εθνική Αργεντινής αποτελούνταν αποκλειστικά από παίκτες που έπαιζαν στο εγχώριο πρωτάθλημα κι αυτό δεν άλλαξε ούτε στην Ατλάντα, όπου οι Γκαούτσος τερμάτισαν στην 9η θέση (μοναδική εξαίρεση, ο Μαρσέλο Νικόλα). Έξι χρόνια και μια περίοδο βαρβάτης ύφεσης αργότερα, όταν η χώρα έμπαινε σε φάση μερικής ανάκαμψης, στη ομάδα που συμμετείχε στο Μουντομπάσκετ οι “εγχώριοι” ήταν πλέον μόνο δύο. Με τη φρέσκια, “ξενιτεμένη” της φουρνιά να βγάζει μάτια η Αργεντινή έφτασε αήττητη μέχρι τον τελικό, όπου έχασε απ’ τη Γιουγκοσλαβία των Κίνη, Μαλατρά και Λάτση (χάρη και στο διαβόητο μη-σφύριγμα του Νίκου Πιτσίλκα). Το 2004, στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, μοναδικός “ντόπιος” της ομάδας ήταν ο φιλότιμος Λέο Γκουτιέρες. Η Αργεντινή κατέκτησε το χρυσό κι έφτασε έτσι στο απώγειο της μπασκετικής ακμής της. Μ’ αυτό το μομέντουμ συνέχισε να φιγουράρει στην πρώτη πεντάδα του κόσμου ώσπου, μια δεκαετία αργότερα, με μόλις τέσσερις παίκτες να παίζουν σε Ευρώπη και ΗΠΑ (οι τρεις απ’ αυτούς στη δύση της καριέρας τους), τερμάτισε 11η. Δηλαδή, πίσω κι απ’ την 9η Ελλάδα η οποία είχε πιάσει τη δική της κορυφή με τη 2η θέση στο Μoυντομπάσκετ του 2006. Τότε δηλαδή, που ακόμη δεν είχε ξεφουσκώσει η φούσκα που φούσκωσε με τους “τρισκατάρατους” Ολυμπιακούς…

Δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελα να πω μ’ αυτήν την παρένθεση συγκριτικής μπασκετολογίας, αλλά με μια χονδροειδή ματιά, φαίνεται ότι το αργεντίνικο μπάσκετ έπιασε κορυφή τα χρόνια που η χώρα προσπαθούσε να βγει απ’ τα τάρταρα της χρεωκοπίας, ενώ το ελληνικό μπάσκετ —όπως και το ποδόσφαιρο— χτύπησε ταβάνι τα χρόνια που η χώρα ζούσε στον κολοφώνα του νεοπλουτίστικου παραμυθιού της. Το talent-drain πάλι, φαίνεται ότι ευεργέτησε τους αργεντίνους, ενώ οι δικοί μας γυρίζουν απόξω όπως ακριβώς έφυγαν και χειρότεροι. Κοντολογίς, η κρίση δε μας πάει καθόλου στα σπορ κι αν δε βγούμε σύντομα απ’ το λούκι… περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να σκίζεις μνημόνια.

Παρεπιπτόντως, τα εξώγαμα του ελληνικού μπάσκετ είχαν κι ένα ακόμη κοινό: αν και έλληνες πολίτες με τη βούλα όλοι τους, δεν έπαιξαν ποτέ στην εθνική ομάδα επειδή, λέει, δεν ήταν (sic) προϊόντα της εγχώριας καλαθοσφαίρησης. Και, δηλαδή, τίνος προϊόν ήταν η ελληνοποίησή τους; Επωφελήθηκε κάποιος άλλος πέρα απ’ την ελληνική καλαθοσφαίρηση και πώς έπαιζαν παντού ως έλληνες χωρίς τη βούληση —και την υπογραφή— της καλαθοσφαιρικής αρχής; Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Η φάση εδώ πέρα ήταν, είναι και θα είναι “άλλο ‘γω και άλλο ‘συ” και ως τη Δευτέρα Παρουσία, όλοι θα ερμηνεύουν τα πράγματα κατά πώς τους βολεύει και θα υπερασπίζονται μέχρι γελοιοποίησης το δικαίωμα του άλλου να κάνει το ίδιο σα Βολταίροι με τσαρούχια.

Μία απ’ τις λιγότερο γραφικές αναμνήσεις μου απ’ το σαλονικιώτικο αθλητικό ραδιόφωνο, είναι από ‘κείνη τη φορά που οδηγούσα στους δρόμους της (sic) συμπρωτεύουσας ακούγοντας την αναμετάδοση του αγώνα μπάσκετ “ΠΑΟΚ - Απόλλων Πατρών”. Ως τυπικός έλληνας δημοσιογράφος, αγνοώντας την ίδια του τη γελοιότητα, ο ντόπιος σπίκερ επέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού να αναφέρεται στον Ντούσαν Βούκσεβιτς ως “Βούκσεβιτς” και στον Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ως “Κίνη”. Όταν δε ο Πέτζα σούταρε κι ευστοχούσε, ο τυπάς δε δίσταζε να φωνάζει απ’ τα βάθη της ψυχής του “ΜΠΡΑΒΟ ΠΕΤΡΟΟΟΟΟ!” Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή που η τσίπα άφησε την τελευταία της πνοή, αλλά για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, αφήνω μια μικρή πιθανότητα στο μικρόφωνο να ήταν ο ίδιος ο κύριος Κίνης, ο βιολογικός του πατέρας δηλαδή.

Ξέρω, ξέρω… οι Κίνης και σία δεν ήταν πραγματικά εξώγαμα, αλλά μούφα, προϊόντα κι αυτοί της ελληνικής διαφθοράς που τότε, στα παλιά τα χρόνια, έβγαινε σε μια τεράστια ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων. Ήταν πάντως η δική μας συμβολή στο talent-drain που υπέστη η Γιουγκοσλαβία, λόγω και των όσων τραγικών συνέβησαν εκεί. Δε βαριέσαι όμως, όσοι ήρθαν προς τα δω και δεν είχαν υποψιαστεί το που έρχονται από τον τρόπο με τον οποίο ήρθαν, ευτύχησαν τουλάχιστο να δουν τον Σταύρο Κοντονή να δικάζει τον Μπιλ Κλίντον στο πλευρό του Κώστα Καζάκου σ’ εκείνο το, καλτ πλέον, δικαστήριο της Πλατείας Συντάγματος. Εντωμεταξύ, τρεις τουλάχιστον απ’ αυτούς έκαναν καριέρα στα μέρη του Κλίντον και αρκετοί άλλοι βρήκαν δουλειά σε ομάδες της Ευρώπης με τη βοήθεια του ελληνικού τους διαβατηρίου. Μπορεί όταν ήρθαν να μην ήξεραν γρι ελληνικά, αλλά μπήκαν γρήγορα στο νόημα: όταν τα παιδιά της δε φτάνουν, η Ελλάδα τρώει και τα εξώγαμά της.

Η Αργεντινή πάλι, σε πείσμα όσων έψαχναν ομοιότητες τα τελευταία χρόνια, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Για να κλείσω, λοιπόν, όπως ξεκίνησα... ο “Ελ Πίτσι” oλοκλήρωσε την μακρόχρονη καριέρα του στα 39 του χρόνια, λίγο πριν η εθνική Αργεντινής αγγίξει την κορυφή του κόσμου στην Ολυμπιάδα της Αθήνας. Τελευταίος του σταθμός ήταν η Ατένας ντε Κόρντομπα, γνωστή και ως “Ελ Γριέγο” (=Ο Έλληνας) για ευνόητους λόγους. Τρία χρόνια αργότερα, καταπιάστηκε με την πολιτική κι έβγαλε μια θητεία ως αντικυβερνήτης στην επαρχία της Κόρντομπα, τον τόπο όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έμαθε το μπάσκετ. Παράλληλα, ίδρυσε ένα ινστιτούτο το οποίο συγκεντρώνει χρήματα κι επιδοτεί τον εξοπλισμό των νοσοκομείων της Κόρντομπα και τη μετεκπαίδευση στο εξωτερικό γιατρών, συντοπιτών του. Σήμερα, περιμένει να εκτίσει τη δεύτερη θητεία του ως αντικυβερνήτης ενώ παραμένει πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο αργεντίνικο πρωτάθλημα με κάτι παραπάνω από 17.000 πόντους (ο Νίκος Γκάλης έχει 6.549).

Καλός, δε λέω... Αλλά δεν είναι και Βασίλης Κικίλιας.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v