Η χειρότερη βιογραφία της σεζόν

Ο αγώνας για τη χειρότερη βιογραφική ταινία που είδαμε φέτος είχε μέχρι στιγμής τρεις δυνατούς αντιπάλους: το “A Dangerous Method” του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, γύρω απ' τη θυελλώδη σχέση του Σίγκμουντ Φρόιντ με τον Καρλ Γιουνγκ και τις απαρχές της ψυχανάλυσης, το “The Iron Lady” της Φιλίντα Λόιντ, γύρω απ' τα έργα και τις ημέρες της μακροβιότερης βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ και το “J. Edgar” του Κλιντ Ίστγουντ, γύρω απ' την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του διαβόητου διευθυντή του FBI Τζέι Έντγκαρ Χούβερ.
Ο αγώνας για τη χειρότερη βιογραφική ταινία που είδαμε φέτος είχε μέχρι στιγμής τρεις δυνατούς αντιπάλους: το “A Dangerous Method” του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, γύρω απ' τη θυελλώδη σχέση του Σίγκμουντ Φρόιντ με τον Καρλ Γιουνγκ και τις απαρχές της ψυχανάλυσης, το The Iron Lady της Φιλίντα Λόιντ, γύρω απ' τα έργα και τις ημέρες της μακροβιότερης βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ και τοJ. Edgarτου Κλιντ Ίστγουντ, γύρω απ' την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του διαβόητου διευθυντή του FBI Τζέι Έντγκαρ Χούβερ. Παρ' ότι οι προσεγγίσεις τους στο αντικείμενό τους είναι διαφορετικές, και οι τρεις δημιουργοί (παρέα με τους σεναριογράφους και τους πρωταγωνιστές τους) έφτασαν σε παρομοίως επιφανειακά αποτελέσματα, αποτυγχάνοντας να μας δώσουν μία έστω αξιομνημόνευτη στιγμή διορατικότητας, τη στιγμιαία αίσθηση δηλαδή ότι εντρυφήσαμε λιγάκι σε πρόσωπα και καταστάσεις για τα οποία ξέρουμε τόσα πολλά κι όμως νιώθουμε διαρκώς σα να μη ξέρουμε τίποτα.

Κι αν η Μέριλ Στριπ αποδεικνύεται άριστη Μάργκαρετ Θάτσερ (όσο και η Τίνα Φέι έχει αποδειχτεί μια άριστη Σάρα Πέιλιν στο πρόσφατο παρελθόν, απλώς όχι σε τόσο μεγαλόσχημο πλαίσιο ώστε να διεκδικήσει ένα Όσκαρ) και ο Βίγκο Μόρτενσεν με τον Μάικλ Φασμπέντερ αρνούνται, με επιτυχία, να παγιδευτούν σε ακριβείς αποδόσεις των δύο ιστορικών ψυχιάτρων, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο μοιάζει τελείος ξένος με τον χαρακτήρα τον οποίο καλείται να ενσαρκώσει και δίνει έξτρα ώθηση στην ταινία του Ίστγουντ στον αγώνα για τον αρνητικό τίτλο.

Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά από μια κινηματογραφική βιογραφία. Τα περιορισμένα χρονικά όρια και οι ιδιαιτερότητες του μέσου οδηγούν εύκολα σε συμψηφισμούς, αντιφάσεις, νηπιακή διαλεκτική και υπερφορτωμένα κολλάζ στιγμιοτύπων, ενώ και το κοινό είναι σχετικά απρόβλεπτο αφού η στάση του καθενός καθορίζεται υπέρμετρα απ' τις δικές του προκαταλήψεις για τον εκάστοτε βιογραφούμενο, παρά από τις καθαρά σινεφίλ προσδοκίες του. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ όσων φιλοδοξούν να το κάνουν με επιτυχία, αν δεν ήθελαν τόσο απεγνωσμένα να κλείσουν το κεφάλαιο “βιογραφία-του-τάδε” και να τα πουν όλα, συνωστισμένα αλλά και ξεκάθαρα, συντετμημένα αλλά και περιεκτικά, μέσα σε δύο μόλις ώρες. Συνήθως, ειδικά όταν πρόκειται για προσωπικότητες αμφιλεγόμενες ή εκκεντρικές με έργο τόσο εκτενές και πολυσυζητημένο όσο οι προαναφερθέντες, αποτυγχάνουν οικτρά.

Ο πιο ενδεδειγμένος ίσως δρόμος, ανάλογα βέβαια με τον άνθρωπο που βιογραφείται, είναι η απομόνωση και σχολαστική διερεύνηση ενός συγκεκριμένου περιστατικού, σημαντικού για κείνον και το έργο του ή η πιο δημιουργική προσέγγιση, όπως λ.χ. Το “Il Divo” του Πάολο Σορεντίνο ή το “I'm Not There” του Τοντ Χέινς. Η παραδοχή δηλαδή ότι μια προσωπικότητα που εκτίθεται τόσο πολύ και συζητιέται από όλους με θετικό και αρνητικό τρόπο τείνει να μένει ως μια συρραφή εντυπώσεων που αν τις κολλήσεις μαζί σπανίως ταιριάζουν ώστε να ολοκληρωθεί το παζλ. Αντιμετωπίζει λοιπόν ο σινε-βιογράφος τον αληθινό χαρακτήρα ως φανταστικό, εικονογραφεί τη δική του εκδοχή γι' αυτόν και, στην ουσία, ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα μέσα στην απέραντη θάλασσα των εκδοχών που κυκλοφορούν εκεί έξω.

Προς τα 'κει κινείται το “The Iron Lady” αλλά όχι αρκετά ξεκάθαρα και με προσβλητικά αγιογραφικό ύφος, ενώ το “The Dangerous Method” προσπαθεί να εστιάσει σε μια μόνο χρονική περίοδο, αλλά καταλήγει να ψυχαναλύει τους ψυχαναλυτές με όρους κομμωτηρίου. Ο Ίστγουντ απλώς εικονογραφεί το σενάριο που έχει στα χέρια του και το αποτέλεσμα είναι μια ακόμη πιο συγκεχυμένη εικόνα του Χούβερ απ' αυτή που είχαμε πριν.

Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να πω εγώ είναι ότι ο κόπος των φαβορί πήγε τελείως χαμένος. Το αουτσάιντερ που λέγεται Μπρους Μπέρεσφορντ ήρθε απ' την Αυστραλία μέσω Κίνας για να δώσει ότι χειρότερο σε σινε-βιογραφία είδαμε και θα δούμε φέτος, το κακογραμμένο, κακοφτιαγμένο, κακοπαιγμένο και ακουσίως κωμικό “Mao's Last Dancer”. Οι δημιουργοί καταφέρνουν να πάρουν ένα υπαρκτό πρόσωπο και να το μετατρέψουν σε έναν επίπεδο, χάρτινο, άχρωμο και εντελώς ψεύτικο χαρακτήρα με τον ίδιο τρόπο που αυτοί εδώ οι τύποι καταλήγουν στην καινούργια μασκότ του πολυσυλλεκτικού σχολείου τους...



Κι αυτό είναι που λέν ότι σε κάθε ερώτηση... η απάντηση είναι ο άνθρωπος.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v