The 400 Blows

Είδα τα “400 Χτυπήματα” του Φρανσουά Τριφό για πρώτη φορά φέτος στο χειρότερο, πιθανότατα, θερινό σινεμά της πόλης, παιγμένη από dvd (εξοργιστικό, το λιγότερο), με μαρσαρίσματα από μηχανάκια και κλασικές μέταλ μπαλάντες να νοθεύουν τον ήδη κακό ήχο της ταινίας...
Είδα τα “400 Χτυπήματα” του Φρανσουά Τριφό για πρώτη φορά φέτος στο χειρότερο, πιθανότατα, θερινό σινεμά της πόλης, παιγμένη από dvd (εξοργιστικό, το λιγότερο), με μαρσαρίσματα από μηχανάκια και κλασικές μέταλ μπαλάντες να νοθεύουν τον ήδη κακό ήχο της ταινίας. Μέσα στις αντίξοες συνθήκες, προσπάθησα να δω το φιλμ που είναι συνυφασμένο με το ξέσπασμα της Νουβέλ Βαγκ καλοπροαίρετα και να βρω εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν να βλέπεται και σήμερα με την ίδια ευχάριστη έκπληξη και παρόμοιο, έστω, ενθουσιασμό. Τζίφος.

Πέρα απ' την ιστορική της αξία και το όποιο αυτοβιογραφικό της πρόσχημα, η ιστορία του μικρού Αντουάν, όπως μας μεταφέρεται απ' τον οραματιστή δημιουργό της, μου φάνηκε αρκετά παρωχημένη, ελάχιστα τολμηρή και εξαιρετικά επιφανειακή στην απεικόνιση όσων καταδυναστεύουν τον αδικημένο ήρωά της.

Αναγκαστικά φθηνή στην παραγωγή της, δείχνει ρεαλιστική χωρίς να είναι, μιας και η ζωή του κεντρικού χαρακτήρα πηγαίνει κατά διαόλου μέσα σε ένα αναληθοφανώς μικρό χρονικό διάστημα. Ο Αντουάν μπλέκει συνέχεια χωρίς να το θέλει και, σαν σε κινούμενη άμμο, βυθίζεται πιο πολύ όσο περισσότερο αντιστέκεται. Η περιβόητη αθωότητά του όμως, μοιάζει περισσότερο με καθαρή αφέλεια, αφού αποτυγχάνει σε όσα ο φίλος του Ρενέ εφαρμόζει με απόλυτη επιτυχία. Αυτό είναι που κάνει την ταινία να ρέπει προς τη σλάπστικ κωμωδία παρά προς το εφηβικό δράμα, μαζί και με τις καρικατούρες των “μεγάλων” που σκιαγραφεί ο Τριφό, τελείως λουιντεφινικές, κομμένες και ραμμένες στην “αθωότητα” του ήρωά του και στο γενικότερο μύνημα περί ελευθερίας που διατρέχει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, το φιλμ.

Έχοντας κατά νου την αιρετική φύση του κινηματογραφικού κινήματος που πυροδότησε ο Τριφό, όντας ταγμένος στην ανατροπή της αισθητικής και της “ορθοδοξίας” του “παλιού καλού γαλλικού σινεμά” που χολιγουντόφερνε πλέον υπερβολικά (όπως και σήμερα νομίζω), θα μπορούσαμε ίσως να εκλάβουμε τον Αντουάν και ως σύμβολο για τον Τριφό “δημιουργό” αντί για τον Τριφό “παιδί”. Κατ' εμέ, αφού ο Τριφό έρχεται από το πεδίο της κριτικής στο πεδίο της δημιουργίας με σκοπό να φέρει σαματά και ανατροπή (η απόδοση του γαλλικού ιδιωματισμού “400 Χτυπήματα”), είναι πολύ πιο φυσικό να βλέπει τον εαυτό του ως έφηβο που ψάχνει τον τρόπο να απελευθερωθεί από όσα αποτελούν κατεστημένο, να βρει μια δικιά του φωνή και να κάνει τα λάθη του ως καλλιτέχνης χωρίς να κινδυνεύει με τιμωρία και αναμόρφωση.

Μια τέτοια ανάγνωση με φτιάχνει πιο πολύ, αλλά σκοτώνει οποιαδήποτε διαχρονικότητα διεκδικεί το φιλμ. Είναι, απλώς, μια στομφώδης ανακοίνωση του ερχομού της ανατρεπτικής Νουβέλ Βαγκ; Τότε, η αποστολή του τελειώνει απ' τη στιγμή που βαφτίζεται μανιφέστο, βραβεύεται για όλα αυτά που προαναγγέλλει και δένεται άρρηκτα με τη συγκεκριμένη στιγμή και τη διάσημη αυτή μεταβατική περίοδο.

Παρ' όλ' αυτά, άσχετα με τη συγκυρία που εξυπηρέτησε κι απ' την οποία γεννήθηκε, η ταινία εκθειάστηκε περισσότερο για την απεικόνιση της αθωότητας που χάνεται εξαιτίας της σκληρότητας με την οποία αντιμετωπίζονται τα εντελώς φυσιολογικά λάθη του παιδιού-ήρωα και για την υποτιθέμενη ευθύτητα με την οποία ο μικρός κινηματογραφείται και μας σερβίρεται απ' τον εμπνευστή του. Κάπως άστοχο νομίζω, αφού η αθωότητα είναι νομοτελειακά χαμένη απ' τη στιγμή που γεννιόμαστε και κάθε μέρα που περνά, κάθε εμπειρία ή γνώση που αποκτούμε σημαίνει ότι γινόμαστε και λιγότερο αθώοι. Τα κλισέ όμως είναι για να παπαγαλίζονται, οπότε...

Ας είναι. Εγώ νομίζω ότι η ρομαντικοποίηση μιας καταδικασμένης στη φθορά ανθρώπινης κατάστασης και η αντίληψή της ως αρετή που πρέπει πάση θυσία να κρατηθεί αλώβητη στη γυάλα, είναι αντίστοιχα αφελής με τις κωμικές προσπάθειες του Αντουάν να μιμηθεί τον αετονύχη φίλο του, ο οποίος μετά χαράς απεμπόλησε την αθωότητα με την οποία ήρθε στον κόσμο για χάρη της γνώσης και της ικανότητας να επιβιώνει στο σκληρό περιβάλλον που βρήκε γύρω του. Μπορεί να είναι ο δευτερεύων χαρακτήρας (ούτε καν), αλλά είναι ζωτικής σημασίας για να καθρεφτίσει την ανεπάρκεια του “ήρωα” να φερθεί ως τέτοιος και να πείσει ότι αξίζει την όποια ελευθερία υποτίθεται ότι του στερούν οι κακοί ενήλικες που τον κατατρέχουν.

Ο Αντουάν είναι παιδί και ο αγώνας του είναι πρωτίστως για να παραμείνει τέτοιο χωρίς παρεμβολές κι όχι για οποιαδήποτε συνειδητή ελευθερία. Και πάλι όμως, ψάχνει την καθοδήγηση και την προστασία σε έναν συνομήλικό του, αλλά σαφώς πιο ψημμένο και διατεθειμένο να μεγαλώσει. Εκείνος δε, καθόλου δε μοιάζει με τους πραγματικούς “ενήλικες”, αφού δεν κρίνει τον Αντουάν, τον αφήνει να πειραματιστεί και να παίξει με όσα του μαθαίνει, λειτουργώντας ως αυθεντική πατρική φιγούρα, ρόλο στον οποίο έχουν αποτύχει γονείς και δάσκαλοι.

Αυτή είναι μια εκδοχή που μου αρέσει πιο πολύ. Ο φίλος είναι ο αφρός των παλιών δημιουργών απ' των οποίων την επιρροή ο Τριφό θέλησε ν' απαλλαγεί αυτός και η γενιά του, εκείνοι τους οποίους παραδέχεται ως μοναδικούς φωτεινούς φάρους για όσα θέλει να πετύχει, ν' απελευθερώσει δηλαδή τη γαλλική κινηματογραφική δημιουργία απ' τα αισθητικά και αφηγηματικά δεσμά της. Μια μέρα, ο Αντουάν/Τριφό χειραφετείται επιτέλους, φεύγει απ' τη φυλακή και πηγαίνει κατευθείαν στη θάλασσα, εκεί που ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και δεν πνίγεται ανάμεσα σε εικόνες παρωχημένες και παρηκμασμένες. Κι ύστερα μας κοιτάζει στα μάτια...

Χμ! Μπορεί νά 'ναι κι έτσι. Πάντως, η καλύτερη απάντηση στη δημοφιλή εκδοχή είχε έρθει 9 χρόνια πριν: είναι το “Los Olvidados” του Λουίς Μπουνιουέλ, μια ταινία που βλέπεται και σήμερα με το ίδιο σφιγμένο στομάχι, διαλύει το μύθο της κατατρεγμένης αθωότητας και των βλοσυρών διωκτών της και διαθέτει και την αντίστοιχη σκηνή όπου το παιδί σπάει τον τέταρτο τοίχο και πετάει ένα αυγό καταπάνω μας. Με ερασιτέχνες ηθοποιούς και χαμηλό μπάτζετ, αλλά ένα σενάριο και μια κριτική/ειρωνική ματιά που κάνουν ταινίες σαν τα “400 Χτυπήματα” να μοιάζουν με πτυχιακές εργασίες.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v