The Catered Affair: Πόσο παν' οι μπομπονιέρες;

Κάποτε ένας φίλος κλήθηκε σε κάποιο γάμο, ο οποίος, απ' ότι έμαθε, αναμενόταν να κοστίσει μερικές χιλιάδες ευρώ. Εύλογα, γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση του ζεύγους, ρώτησε να μάθει πώς θα ανταπεξέλθουν σε ένα τέτοιο κόστος. Η απάντηση; Πανεύκολη, βλάκα! Πήραν δάνειο.
Κάποτε ένας φίλος κλήθηκε σε κάποιο γάμο, ο οποίος, απ' ότι έμαθε, αναμενόταν να κοστίσει μερικές χιλιάδες ευρώ. Εύλογα, γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση του ζεύγους, ρώτησε να μάθει πώς θα ανταπεξέλθουν σε ένα τέτοιο κόστος. Η απάντηση; Πανεύκολη, βλάκα! Πήραν δάνειο. Αφού κατάπιε τον πρώτο παραλογισμό, προχώρησε στην ερώτηση για το εκατομμύριο και ζήτησε να μάθει πού σκοπεύουν να περάσουν το ταξίδι του μέλιτος που επακολουθεί, παραδοσιακά, του μυστηρίου. Πουθενά, ήταν η απάντηση που πήρε και μετά βίας κατάφερε να συγκρατήσει τα νευρικά του γέλια μπροστά στην κωμικοτραγική αυτοθυσία των νεόνυμφων για χάρη των καλεσμένων και της ιδέας της γιορτής.

Σε μια ταινία με τον Κωσταντάρα αυτή η σκηνή θα κατέληγε σε ηχηρή μούτζα.

Στο “The Catered Affair” του Ρίτσαρντ Μπρουκς, μια ταινία γραμμένη απ' τον Γκορ Βιντάλ πάνω στο ομώνυμο θεατρικό έργο, δεν υπάρχουν μούτζες, ούτε νευρικά γέλια κι η πικρία των “μεγάλων” υπερισχύει οποιασδήποτε ανάλαφρης ματιάς στη ζωή θέλουν να επιβάλλουν οι νεότεροι.

Δεκαετία του '50, στη Νέα Υόρκη, μια κόρη τυπικής εργατικής ιρλανδικής οικογένειας αποφασίζει να παντρευτεί με τον επίσης ιρλανδό, αλλά μεγαλοαστό, καλό της. Ο γάμος που θέλουν να κάνουν είναι μια κλειστή τελετή με τους στενούς συγγνείς παρόντες μόνο, χωρίς γλέντια κι άλλες φανφάρες. Το περίεργο; Η οικογένεια του νεαρού μπορεί να κάνει ζημιάρικο γλέντι, αλλά σέβεται την επιθυμία του ζεύγους, όμως η μαμά της μικρής, παρ' ότι φτωχολογιά, αρνείται να χάσει τη μοναδική αυτή ευκαιρία να τραβήξει τα βλέμματα του περίγυρού της στην οικογένειά της. Ή καλύτερα να δώσει στην κόρη και στον ίδιο τον εαυτό της κάτι μεγαλόπρεπο να θυμάται, αφού θεωρεί ότι η ζωή της ως νοικοκυρά σύζυγος ταξιτζή, πήγε στράφι και στερείται οποιασδήποτε λάμψης.

Η ταινία γυρίστηκε το 1956 και περιμένει κανείς να μοιάζει παρωχημένη και ξεπερασμένη, όσον αφορά τουλάχιστον στην κριτική της και στη ματιά που ρίχνει στο κεντρικό θέμα της. Κι όμως, μερικές δεκαετίες μετά, σε μια άλλη γωνιά της γης όσα βλέπουμε στην οθόνη δεν αποτελούν καμία μακρινή ανάμνηση. Οι άνθρωποι ακόμη προσπαθούν ν' ανέβουν κατηγορία, κοινωνικά, αγοράζοντας την προσοχή και το τζέρτζελο με πανάκριβα γλέντια και πομπώδεις μπομπονιέρες, δε διστάζουν ακόμη και να χρεωθούν εν μέσω κρίσης για να έχουν κάτι να θυμούνται, βρε αδερφέ, ίσως και για να υπογραμμίσουν τη χαρά τους τόσο δυνατά που να το πιστέψουν κι οι ίδιοι.

Στη λόου-μπάτζετ τηλεταινία του Μπρουκς, η αγνώριστη Μπέτι Ντέιβις, ως μικροαστή μαμά του '50, αποφασίζει να κάνει το δικό της και να τινάξει στον αέρα τις οικονομίες του μπαμπά (Έρνεστ Μπόργκναϊν), χρήματα που αυτός μάζευε, χρόνια ολόκληρα, για να αγοράσει μισό ταξί και να δουν όλοι τους μια άσπρη μέρα. Η θλίψη, τα απωθημένα, το χάσμα των γενεών, το βάρος της εθνικής ταυτότητας και των παραδόσεων, ο ταξικός ανταγωνισμός και τα κοινωνικά συμπλέγματα στήνουν χορό στο οικογενειακό περιβάλλον και δηλητηριάζουν τις σχέσεις των παλιών και νέων μελών του.

Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία μελοδραματική, αλλά και εξαιρετικά άβολη, αφού τίποτα απ' όσα βλέπουμε δε μοιάζει υπερβολικό ή ξεπερασμένο. Είναι μια διαχρονική μάχη μεταξύ διαφορετικών λάιφ-στάιλ που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και την έχουμε δει ίσως να έρχεται κατά πάνω μας, όσο προοδευτικοί και ανεξάρτητοι κι αν μοστράρουμε όταν είμαστε έξω απ' το χορό. Το θέμα είναι κατά πόσο έχει κανείς το κουράγιο να δώσει αυτή τη μάχη και, φυσικά, να την κερδίσει.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v