Εσύ είσαι άντρας, εσύ ξέρεις

Ο άντρας κι η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί , απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη, τραγουδάει ο Σαββόπουλος και συνεχίζει λέγοντας πως γυναίκα του τον ποδηγετεί υποχωρώντας. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω σε ανύποπτο χρόνο και από τότε, όταν αντιμετωπίζω μια αυταρχική γυναίκα υποτονθορίζω: Εσύ είσαι άντρας, εσύ ξέρεις. Παραξενεύονται, αλλά...
Εσύ είσαι άντρας, εσύ ξέρεις

Γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Είχα πάντα την άποψη, ότι οι Μανιάτες ήταν αφέντες–πατέρες, τουλάχιστον στην οικογένειά τους. Υπεύθυνη γι’ αυτό, η μητέρα μου που είχε την- κακή- τύχη, παιδίσκη ούσα, να υποστεί ως κηδεμόνα τον εκ Μάνης ορμώμενο άνδρα της μεγαλύτερης αδελφής της, όταν ορφάνεψε από τον Μικρασιάτη πατέρα της, νομέα της περιουσίας που περιήλθε στην οικογένεια, εξ αιτίας της ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών.

Ουδέν ψευδέστερον αυτού, όπως ανακάλυψα όταν, τριακονταετούτης ήδη, παρακολούθησα εκ του σύνεγγυς τον βίο και την πολιτεία μιας ακραιφνώς μανιάτικης οικογένειας, με την οποία συνόρευε, η επιχείρηση που κλήθηκα να διαφεντέψω, μετά την επιτυχώς τελευτήσασα στρατιωτική θητεία του εφέδρου ανθυπολοχαγού, στις τάξεις του –χουντικού, τότε- στρατεύματος και την προηγηθείσα απόφοίτησή μου από το Οικονομικό τμήμα του Παντείου Πανεπιστημίου- βοϊδοσχολή το λέγαμε εμείς- από τον σύζυγο της αδελφής μου, που την είχε ιδρύσει και υπηρετήσει, πριν περί άλλα ασχοληθεί.

Οι Μανιάτες γείτονες, είχαν ορισμένες, ευτράπελες για μένα οικογενειακές διαφορές, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ακούγοντας πάνω από την μεταξύ των ιδιοκτησιών μας δίμετρη μάντρα, τους καλοκαιρινούς ιδίως μήνες. Ιδιάζουσα θέση σ’ αυτές είχε η διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας.

Αυτή συνίστατο από διάφορα αδέσποτα αγροτεμάχια κατά μήκος παραποτάμων του Κηφισού, στα Καμίνια, τα οποία η οικογένεια, ελέω αντι-συμμοριτισμού, είχε σφετερισθεί και μαντρώσει και 30 χρόνια μετά, εκμίσθωνε ως ιδιοκτήτρια, βάσει μιας κομπίνας όπου δύο συνεταίροι, αλληλομηνύονταν, τάχαμ, πως ο ένας έφαγε το οικόπεδο του άλλου, ενώ μάρτυρες κατέθεταν εναλλάξ, ότι το ”επίμαχο”, δήθεν τεμάχιο ήταν παλαιόθεν ιδιοκτησία πότε του ενός και πότε του άλλου, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας και το δικαστήριο υποχρεωνόταν να αποδώσει δίκαιο ή στον έναν ή στον άλλον.

Η κυρά- Βούλα, σαφώς αρχηγός της τριμελούς οικογένειας που το τρίτο μέλος της ήταν θυγάτηρ, ονόματι ”Μπούλα”, η οποία σπούδαζε επί 10ετίαν την οδοντιατρικήν στην γείτονα Ιταλία, δεδομένης της αφιλόξενης απομονωτικής τάσης των μετέπειτα πάμφθηνων ανατολικών χωρών, υποχρεωνόταν να απολογείται στον κυρ-Γιάννη – και αυτή ήταν η δεύτερη απόλαυση εμού του ωτακουστού- για το ηθικό ποιόν της ”Μπούλας”, την οποίαν οι κακές, μανιάτικες γλώσσες, έφεραν ως πηδούκλω και γι’ αυτό ατελέσφορη στην επίτευξη του στόχου της κατάκτησης του ποθητού πτυχίου.

Μόνιμη επωδός της, ως κατακλείδα των αποστομωτικών επιχειρημάτων υπέρ Μπούλας, ήταν ότι αυτοί ”οι πούστηδοι που τα λένε αυτά, πρέπει να πλένουν τον στόμα τους με αγιασμό πριν πιάσουν στο βρομόστομα τους τ’ όνομά της”.

Με την κακεντρεχή αυτογνωσία των κρετίνων η κυρά –Βούλα ενετόπιζε τον διασπορέα μεταξύ των ενοίκων τους και αντεπιτιθέμενη ξεκινούσε τον κατά του ”συκοφάντη” αγώνα... περιφερειακώς. Άρχιζε από τα αυτονόητα, ήγουν το όντως χαμηλό ενοίκιο που πλήρωνε ο τσαγκάρης για να λουφάζει σ΄ένα παράγκοειδές και τσιγκοστεγασμένο κατάλυμα, μετρώντας τον καιρό μέχρι να πάρει σύνταξη. Όλη η γειτονιά, εργατικοί άνθρωποι, του πήγαιναν για μπάλωμα τα παιδικά παπούτσια για ένα τάλιρο και ο κυρ Γιάννης, γενναιόδωρα τον χρέωνε μόνο ένα πενηντάρι για ενοίκιο.

-Αυτός ο κερατάς ο τσαγκάρης, σε κοροϊδεύει. Μόνο για το νοίκι ”δε βγαίνω” και ”δεν έχω”. Εχθές πάλι πέρασα από του Καρούτσου και τον είδα, έπινε τα καρτούτσα του. Αλλά για νοίκι ”δεν έχω Γιάννη μου, δεν έχω , να χαρείς τα πεθαμένα σου”. Εκατόν πενήντα πρέπει να πληρώνει, τόσα δίνει ο Μήτσος της Αγγέλως δυό στενά πιο πάνω, κι ας είναι και ανήλιαγο το μαγαζί του Τάσου. Αύριο να πας να του πεις, ένα κατοστάρι το νοίκι! Άμα θες…Δε θες άδειαζέ μου τη γωνιά. Και πού ’σαι. Να του πάρεις και τα δυο νοίκια που χρωστάει, 16 έχει ο μήνας.

-Αλήθεια λέει ο Χριστιανός, Βούλα μου. Προχθές πήρε ένα χαρτί απ’ το ΤΕΒΕ, το είδα, έξι μηνιάτικα χρωστά ήθελε να του κατάσχει τη μηχανή ο εισπράχτορας. Με το ζόρι, τσοντάραμε κι οι γειτόνοι, μάζεψε και τούδωσε 526 δραχμές, δυο μηνιάτικα...

- Βρε, μπιτ βλάκας είσαι. Άμα σου χρωστάει, άμα και του δίνεις από πάνω. Τι με νοιάζει έμενα το ΤΕΒΕ και ΜΕΒΕ, Ένα κατοστάρικο χρωστάει σε λίγο 150, πότε θα τα δώσει ; Άσε τ’ αποθεμένα μου, να του πεις και το νοίκι κάνει εκατό. Γιατί όταν είχε και τα σκόρπαγε, μαζί τα τρώγαμε; Κορόϊδο, στο τσουβάλι αυτός σε βάζει. Παιδί σπουδάζουμε, πως θα βγούμε; Φέρε τα μηνιάτικα βρε χαραμή, θα του πεις, για τα καρτούτσα πως έχεις; Έτσι κάνουν οι νοικοκυραίοι, όχι καλοσύνες. Αυτό ξέρω εγώ, αυτό μολογάω. Αλλά, πάλι, εσύ είσαι άντρας ,εσύ ξέρεις...

-Καλά ,Βούλα μου, καλά. Αύριο, θα πάω, θα τον πιάσω για τα χρωστούμενα. Τώρα για την αύξηση, άσε να χειμωνιάσει, ποιος φτιάχνει τώρα παπούτσια;

- Αμέ τον άλλο, αυτόν τον γρουσούζη τον ψιλικατζή, τι τον φυλάς; Δυο χρόνια τώρα 1200 δραχμές δίνει για μαγαζί - γωνία. Ο Βασίλης με τις τυρόπιτες, να του πεις, έπεμψε στη Βούλα, ότι δίνει 2.100 το μήνα και 25.000 αέρα. Το σχολείο απέναντι, 200 παιδιά τα 50 να παίρνουν, μα μπουγάτσα- μα τυρόπιτα, είναι 1250 δραχμές τη μέρα είσπραξη. Δύο χιλιάρικα, να του πεις κι αυτό, επειδή είσαι απ’ τον Κότρωνα, κοντοχωριανός.

-Μα, Βούλα μου, στο συμβόλαιο γράφει κάθε δυο χρόνια αύξηση 200 δραχμές. Δεν έκλεισαν δυο χρόνια...

- ΜΑΛΑΚΑ! Τι μαλάκας είσαι, μωρέ... Εσύ πας με το ευαγγέλιο κι άστον αυτόν να πιάνει στον στόμα του τη Μπούλα μας. Αντί να βλέπει τα χαΐρια του, τα κέρατα που του μπήγει η γυναίκα του με τον μπακάλη, βγάζει και γλώσσα...

-Βρε Βούλα μου, τι να του πω, δηλαδή; Δως μου 800 δραχμές αύξηση, για να μάθεις να μην κουτσομπολεύεις;

- Μωρέ μου τόλεγε εμένα ο παππούλης μου, όταν ήρθαν τα προξενειά σου… ”Κόρη μου”, μούλεγε, ”κιοτής μου φαίνεται αυτός. Καταπίνει, τι τον θες;” Κι εγώ, τύφλα στα μάτια μου, ”όχι παππούλη, καλός είναι”. ΝΑαά! Και με τα δυο χέρια, ΝΑΑΑ!. Έχω ένα χαμαντράκι, να διαφεντεύει τα συμφέροντά μου.

Θωμά, να του πεις, έχεις μακριά γλώσσα και κοντά χέρια που δε φτάνουν στην τσέπη σου. Κοίτα να κοντύνεις τη γλώσσα σου και να μακρύνεις το χέρι, να μου δώσεις 2.000, κι αυτό χαριστικά, τόσο αξίζει το μαγαζί, γιατί εγώ δεν έχω διάφορο αν εσύ δεν έχεις που να βάλεις την ξερή σου επειδή ο τόπος είναι πιασμένος από τον μπακάλη. Εγώ έχω να κοιτάξω να φτιάξω το ιατρείο της κόρης μου, που τώρα σε 3 μήνες έρχεται, και θα κλείσουν τα στόματά σας. Αυτά να του πεις, του χτικιάρη!

- Βρε γυναίκα, 800 δραχμές, είναι 33% αύξηση. Πώς να το πω;

- Όπως ανοίγει αυτός τον οχετό του και λέει για την Μπούλα μου, έτσι να ανοίξεις κι εσύ τον καταπιόνα σου, βρε μαλάκα! Όχι και κερατάς και δαρμένος... Εγώ, τώρα, γυναίκα είμαι, αυτά ξέρω. Εσύ, πάλι, είσαι άντρας, εσύ ξέρεις...

-Εντάξει, Βούλα, το σκέφτηκα. Θα του τρίξω τα δόντια του κουτσομπόλη, από Δευτέρας.

Τρία χρόνια παρακολουθούσα το ανδρόγυνο να καυγαδίζει για τα δύο αυτά επίμαχα θέματα και αντιλήφθηκα πως η κυρά Βούλα εξασφάλιζε την κυριαρχία επί του συμβίου της με το μαγικό επιχείρημα ”εσύ είσαι άντρας, εσύ ξέρεις” που ήταν ικανό να τον κάνει να ασπασθεί τη δική της γνώμη. Όταν έσβησε το καντήλι του κυρ Γιάννη, έναν κρύο Φλεβάρη, που τα πνευμόνια του δεν άντεξαν, μπουκωμένα από τις υφασμάτινες ίνες των ρακών που κατάπινε 40 χρόνια ρακοσυλλέκτης και κατασκευαστής στουπιού, με μια μηχανή ξέσεως των ρακών, η κυρά Βούλα τον έκλαψε επί 9 ημέρες.

Τις πρώτες τρεις, έφερε 5 μοιρολογίστρες από τη Μάνη, που ξόμπλιαζαν τα χαρίσματά του. Τις επόμενες έξι συνέχισε να ανάβει λιβάνια και μοιρολογεί μόνη της επί 18ωρου βάσεως τα προσόντα του κύρη της και να καταριέται η μοίρα της που την άφησε γυναίκα μόνη μέσα στην κοινωνία.

Τον κυρ Γιάννη τον θάψαμε, πήγα κι εγώ στην εξόδιο ακολουθία στο νεκροταφείο της Ανάστασης, στη Δραπετσώνα. Μαζί μου, ο Γιάννης ο Σπηλιάς, ένας Καλβινιστής ”κουμμουνιστής”, που από τα 55τότε χρόνια του είχε περάσει τα 38 σε φυλακές κι εξορίες, από 13 χρονών βοσκόπουλο και αγγελιαφόρος τότε των ανταρτών ως ωκύπους έφηβος, με ίνδαλμα τον Βελουχιώτη.

Στις φυλακές, έμαθε απ’ έξω ολόκληρα τσιτάτα του Μαρξ, αποστήθισε τον Βάρναλη κι αργότερα, έμαθε την τέχνη του σιδερά από βοηθός συγκρατουμένων του στα χουντικά στρατόπεδα, κάνοντας έργα βελτίωσης των υποδομών των στρατοπέδων.

Ο Σπηλιάς δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο έριδας του ζευγαριού, καθώς και οι δύο συμφωνούσαν ότι ως κομμουνιστής έπρεπε να πληρώνει το ανώτατο δυνατόν νοίκι για το οικόπεδο που του νοίκιασαν δίπλα στο σπίτι τους και το οποίο ο ίδιος στέγασε.

Με έβριζε ”αναθεωρητή” και του το ανταπέδιδα με το (κομματικό) ”ανδρείκελο”, καθώς στις επικείμενες εκλογές (του ’77 νομίζω) επαναλάμβανε ως δεδομένο το ποσοστό που είχε στοχοποιήσει τότε το ΚΚΕ, το 15 %.

Στο μαγαζί του –συνεργαζόμασταν, τότε για μια σιδηροκατασκευή- ήρθε μια μέρα τρία και βάλε χρόνια μετά την θανή του ”κύρη” της. Μαύρη μαντίλα, μαύρη φούστα –μπλούζα, που άλλωστε πάντα φορούσε, όπως κάθε 50άρα Μανιάτισσα, που σέβεται τον εαυτό της, πενθούσα ποτέ πατέρα, πότε μάνα, πότε αδερφό και μπατζανάκη.

- Δε μου λές ,βρε Σπηλιά, εσύ που δουλεύεις με τη φωτιά ολημερίς (εννοούσε την ηλεκτροκόλληση και τον τροχό που σπιθίζει), έχω ένα πρόβλημα. Πήγα, με φώναξαν, στα δυο χρόνια του μακαρίτη, στην Ανάσταση. δεν είχε λιώσει. Μου ΄παν, καλά, έλα του χρόνου. Χθες με ειδοποίησαν να πάω να τον ξεθάψουμε. Πήγα ανοίξαμε και τι να δω; Τα κόκαλα είναι χλωρά ακόμα! Τους λέω, αμαρτία είναι να περιμένουμε λίγο. Όχι , λέει, να τον πάρεις ο τάφος χρειάζεται, περιμένουν πεθαμένοι. Τι να κάνω;

Ο Σπηλιάς, ορεσίβιος Ευρυτάν όχι μόνο άσχετος αλλά και διαμετρικά αντίθετος με ό,τι Χριστιανικό, έξυσε τον κρόταφό του και προσπάθησε να σταθεί στο ύψος του ”τεχνικού” που τον είχε τοποθετήσει η χήρα.

-”Άκο να σ’ πω κερά Βόλα”, είπε , θα πάρις τα κόκκαλα τ’ μακαρίτ’ και θα τ’ πας σπιτι ς’. Θ’ ανοίξις του φούρνου στο 50 και θα τ’ αφσις 15 - 20 ώρες. Άντε, 24! Βγάλτα μετά κι θάνε μέγκλα, ότι πρέπει...”

Η γυναίκα, κοκκίνισε και με ολοστρόγγυλα από την καταπληξία μάτια, ολόλυσε:

-Τα δικά σου τα κόκαλα, βρε, να τα βάλλει ο γιος σου στο φούρνο, που θα ψέσω εγώ το μακαρίτη! ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ, ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΠΑΛΙΟ-ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΗ!

-”Σ’γνώμη, κερα-Βόλα, εγώ για καλό σ’ το ’πα”, αντέτεινε ο άκακος σιδεράς σκεφτόμενος ότι η εκδίκηση της χήρας θα ήταν άμεση αύξηση του ενοικίου...

-”Ας’τον κυρα-Βούλα! Αυτός είναι πρώτα κομμουνιστής κι΄ ύστερα άντρας, γι αυτό ΔΕΝ ξέρει”, τον κάρφωσα.

-Ρε αναθεωρητή, ουο κ’λός κομ’νιστής όλ τα ξερ’ κι όλ τα μπουορεί. Σαμ’τις, δεν ιέχω δίκιου; Άλλο, πο η γ’ναίκα δε θέλ’ να μαγαρίσ’…

-”Τον κακό σου τον καιρό, μαγαρισμένε, Αγαρηνέ” έγρουξε η χήρα σταυροκοπούμενη, να μεριάσει η αμαρτία.

Τρεις μήνες μετά του έκανε έξωση.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v