Ας λέμε την παρακολούθηση με το όνομά της

Ποιος σταματά ένα στέλεχος υπηρεσιών ασφαλείας από το να μοιράζεται το περιεχόμενο υποκλοπών με τον πολιτικό του προϊστάμενο;
Ας λέμε την παρακολούθηση με το όνομά της
Οι ορολογίες είναι κάποιες φορές ανατριχιαστικό πράγμα. Το λίγο φοβιστικό που έχουν είναι ότι για πράγματα που εσένα σου συμβαίνουν καθημερινά και μπορεί να σε πονούν, να σε ανησυχούν ή να σε χαροποιούν, κάποιοι έχουν αποφασίσει να αντιστοιχίσουν και να χρησιμοποιούν ανοίκειες λέξεις που περιγράφουν, σαν σε κάποιο κώδικα, μια συγκεκριμένη διαδικασία. Είναι μια αποστειρωμένη και, θα έλεγα, τεχνοκρατική απόσταση που σημαίνουν αυτές οι ορολογίες. Ένας τρόπος να ειπωθεί ένα «ε δεν έγινε και τίποτα- τόσες φορές τα έχουμε δει αυτά και τα ξέρουμε».

Η λέξη «επισύνδεση» που είδα ότι χρησιμοποίησε ο παραιτηθείς πρόεδρος της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων για να περιγράψει τις υποκλοπές, εμπίπτει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία ορολογιών. Ο τεχνικός όρος είναι επισυνδέσεις είπε στην ουσία το παραιτηθέν στέλεχος και μέσω αυτής της επισημότητας επιχείρησε να αντλήσει νομιμοποίησης για τις συγκεκριμένες πράξεις: Αφού υπάρχει μια τόσο καθωσπρέπει λέξη, πόσο παράνομο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα;

Πέφτουμε πάλι πάνω στο γνωστό δίλημμα περί «νόμιμου» και «ηθικού» που υπάρχει για κάθε σκεπτόμενο πολίτη, αλλά όχι για το κράτος, για το οποίο αυτά ταυτίζονται.           

Πριν από χρόνια είχα έναν φίλο, αστυνομικό στο επάγγελμα, ο οποίος εργάζονταν με απόσπαση στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και στις παρακολουθήσεις. Όπως μας περιέγραφε ο ίδιος, καίτοι χαμηλόβαθμος, είχε πρόσβαση σε οποιαδήποτε μη διαβαθμισμένη σύνδεση κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας, τις συνομιλίες της οποίας μπορούσε να κρυφακούσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Για τις διαβαθμισμένες συνδέσεις, αρμόδιοι ήταν πιο υψηλόβαθμοι από τον φίλο.

Τυπική διαδικασία, ρουτίνα δηλαδή. Ολόκληρος πληθυσμός υπαλλήλων απασχολούνται σε κάτι το οποίο επισήμως διαψεύδεται, αλλά- επίσης επισήμως, χαρακτηρίζεται νόμιμο.       

Δεν θα μείνω σε αυτές τις προσχηματικές και «προβλεπόμενες» διαψεύσεις, ούτε τις αστείες παλινωδίες, τις οποίες βλέπουμε κάθε φορά που βγαίνει στο φως μια τέτοια πρακτική. Οι «υπηρεσίες  ασφαλείας» ενός κράτους πρέπει να γίνονται αποδεκτές μαζί με την ίδια την ουσία του τι είναι κράτος.

Το κρίσιμο ερώτημα τίθεται όμως αφού συμβιβαστούμε με το ότι οι υπηρεσίες υπάρχουν και ότι παρακολουθούν όποιον πολίτη επιθυμούν, χωρίς προηγούμενη δικαστική ή άλλη εντολή: Οι καταγραφές των παρακολουθήσεων χρησιμοποιούνται πράγματα για την αποτροπή επικίνδυνων για την ασφάλεια πράξεων, οπότε λες «ας πάει και το παλιάμπελο» ή μήπως οι έχοντες την εξουσία μπαίνουν στον πειρασμό να τις αξιοποιήσουν και για σκοπούς πολιτικού σχεδιασμού;

Ποιος κομματικά διορισμένος υπάλληλος θα είχε στα χέρια του πληροφορίες για τις πολιτικές πρωτοβουλίες της αντιπολίτευσης και δεν θα τις εγχείριζε σε εκείνον που τον διόρισε; Θέλει κουλτούρα κρατικής ασφάλειας για να μην κάνει κάποιος κάτι τέτοιο. Θέλει εκπαίδευση στυλ CIA και πάλι να  συζητήσουμε για την αποτελεσματικότητα.

Στο Ελλάντα είναι αστείο και να συζητάμε για την πολιτική ανεξαρτησία των υπηρεσιών ασφαλείας.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v