Ποιος γεννήθηκε 17 Νοέμβρη;

Οι οξύτητες που δεν βοηθούν κανέναν. Ούτε καν τον ίδιο τον απεργό πείνας.
Ποιος γεννήθηκε 17 Νοέμβρη;
«Όταν οι αντάρτες μπούνε στην Αθήνα/ το Σύνταγμα θα λέγεται πλατεία Κουφοντίνα» τραγουδούσε εν ρυθμώ μια ομάδα συμμετεχόντων σε πορεία υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος Κουφοντίνα- ίσως ήταν στην ίδια πορεία όπου μπροστά πήγαινε το πανώ που έγραφε «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη».

Οι μικρές ομάδες έχουν ανάγκη τις πολώσεις. Έχουν επίσης ανάγκη την υιοθέτηση πρακτικών για την σύσφιξη των δεσμών, όπως τελετουργίες, ύμνους, σήματα, στολές και λοιπά τέτοια. Το γιατί είναι ευνόητο: Γιατί είναι λίγοι και γύρω- γύρω είναι πολλοί και αντιφρονούντες. Μπορεί ακόμη η ορμή του όχλου να παρέσυρε κάποιους από αυτούς, οι οποίοι να μέθυσαν από το κρασί του ακραίου λόγου που- όσο να πεις- έχει μια ηρωικότητα.

Ιδεολογικά η ένοπλη πάλη και το αντάρτικο πόλεων έχουν δείξει τα όριά τους και την οφέλη που μπορούν να έχουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια επαναστατικής ανατροπής. Αντιθέτως δε, όπως κατέδειξε το παράδειγμα των ένοπλων ομάδων στην Ιταλία του 1970, πιο εύκολα λειτουργούν ως αφορμή για κρατική καταστολή, παρά δημιουργούν ένα κύμα συμπάθειας ανάμεσα στους πολίτες.

Η οργή κατά της Χούντας και ο ελληνικός αντιαμερικανισμός- κραταιός στην δεκαετία του ‘70 και υπαρκτός και σε εκείνη του ’80 – επέτρεψε στην 17 Νοέμβρη να θεωρεί ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης επικροτεί τα χτυπήματά της. Ήταν όντως έτσι; Ίσως στην δολοφονία του βασανιστή της Χούντας να ήταν, από εκεί και πέρα όμως δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να βρει ακόμη και ανθρώπους της άκρας αριστεράς που να ταυτίζονται με τις μεθόδους Κουφοντίνα.  

Όμως ένας τέτοιος αστόχαστος λόγος, όπως αυτός των συνθημάτων στις πορείες δεν ωφελεί κανέναν. Πρώτον δεν ωφελεί τον ίδιο τον απεργό πείνας, καθώς απομακρύνει την συζήτηση από τα όσα δίκαια ζητάει και την πηγαίνει στο πώς και γιατί βρέθηκε σε συνθήκες κράτησης, κάτι που μοιραία στρέφει εναντίον του το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, Κατά δεύτερον, δεν βοηθά τον κόσμο να αντιδράσει απέναντι στις πράξεις μιας Κυβέρνησης που φαίνεται αποφασισμένη να αστυνομοκρατήσει όλη την δημόσια ζωή και να το πουλήσει στο δικό της ακροατήριο. Αυτή η κυβερνητική πρακτική πετάει τη σκούφια της για «λαβές», για πεδία αντιπαράθεσης, στα οποία το συντηρητικό κοινό θα υποστηρίζει τις κινήσεις της.

Τρίτον, όπως λέγαμε και παραπάνω, δεν ωφελεί την ίδια την «υπόθεση», την έλευση ενός δικαιότερου κόσμου. Ναι, ακόμη και οι ακραιφνείς επαναστάτες που πρώτοι σημειώνουν πως η ανατροπή δεν θα έλθει αναίμακτα, αντιλαμβάνονται πως η ανώνυμη ένοπλη βία και ένα άλμα σε ένα ασαφές ιδεολογικό μέλλον, δεν μπορεί να προσελκύσει κανένα πολίτη κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v