Λουκιανός Κηλαηδόνης, για πάντα!

Ένας φόρος τιμής στον «Καουμπόυ» της Κυψέλης, τον άνθρωπο που έγραψε την δική του Ιστορία στην ελληνική μουσική, πριν την αφήσει φτωχότερη αυτόν τον Φεβρουάριο.
Λουκιανός Κηλαηδόνης, για πάντα!
του Παναγιώτη Κωνσταντίνου

«Νωχελής, γοητευτικός, ανάλαφρος με μια μικρή δόση μελαγχολίας, όση χρειάζονταν για να βαθύνει μέσα μας. Είχε την αγνότητα αλλά και την αριστοκρατικότητα να τραγουδήσει μόνο για πράγματα που τον συγκινούσαν βαθιά: τα σινεμά του, τις κατασκηνώσεις, τους φίλους του, τα πάρτυ τους, τα τεύχη του Μικρού Ήρωα, τη Βουλιαγμένη, τη Φωκίωνος Νέγρη. Τραγούδησε με τόση αγάπη για όλα αυτά που τα ‘κανε αθάνατα γιατί απ΄ την αρχή τα είδε έτσι. Σαν καθρεφτίσματα του παραδείσου...».

Μέσα σε περίπου 70 λέξεις ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτυπώνει όλη την ψυχοσύσταση του Λουκιανού Κηλαηδόνη, τον ιδιαίτερο τρόπο των μουσικών “παραμυθάδων”. Ένα “παράξενο σινάφι” που αντιλαμβάνεται τελείως διαφορετικά όσα μας περιβάλλουν και ευτυχώς για εμάς – τους υπόλοιπους – διακατέχονται από μια αστείρευτη "γενναιοδωρία", από μια εσωτερική ανάγκη να μοιραστούν μαζί μας τις ιστορίες τους. Ο “Λούκι”, που έφυγε την Τρίτη (7/02/2017) από τη ζωή, ήταν ο δικός μας “cowboy”, όχι από την “Άγρια Δύση”, αλλά από την Κυψέλη, και δεν είχε περίστροφο, παρά μόνο το πιάνο του. Με αυτό μας διηγήθηκε τις πιο υπέροχες ιστορίες...



Αυτές του οι ιστορίες ξεκίνησαν στις αρχές τις δεκαετίας του '70, και η πρώτη του είχε στοιχεία λαϊκά. Πρόκειται για τη μουσική της παράστασης “Η Πόλη Μας” της Κωστούλας Μητροπούλου. Τα τραγούδια της παράστασης ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στον ομώνυμο δίσκο. Ήταν η πρώτη συνεργασία του Λουκιανού Κηλαηδόνη με τον Μανώλη Μητσιά. Μαζί ξεκίνησαν την καριέρα τους. Ο Λουκιανός έγραψε, ο Μανώλης ερμήνευσε. Το αποτέλεσμα; Τραγούδια που άφησαν εποχή και τους έφεραν στο προσκήνιο, όπως το “Μη Χτυπάς”, “Η Φωτογραφία”, “Όσο αγαπιόμαστε” κ.α. Σε αυτόν τον δίσκο υπάρχει και το πρώτο τραγούδι σε στίχους του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Πρόκειται για “το καλοκαίρι σαν θα 'ρθει”, ένα τραγούδι που είχε σκαρώσει λίγα χρόνια πριν, ενώ σπούδαζε Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή που ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, σε μια συνάντηση που είχαν, ακούγοντάς τον να παίζει στο πιάνο, του είχε πει: “Ρε, εσύ είσαι ο νέος ψηλός!” Έτσι αποκαλούσε τον Μίκη Θεοδωράκη.



Ο Λουκιανός θα συνεργαστεί με τον Μητσιά και στον επόμενο δίσκο, που θα έρθει πολύ σύντομα. Η “Κόκκινη Κλωστή” σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με τη συμμετοχή και της Δήμητρας Γαλάνη, που κυκλοφόρησε το 1972, έρχεται να επιβεβαιώσει το ταλέντο του τότε νεαρού συνθέτη. Διακαής πόθος του όμως ήταν τα “Μικροαστικά”, ένας δίσκος σταθμός στην ελληνική δισκογραφία, που γράφτηκε και κατάφερε, έστω και με το “ψαλίδι” της λογοκρισίας, να κυκλοφορήσει μέσα στη Χούντα. Τα “Μικροαστικά”, μια συλλογή αλληγορικών - σκωπτικών αριστερών ποιημάτων, ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Γιάννη Νεγρεπόντη (στίχοι) και του Λουκιανού Κηλαηδόνη (μουσική).

Ο δίσκος ήταν έτοιμος από το 1971, όμως παρά τις προσπάθειες του Λουκιανού, επί δύο χρόνια έμεινε στο συρτάρι. Για την ακρίβεια σε κασέτα, που κυκλοφορούσε παράνομα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1973 κυκλοφόρησε τελικά και σε βινύλιο, και μάλιστα κόκκινο, αφού πρώτα αφαιρέθηκαν από τη λογοκρισία ολόκληρα κομμάτια και κάποιοι στίχοι, ενώ άλλα τραγούδια δεν στάλθηκαν ποτέ από τους δημιουργούς. Ο Κηλαηδόνης γνώρισε τον Νεγρεπόντη, μόλις αυτός είχε επιστρέψει από την εξορία και η συνεύρεση τους, σε συνδυασμό με την επιτυχία των “Μικροαστικών”, αποδείχθηκε καθοριστική για την πορεία του Λουκιανού. “Τα 'Μικροαστικά' μου άνοιξαν έναν δρόμο, ώστε να μπορώ να προτείνω δουλειές που δεν τις καταλαβαίνανε καθώς πολλοί δεν πίστευαν ότι μπορεί να πάει καλά. Μετά τα Μικροαστικά έλεγαν: ‘για να το λέει αυτός θα το κάνει’. Και αυτό με βοήθησε σε όλη μου την πορεία στη συνέχεια”, θα δηλώσει χρόνια αργότερα.

Οι παράνομες κασέτες των “Μικροαστικών”



Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και ο Γιάννης Νεγρεπόντης θα συνεχίσουν μαζί, στο ίδιο ύφος, και στον επόμενο δίσκο, στα “μαθήματα πολιτικής οικονομίας” (1975). Ο Λουκιανός, έχοντας αφήσει οριστικά πίσω του την πρώτη περίοδο του λαϊκού τραγουδιού, ανοίγει και την πόρτα του κινηματογράφου. Μεταξύ άλλων, συνεργάζεται με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και επιμελείται τη μουσική για τα κινηματογραφικά αριστουργήματα “Ο Θίασος” και “Οι κυνηγοί”. Την ίδια περίοδο, και ενώ όλη η Ελλάδα τραγουδάει Θεοδωράκη, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης παρουσιάζει και τον πρώτο ορχηστρικό του δίσκο, το “Media Luz” (1978), το μουσικό θέμα ενός υποθετικού “Film Noir”.



Έτσι φτάνει στο 1978... “Κατάλαβα ότι μπορώ να γράψω στίχους στα τραγούδια μου, απλά τεμπέλιαζα και τα έδινα σε άλλους. Και κάποια στιγμή το ’78 αποφασίζω ότι θα κάνω έναν δίσκο που θα γράψω και τα λόγια”. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης παρουσιάζει το δίσκο “Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόϋ”, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για τον ίδιο, αλλά και για το ελληνικό τραγούδι. Μας παρουσιάζει τον “Λούκι” που δεν λέει να μαζευτεί, καταθέτει “Δελτίο Ταυτότητος”, μας πάει βόλτα στα “θερινά σινεμά” και “στη Βουλιαγμένη” και συνειδητοποιούμε πως “Κάπου την έχουμε πατήσει”.



Μέχρι το 1991, θα ακολουθήσουν ακόμη τέσσερις απόλυτα προσωπικοί δίσκοι («Ψυχραιμία Παιδιά», «Χαμηλή πτήση», «Τραγούδια για κακά παιδιά», «Γιατί θα γίνω μαραγκός») με τραγούδια που σημάδεψαν γενιές και γενιές και εξελίχθηκαν σε soundtrack μιας ολόκληρης εποχής. “Αχ! Ρίτα”, “Τζιν – Τζιν”, “Που βαδίζουμε Κύριοι”, “Μια μέρα μιας Μαίρης”, “Ένα Γουρούνι Λιγότερο”, “Το Πάρτυ”,”Νύχτα Καταστροφής”, “Decadenza”, “Θα κάτσω σπίτι”, “Ο ύμνος των Μαύρων Σκυλιών”, “Οι καλύτερες μέρες”, “Φταίει ο Χοντρός”, “Το Ματς” και πόσα άλλα… Στους πέντε συνολικά δίσκους εκείνης της περιόδου, θα πρέπει να προστεθούν και οι συμμετοχές που είχε ο Λουκιανός σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, οι συλλογές, από τις οποίες προέκυψαν κομμάτια, όπως το “Αν ήταν μαύρος ο Θεός” (Apurimac) ή το “Μικρός Ήρωας” (Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι).



Στη δεκαετία του '90, θα κυκλοφορήσει κι άλλους δίσκους μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν, το «Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά», που είναι μια καταγραφή της μουσικής πορείας της Ελλάδας τα τελευταία 50 χρόνια, και το «Νέα Κυψέλη – Νέα Ορλεάνη», που προήλθε από την συνεργασία του με το περίφημο συγκρότημα της Νέας Ορλεάνης Preservation Hall Jazz Band. Έγραψε και μουσική για πολλές θεατρικές παραστάσεις. Για δέκα συνεχή χρόνια έγραψε αποκλειστικά τη μουσική για το «Ελεύθερο Θέατρο» – «Ελεύθερη Σκηνή» (Μουσική από τις παραστάσεις αυτές κυκλοφορεί και σε διπλό άλμπουμ με τίτλο: «Πάμε μαέστρο») και υπήρξε ο βασικός συνθέτης των παραστάσεων του «Θεσσαλικού Θεάτρου» της πρώτης περιόδου. Από το 1999 δημιούργησε μαζί με τη σύζυγό του Άννα Βαγενά τον δικό τους χώρο Θεάματος, το «Μεταξουργείο».

Και πόσες μουσικές δεν έγραψε ο Λουκιανός! Τζαζ, κάντρι, λαϊκά, εμβατήρια, σουινγκ, παραδοσιακή, μπλουζ... Όλες πέρασαν μέσα από το δικό του προσωπικό ύφος. Όπως είχε δηλώσει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του (musicheaven): “Έκανα πάντα του κεφαλιού μου [...] έλεγα αυτό θα κάνω και όσοι πιστοί προσέλθετε. Δεν με ενδιέφερε η μόδα. Το ίδιο και στο ντύσιμο και στα μαλλιά. Το ίδιο και στα τραγούδια. Το έκανα για πάρτη μου. Όπως λέει και ο Μπόρχες 'γράφω για μένα, για μερικούς φίλους μου, και για να απαλύνω την ροή του χρόνου'”.



Ένα θρυλικό πάρτυ!

Όσοι το έζησαν το νοσταλγούν, όσοι δεν το έζησαν το ονειρεύονται. Ο λόγος για το θρυλικό πάρτυ της Βουλιαγμένης. Οι ζωντανές εμφανίσεις του Λουκιανού Κηλαηδόνη ήταν πάντα ελκυστικές, όμως αυτό που συνέβη στις 25 Ιουλίου του 1983 ήταν - και παραμένει - ανεπανάληπτο. Ο “Λούκι” ήταν ο πρώτος που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα, όπως συνέβαινε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταφέροντάς τις σε φυσικούς χώρους. Αυτή ήταν και η ιδέα για το πάρτι της Βουλιαγμένης. Μία μουσική γιορτή, σε κλίμα παρεΐστικο, στην παραλία, με ατέλειωτο κέφι και υπό το φως του φεγγαριού. Ένας συνδυασμός των τραγουδιών «Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη», «Θερινά σινεμά» και το «Πάρτυ». 

Η σκηνή στήθηκε σε μια πλωτή εξέδρα και οι καλλιτέχνες, ο Λουκιανός και οι καλεσμένοι του, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η Αφροδίτη Μάνου, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Γιώργος Νταλάρας και άλλοι, έφταναν σε αυτήν με σκάφος. Όταν οι πόρτες της συναυλίας άνοιξαν επικράτησε το αδιαχώρητο. Δεκάδες χιλιάδες – σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ήταν μεταξύ 50.000 και 80.000 – έφτασαν στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Και πόσοι άλλοι προσπάθησαν να φτάσουν αλλά δεν τα κατάφεραν, καθώς στην παραλιακή είχαν σχηματιστεί τεράστιες ουρές από ακινητοποιημένα οχήματα. Η συναυλία μεταδιδόταν ζωντανά από την ΕΡΤ με αποτέλεσμα πολλοί να ξεκινήσουν τελευταία στιγμή για τη Βουλιαγμένη και να κολλήσουν στους δρόμους. Το γλέντι κράτησε μέχρι πρωίας και την επόμενη ημέρα ο Τύπος έκανε λόγο για το “ελληνικό Woodstock”, όμως ήταν... “Το Πάρτυ της Βουλιαγμένης”.

“Ήταν μία ευτυχισμένη στιγμή, ήταν ο κόσμος σε ένα άλλο μήκος κύματος, είχε μία άλλη ξενοιασιά, μια άλλη ανάγκη. Αυτό που προσέφερε, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ότι ήταν μία πρώτη πρόταση για να σταματήσουν οι συναυλίες να γίνονται στα γήπεδα, που ήταν ένας πολύ σκληρός χώρος για μουσική, για να ψάξουμε άλλους χώρους, έχω την εντύπωση πως η Βουλιαγμένη οδήγησε στο να γίνονται πια συναυλίες στα ποτάμια, στα κάστρα, στους λόφους”, θα δηλώσει Λουκιανός Κηλαηδόνης για εκείνη τη νύχτα που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στα 80s.

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι:



Αντί επιλόγου...

Στον δίσκο του “Γιατί θα γίνω Μαραγκός”, το 1990, ο Λουκιανός είχε γράψει ένα τραγούδι με τίτλο “Κούφια η Ώρα”. Κάπως έτσι το φανταζόταν...

Aν ποτέ πεθάνω αν λέμε, αν / κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν.
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό/ θέλω και τάξη, θέλω και χαμό.
Δε θέλω φιέστες ούτε φωνές/ τρεις μαζορέτες μ’ άσπρες στολές, ξανθούλες.
Και κάποια μπάντα στο πουθενά/ να παίζει "τα θερινά σινεμά".
Θέλω ένα πάρτι μες στο γκαζόν/ κάποια Τετάρτη ίσως μ’ άπειρα γκαρσόν.
Θα `χει ποτά για όλους πιείτε ένα τζιν/ δύο βότκες και δε θέλω μαύρα μόρτες θέλω μπλου-τζιν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v