John Waters: Ο «πάπας» του trash

Ο σκηνοθέτης που προσπάθησε να ξεριζώσει τον μικροαστισμό και να δείξει την… τρελή πλευρά της αμερικάνικης κοινωνίας.
John Waters: Ο «πάπας» του trash
Όνομα γνωστό σε ιδιαίτερους σινεφίλ κύκλους, δηλαδή αυτούς που εκτιμούν το trash, ο John Waters δημιουργεί μικρά καλτ αριστουργήματα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η αληθινή αναγνώριση, όμως, δεν ήρθε μέχρι το 1972, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το εμβληματικό πια Pink Flamingos. Η υπόθεση; Μια γυναίκα (την οποία υποδύθηκε μια από τις μεγαλύτερες φιγούρες του underground κινηματογράφου, η τραβεστί Divine) ανταγωνίζεται την σατανική της αντίπαλο για τον τίτλο του πιο χυδαίου ανθρώπου στον κόσμο.


Όταν η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά, το σοκ που προκάλεσε στην αμερικανική κοινωνία ήταν αναμενόμενο. Άλλωστε, οι σκηνές που περιείχε ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια του τι μπορείς να δείξεις στον κινηματογράφο – όρια που ξεπερνά ακόμα και σήμερα. Το σερί από ταινίες που σατίριζαν τον αμερικάνικο μικροαστισμό με όσο πιο… βρώμικο τρόπο μπορούσαν συνέχισε και το ’74 και ’77, με τις ταινίες Female Trouble και Desperate Living.

Οι χαρακτήρες του πάντα βρίσκονται σε διάφορες φάσεις παράνοιας – το σίγουρο είναι πως κανένας δεν είναι φυσιολογικός. Κι αυτό ίσως ήταν το βήμα που τον ενέπνευσε, το 1988, να δημιουργήσει ίσως την μόνη από τις ταινίες του που θα μπορούσες να δεις και με την γιαγιά σου, το μιούζικαλ Hairspray. Έχοντας την Divine σαν έναν απ’ τους πιο σταθερούς συνεργάτες του, και επεκτείνοντας το καστ του με διασημότητες, όπως η Debbie Harry του συγκροτήματος Blondie. Το Hairspray, η ιστορία μιας εύσωμης μα ταλαντούχας νεαρής, απεδείχθη τεράστια (και διαχρονική, αν κρίνουμε από την μεταφορά του στο Broadway κι ένα εξαιρετικό remake το 2007) επιτυχία και στιγμάτιζε τον ρατσισμό και τις διακρίσεις κάθε είδους.

Από τότε, η δουλειά του Waters άρχισε να γίνεται όλο και πιο εμπορική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχασε και την κοφτερή της ματιά. Στα 90s φτιάχνει το Cry Baby, με πρωταγωνιστή τον Johnny Depp, παρωδώντας την Αμερική της δεκαετίας του ’50 και την μανία με το ροκ ‘ν ρολ. Επόμενός του στόχος, η φαινομενικά τέλεια ζωή των προαστίων, όταν σκηνοθετεί την Kathleen Turner στο Serial Mom, την ιστορία μιας νοικοκυράς που της… γυρνάει το μάτι και αρχίζει να ξεπαστρεύει έναν-έναν τους γείτονές της επειδή δεν παρκάρουν σωστά και δεν ανακυκλώνουν.

Η υπερβολή είναι ίσως το μεγαλύτερο σήμα κατατεθέν των ταινιών του, κι αυτό τις βοήθησε να παραμείνουν κλασικές και να παίζονται ακόμα και σήμερα σε μεταμεσονύκτιους κινηματογράφους. Η αγάπη του για το αλλοπρόσαλλο είναι όμως κάτι που διέπει και την προσωπική του ζωή. Το σπίτι του θυμίζει περισσότερο μουσείο αλλόκοτων θεαμάτων, ή γραφείο τρελού επιστήμονα, παρά το μέρος που θα κατοικούσε ένας συνηθισμένος άνθρωπος της ηλικίας του – κοντεύει πια τα 70.

Η τελευταία φορά που έκατσε στην σκηνοθετική του καρέκλα ήταν το 2004, με το A dirty shame, μια φαρσοκωμωδία που τον έφερε πίσω στις ρίζες του σαν auter του σοκ και του παράλογου. Και αυτές τις μέρες, πέρα από το να γράφει βιβλία και να ταξιδεύει τις ΗΠΑ κάνοντας διαλέξεις και ρετροσπεκτίβες της φιλμογραφίας του, δηλώνει απογοητευμένος με την βιομηχανία του σινεμά. Συγκεκριμένα, του ανεξάρτητου σινεμά και του πόσο δύσκολο είναι οι εταιρίες να εμπιστευτούν κάποιον τόσο αντισυμβατικό, μα και πρωτοποριακό. Εμείς, πάντως, στοιχηματίζουμε πως έχει ακόμα πολλές ιστορίες να μας πει.

Θοδωρής Διάκος
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v