Μ. Χαραλαμπίδης: Η ίδια η πράξη αλλάζει τη συνείδηση

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα», Μενέλαος Χαραλαμπίδης μιλάει στο In2life για την πιο σκληρή δεκαετία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και αναλύει την καθημερινότητα των ανώνυμων πολιτών.
του Δημήτρη Γλύστρα

Η ιστορία της κατοχικής Αθήνας και της αντίστασης των κατοίκων της πρωτεύουσας ενδιαφέρει τους λάτρεις της κλασσικής ιστορίας αλλά και όσους θέλουν να ξέρουν τι συμβαίνει παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα στον… μικρόκοσμο των απλών ανθρώπων.

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Η εμπειρία της Κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα», αναλυτική παρουσίαση του οποίου μπορείτε να βρείτε στη δεξιά στήλη "Σχετικά Άρθρα". Μελετητής ο ίδιος ασχολήθηκε οκτώ χρόνια με την έρευνα και τη συλλογή προσωπικών μαρτυριών που αποκαλύπτουν πολλά για τα κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και για την διαμόρφωση της εν Ελλάδι πολιτικής συνείδησης.

Το In2life μίλησε μαζί του για την ανθρωπογεωγραφία των αθηναϊκών συνοικιών και το τι αποκαλύπτει αυτή, για το πώς άλλαξε η κατοχή την πολιτική μας ταυτότητα, για τις χαμένες ευκαιρίες της αριστεράς, αλλά και για την τάση του χρόνου να διαθλά επί το… ηρωικότερον τα γεγονότα.

Όταν εκπονεί κάποιος μια μελέτη με σκοπό να τη δημοσιεύσει για το κοινό αναγκάζεται να κάνει εκπτώσεις στην επιστημονικότητα; Πόσο δεσμευτικό είναι για έναν επιστήμονα το συγγραφικό ύφος;

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολύ μεγάλο ταλέντο στη συγγραφή- πέρα από την έρευνα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γνωστό εδώ στην Ελλάδα είναι τα βιβλία του Μαζάουερ, ο οποίος έχει ένα καταπληκτικό ταλέντο στη συγγραφή. Δεν είναι μόνο δηλαδή η ερευνητική δουλειά που κάνει είναι και ο τρόπος που γράφει που είναι τρομερά ελκυστικός στους ανθρώπους. Μπορεί ο οποιοσδήποτε ακόμη και αν δεν έχει σχέση με το αντικείμενο, να διαβάσει τα βιβλία του. Είναι ένα στυλ βεβαίως που το είχε πριν από όλους ο Χόμπσμπάουμ ο οποίος πέθανε πρόσφατα. Το να είναι ανοικτός ο λόγος σου στον οποιονδήποτε έχει πίσω του και μια πολιτική πεποίθηση, λες δηλαδή ότι ‘δεν γράφω μόνο για το σινάφι μου’, αλλά για τον κόσμο γενικά. Ο επιστήμονας πρέπει να είναι μέσα στην κοινωνία και όχι μέσα σε μια γυάλα εντός της οποίας απευθύνεται στους όμοιούς του. Την τελευταία διετία έχουν βγει περίπου δέκα διδακτορικά για τη δεκαετία του ΄40 , τα οποία κινούνται σε αυτό ακριβώς το ύφος- προσπαθούν να μην κουράζουν με τα πολλά στατιστικά ή με τα μεθοδολογικά. Τώρα για το αν χρειάζεται να έχει κανείς και κάποια συγγραφικά εφόδια, δεν ξέρω να σας απαντήσω. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με γραφή- ποτέ μου δεν είχα γράψει τίποτα άλλο πέρα από τα αμιγώς επιστημονικά. Δεν έχω διαβάσει λογοτεχνία και αισθάνομαι ελλιπής εξ αιτίας αυτού. Όσοι φίλοι και γνωστοί έξω από τον πανεπιστημιακό χώρο διάβασαν το βιβλίο, μού είπαν ότι διαβάζεται πολύ εύκολα. Εμένα πάντως μου κάνει εντύπωση… (γέλια).


Ασχολείστε γενικά με την Αθήνα. Γιατί αυτό; Είναι μεθοδολογικά ευκολότερη η μελέτη ή υπάρχει κάποια επιστημονική στόχευση;

Πρώτα από όλα έχουμε ένα τεράστιο κενό για την περίοδο της κατοχής στις πόλεις. Αυτή είναι η πρώτη διατριβή που γράφεται για την Αθήνα. Να κάνω μια παρένθεση για να σας πως η έρευνα ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2003, δηλαδή δεν είναι κάτι καινούριο, ως master στην αρχή που εξελίχθηκε σε διδακτορικό. Και για Αθήνα και για Πάτρα και για Βόλο από εκείνη την εποχή έχουμε πολύ λίγα πράγματα- για τη Θεσσαλονίκη έχουμε τις δουλειές του Στράτου του Δορδανά. Οπότε το ένα κίνητρο ήταν αυτό. Το δεύτερο ήταν ότι ήθελα εγώ να δω το πώς αναπτύσσεται το αντιστασιακό κίνημα σε περιβάλλον πόλης, μια και για την επαρχία η βιβλιογραφία είναι πλέον αρκετή. Στην πόλη λοιπόν έχουμε την εξής ιδιαιτερότητα: Δεν υπάρχει το ένοπλο σκέλος της αντίστασης, αλλά πολιτική διαμαρτυρία, η οποία αναπτύσσεται με διαφορετικούς όρους. Και βέβαια η πόλη είναι το διοικητικό κέντρο, έχεις τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού και όλα αυτά που γίνονται ως αντιστασιακές ενέργειες στους δρόμους της Αθήνας έχουν τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο σε σχέση με κάτι που θα γινόταν σε ένα χωριό- έστω και μεγάλο, οπότε τα μεγέθη είναι διαφορετικά εδώ και κοινωνικά και οικονομικά και πολιτικά.

Το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης είναι διαφορετικό;

Γίνεται διαφορετικό. Στην αρχή αυτό που μου έκανε και εμένα μεγάλη εντύπωση είναι ότι αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ιδεολογικό ή πολιτικό παράγοντα απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό. Μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του αντιστασιακού κινήματος- όχι μόνο του ΕΑΜικού αλλά και των υπολοίπων οργανώσεων, είναι νεολαίοι, είναι άνθρωποι που είναι από 15 έως 25 ετών το πολύ. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν τελειώσει το σχολείο και είναι άνθρωποι οι οποίοι πολιτικοποιούνται κατά τη διάρκεια της αντιστασιακής δράσης. Αυτό είναι το ιδεολογικό τους σχολείο, εκεί γίνονται οι κουβέντες, εκεί συνειδητοποιούνται πολλά πράγματα. Είναι κομβικό το σημείο που αυτοί φτάνουν να δράσουν και αυτό είναι κάτι που δεν έχει ιδιαίτερα επισημανθεί την βιβλιογραφία. Το πώς αυτή η διαδικασία της πράξης αλλάζει τη συνείδηση του ανθρώπου από μόνη της.

Στην εξιστόρησή σας εστιάζετε κυρίως στις μικρές καθημερινές ιστορίες και τα γεγονότα, τα μεγάλα γεγονότα του πολέμου μένουν στο φόντο. Πώς θεωρείτε ότι λειτουργεί η μικροϊστορία στη σύνθεση των ιστορικών συμπερασμάτων; Υπάρχει μεθοδολογικό πρόβλημα στο να γενικευτούν οι επιμέρους αναμνήσεις;

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι… θέλει πολλή δουλειά. Η επιλογή μου από την αρχή ήταν να φέρω προφορικές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό σε διασταύρωση. Σε διασταύρωση όχι μόνο για να τσεκάρω την εγκυρότητα των πληροφοριών, τα γεγονότα κλπ, αλλά για να μπορέσω να βγάλω και άλλα πράγματα. Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως είναι να μπορέσω να δω τις αντιλήψεις των ανθρώπων, κάτι το οποίο δεν μπορείς να το «πιάσεις» εύκολα από τα αρχεία∙ πρέπει να μιλήσεις μαζί τους. Αφενός έχω χρησιμοποιήσει πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους και αφετέρου αρχειακό υλικό το οποίο δεν είχε δημοσιευθεί έως σήμερα. Πρόκειται κυρίως για παράνομο τύπο, που κυκλοφορούσε στην Αθήνα, αλλά και για ένα κομμάτι μικρό αλλά πολύ κρίσιμο από τα αρχεία των σωμάτων ασφαλείας τα οποία διασώθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορους αρχειακούς φορείς. Αυτό που προσπάθησα να κάνω, είναι να μπορέσω να πλέξω τις προφορικές μαρτυρίες με το αρχειακό υλικό και ταυτόχρονα με τη δικιά μου ερμηνεία. Ήθελα όχι απλά να παραθέσω αυτά που βρήκα ως ένας αρχαιολόγος που ανακαλύπτει ένα άγαλμα και το εκθέτει στο μουσείο, όσο να ψάξω να βρω και από εκεί και πέρα να ερμηνεύσω τις σκέψεις και τις αντιλήψεις ώστε να έχω κάποιες απαντήσεις: γιατί εντάχθηκαν στο αντιστασιακό κίνημα, γιατί αυτό το έκαναν κυρίως οι προσφυγικής καταγωγής και όχι οι παλαιοελλαδίτες; Είναι διάφορα ζητήματα τέτοια, τα οποία νομίζω ότι, αν κάποιος θέλει να απεγκλωβιστεί από την εξειδίκευση της τοπικής ιστορίας, να χρησιμοποιήσει με άλλα λόγια το παράδειγμα της μικροϊστορίας ως υπόθεση εργασίας για να δει το ευρύτερο, μπορεί να το κάνει δουλεύοντας πολύ και με αρχειακό υλικό. Η εικόνα που πήρα εγώ από την Καισαριανή, από το Βύρωνα ή το Παγκράτι νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό μας δίνει την εικόνα που επικρατούσε και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά.

Μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ανθρωπογεωγραφία των συνοικιών της Αθήνας επηρεάζει την πολιτική συνείδηση; Έχουμε κάποια ένδειξη για το πώς λειτουργεί αυτή η κληρονομιά στη συνείδηση του σήμερα;

Αυτή η ταυτότητα υπάρχει. Δηλαδή, αν δει κάποιος την εκλογική γεωγραφία στις προσφυγικές συνοικίες, συγκρίνοντας τις τελευταίες προπολεμικές εκλογές που είναι το ’36 με τις μετεμφυλιακές εκλογές που ξαναγίνονται το ΄50- το ’46 το αφήνω έξω γιατί ήταν η αποχή της αριστεράς και δεν έχουμε εικόνα- βλέπει ότι υπάρχει μαζική μετατόπιση των προσφύγων από το βενιζελικό χώρο προς την ΕΔΑ, προς την αριστερά. Τα ποσοστά που έχει στις προσφυγικές συνοικίες η αριστερά είναι- ιδίως το ‘58 που είναι αξιωματική αντιπολίτευση- της τάξης του 60% σε Νίκαια, Καισαριανή, Υμηττό κλπ. Αυτό που έχει μεσολαβήσει είναι η εμπειρία της κατοχής- όχι του εμφυλίου γιατί μιλάμε για Αθήνα- και των Δεκεμβριανών. Είναι αυτό που άλλαξε τις συνειδήσεις και την πολιτική τοποθέτηση των ανθρώπων. Το ότι αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή και όχι μια αρνητική ψήφος λόγω της εξαθλίωσης της κατοχής φαίνεται από το ότι στις δεκαετίες του ΄50 και του 60 αυτές οι συνοικίες μένουν σταθερά στο στρατόπεδο της αριστεράς. Είναι ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να κάνουμε μια σύγκριση με τις δύο εκλογές που είχαμε πρόσφατα όπου έχουμε μια όχι τόσο εντυπωσιακή αλλά οπωσδήποτε μετατόπιση προς τα αριστερά, από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αν μελετήσουμε τη Β΄ Αθηνών, θα δούμε ότι τα πιο υψηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ τα έχουν ακριβώς αυτές οι συνοικίες: Νίκαια, Περιστέρι κλπ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια ταυτότητα που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ‘40. Στον πρώτο πυλώνα, που είναι η προσφυγιά την περίοδο του μεσοπολέμου, προστέθηκε ένας δεύτερος σημαντικός πυλώνας στην ταυτότητα αυτών των ανθρώπων που είναι η αντίσταση. Αυτοί οι δύο πυλώνες έχουν χαρακτηρίσει τις προσφυγικές συνοικίες στην Αθήνα ως τουλάχιστον προοδευτικές. Αυτό, παρά το γεγονός ότι η ανοικοδόμηση των τελευταίων ετών έχει αλλάξει εντελώς τον χαρακτήρα στις συνοικίες αυτές, βλέπουμε ότι αυτό επιμένει σαν χαρακτηριστικό και το εντυπωσιακό είναι ότι και πολλοί από τους νέους κατοίκους των περιοχών αυτών, οι οποίοι προέρχονται από οποιαδήποτε περιοχή της Αθήνας ή της επαρχίας, ενστερνίζονται αυτή την ταυτότητα της «αριστερής συνοικίας» που έτσι, με την ιστορία της, ξεχωρίζει από τον πολτό που λέγεται λεκανοπέδιο.

Στη δεκαετία του '80 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το εθνικό αφήγημα της αντίστασης παίρνει αριστερή χροιά και η επίδραση αυτή έχω την αίσθηση ότι συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε για εκείνη τη δεκαετία χωρίς να αισθανόμαστε ενοχικά απέναντι στην αριστερά;

Δεν είμαστε ακόμη απολύτως έτοιμοι από την άποψη ότι ουσιαστικά η συζήτηση για την κατοχή ξεκινάει αμέσως μετά την πτώση της χούντας – για τον εμφύλιο μάλιστα η πρώτη συζήτηση καθυστερεί ακόμη περισσότερο μέχρι τα μέσα ή και τα τέλη της δεκαετίας του ‘90- οπότε αν και έχουν περάσει πολλές δεκαετίες, η συζήτηση δεν είναι παλιά, είναι καινούρια. Επειδή έναν σημαντικό ρόλο παίζει και ο τρόπος με τον οποίο συζητάμε, χρήσιμο θα ήταν να δούμε τις επιστημονικές δουλειές που είχαμε στη δεκαετία του ‘70 και του ’80: Είχαν κυρίως έναν προσανατολισμό καταγραφής των γεγονότων από πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική σκοπιά. Δεν είχαμε δουλειές κοινωνικής ιστορίας, δηλαδή δουλειές που θα μπορούσαν να μας δείξουν τι σκεφτόντουσαν οι άνθρωποι, τι κίνητρα είχαν για να δράσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έτσι ώστε να μπορέσουμε να μπούμε στα πιο ουσιαστικά της κουβέντας. Τώρα πλέον έχουμε αρκετές δουλειές κυρίως για την περίοδο του εμφυλίου ώστε να μπορέσουμε να μπούμε σε μία συζήτηση. Η συζήτηση αυτή η οποία έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του 2000, πήρε μια άσχημη κατά τη γνώμη μου τροπή από την άποψη ότι πολώθηκε σε μεγάλο βαθμό η αντιπαράθεση που είχε δημιουργηθεί. Νομίζω όμως ότι είμαστε πιο ώριμοι- σαφώς πιο ώριμοι. Μάς έχουν κάνει μεγάλο κακό τα επίσημα αφηγήματα. Πάντα κάνουν κακό τα επίσημα αφηγήματα.

…εννοείτε τα σχολικά εγχειρίδια;

Αν πάμε εκεί η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Πραγματικά, βλέπω τα βιβλία ιστορίας του γιου μου και αναρωτιέμαι πως γίνεται κάποιος να μην αντιπαθήσει την ιστορία με τον τρόπο που διδάσκεται στα σχολεία. Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από τα επίσημα αφηγήματα και να ξεκινήσουμε έναν πολύ πιο ουσιαστικό διάλογο. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στον δημόσιο λόγο, όχι μόνο σε ιστορικούς αλλά γενικά σε κοινωνικούς επιστήμονες, σε ανθρώπους δηλαδή που έχουν εμπλακεί σε αυτή τη συζήτηση όχι μόνο με τη μορφή επετειακών εκδόσεων ή συζητήσεων. Είναι άξιο απορίας το ότι στην Ισπανία, που ο δικός τους εμφύλιος ήταν πολύ πιο σκληρός και πολύ πιο  αιματηρός από τον δικό μας, η κουβέντα αυτή ξεκίνησε και έγινε πιο ουσιαστικά και ώριμα από ό,τι καταφέραμε να κάνουμε εδώ. Αλλά, ξέρετε κάτι; Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε πιο ουσιαστικά για τον εμφύλιο πρέπει να καλύψουμε τα πάρα πολλά κενά που έχουμε σε επίπεδο ερευνών για την περίοδο της κατοχής- γιατί από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε, για να μην αναφερθώ στον μεσοπόλεμο. Δεν γίνεται να μελετήσει κάποιος τον εμφύλιο ξεκινώντας από το ‘46 και φτάνοντας στο ‘49. Πρέπει να γυρίσουμε αρκετά πίσω και να καταπιαστούμε με αυτή τη διαδικασία από κάποια κατάλληλη αφετηρία και χρησιμοποιώντας τα καινούρια μεθοδολογικά εργαλεία που έχουν πέσει τώρα στο τραπέζι.

Με το πέρασμα των δεκαετιών έχω την αίσθηση ότι από την ιστορία μένουν αδρότερα οι ηρωικές στιγμές, δηλαδή πράγματα ή πράξεις που ταιριάζουν περισσότερο στο πνεύμα που θέλουμε σήμερα να υπήρχε τότε. Για την περίοδο της κατοχής έχουμε έτσι συχνά την εντύπωση ότι η αντίσταση ήταν εξαιρετικά κοινή δραστηριότητα. Αντιστοιχεί στην πραγματική καθημερινότητα των ανθρώπων του ‘40 μια τέτοια ένταση ή πρόκειται για κάποια “highlights” που τα έχουμε πυκνώσει σε συμπαγή αφήγηση;

Αυτό που λέτε είναι σωστό. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού. Οι διαδικασίες- δεν θα πω μόνο οι «επαναστατικές»- που φέρνουν κάτι νέο ξεκινούν από κάποιες μειοψηφίες. Αυτό που συνέβη στην Αθήνα την περίοδο της κατοχής, και αυτό προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο, είναι ο λιμός. Ο λιμός έχει κομβικό ρόλο. Δηλαδή οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να μπουν σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης της νέας κατάστασης και να πουν ‘ρε παιδί μου θα προσαρμοστώ σε αυτή και θα δω μετά τι θα γίνει’, γιατί ήξεραν ότι ο πόλεμος δεν θα κερδηθεί στην Αθήνα, αλλά ό,τι είναι να γίνει θα γίνει στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου. Το σοκ όμως του λιμού άλλαξε πλήρως τα δεδομένα. Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι δεν γινόταν να προσαρμοστείς στην προοπτική του βέβαιου θανάτου από τον λιμό. Οπότε αυτό που αρχίζει σιγά σιγά και κερδίζει έδαφος τότε είναι η αναγκαιότητα του να υπάρχει αντίσταση. Σε αυτή την αναγκαιότητα καλύτερα προετοιμασμένοι λόγω της προπολεμικής τους εμπειρίας ήταν οι κομμουνιστές. Και έτσι προσανατολισμένοι εξ αρχής στον κινηματικό αγώνα από την αρχή ξεκίνησαν με την πεποίθηση να δημιουργήσουν ένα κίνημα μαζικό. Και παράλληλα αυτός ο διττός στόχος που είχαν, της εθνικής και της κοινωνικής απελευθέρωσης δημιουργούσε ιδίως στα καταπιεσμένα στρώματα προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον μετά τον πόλεμο. Αυτό δεν ήταν μόνο ελληνικό. Σε όλες τις κατεχόμενες χώρες υπήρξε πλήρης ανατροπή του προπολεμικού πολιτικού σκηνικού. Όχι μόνο σε αυτές που επικράτησαν οι κομμουνιστές, αλλά και στη δύση. Αυτό που προκύπτει μετά τον πόλεμο είναι κάτι τελείως διαφορετικό από πριν. Ουσιαστικά έχουμε τη δημιουργία αυτού που ξέρουμε σήμερα ως κοινωνικό κράτος. Από τον πόλεμο και μετά βλέπουμε μαζικά αυτή τη διαδικασία να ενεργοποιείται βασικά στη Μεγάλη Βρετανία. Άρα αυτό που θέλω να πω είναι ότι πάντα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι συμβιβάζονται με μια κατάσταση είτε αυτή είναι μια δικτατορία είτε αυτοί είναι –ακόμη χειρότερα- μια στρατιωτική κατοχή. Στην περίπτωση της Αθήνας η μειοψηφία των ανθρώπων που ενεργοποιήθηκε λειτούργησε ως μαγνήτης και μαζικοποίησε τους ανθρώπους∙ τους τράβηξε κοντά της. Και πάλι θα τονίσω την σημασία της πράξης: οι άνθρωποι μπροστά σε αυτή την απελπισία έβρισκαν νόημα στη ζωή τους γνωρίζοντας ότι έχουν την ευθύνη να πάνε το βράδυ με ένα συνεργείο να γράψουν συνθήματα ή να οργανώσουν μια παράνομη σύσκεψη ή να περιφρουρήσουν μια εκδήλωση. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τον καθένα ξεχωριστά.

Έχει συλλογική ιστορική δυναμική μια τέτοια παρατήρηση ή είναι αυτοαναφορική;

Είναι κάτι που το παρατηρούμε γενικά. Αυτό που μπορούμε να βρούμε σαν κοινό παράγοντα σε όλα τα ευρωπαϊκά αντιστασιακά κινήματα είναι η νεολαία. Η νεολαία είναι εκείνη που αμφισβητεί πρώτη από όλους την κατάσταση η οποία δημιουργείται. Είναι και οι σχετικοί χώροι που προσφέρονται πολύ περισσότερο, όπως τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Είναι μαζικοί χώροι. Εκεί είναι πιο εύκολο να στρατολογήσεις, είναι και το θέμα της εφηβείας και της νιότης όπου η ορμητικότητα περισσεύει- είναι άνθρωποι που δεν έχουν την ευθύνη μιας οικογένειας να συντηρήσουν. Είναι δηλαδή πολλοί οι λόγοι που οι νέοι έχουν πιο ελεύθερα τα χέρια τους. Σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε ότι η αντιστασιακή δράση είναι ένας παράγοντας ανασυγκρότησης της προσωπικότητας. Το ότι οι νέοι βγαίνουν πρώτοι σε αυτή τη διαδικασία είναι εξάλλου ένας παράγοντας που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, γιατί από τη στιγμή που το παιδί μιας οικογένειας θα μπει σε αυτή τη διαδικασία, και η υπόλοιπη οικογένεια θα υποστηρίξει αυτή τη δράση για να το προστατεύσει, οπότε δημιουργούνται αναρίθμητα δίκτυα αλληλοπροστασίας των ανθρώπων που έχουν αντιστασιακή δράση και ουσιαστικά όλο αυτό μαζικοποιεί τη διαδικασία.

Ήταν οι εκλογές του ‘46 μια χαμένη ευκαιρία για την αριστερά;
 
Αυτό που ρωτάτε άπτεται μιας διαδικασίας που δεν έχει επισημανθεί ιδιαίτερα, και που ελπίζω να την επισημαίνω ξεκάθαρα στο βιβλίο. Το ΕΑΜ ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μετασχηματισμού τριών κομμάτων αλλά κυρίως του κομμουνιστικού κόμματος. Δηλαδή έχουμε έναν κομματικό φορέα ο οποίος καταφέρνει να μετασχηματιστεί σε πολιτική οργάνωση, και μετά καλείται να κάνει την αντίστροφη διαδικασία: από αντιστασιακή οργάνωση να γίνει ξανά πολιτικός φορέας. Αυτή η διαδικασία έπρεπε να γίνει κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, όπως η παρέμβαση των Βρετανών. Και βέβαια η εξουσία ήταν στα χέρια του ΕΑΜ- είναι αυτό που λέει ο Μανώλης Γλέζος «δεν χάσαμε την εξουσία- παραδώσαμε την εξουσία». Για το ΕΑΜ, η επιλογή, ήδη από το ’43, είχε γίνει με την απόφαση που είχε δημοσιευθεί υπό μορφή προγράμματος. Το ΕΑΜ είχε εγκαταλείψει την επαναστατική λογική και είχε μπει σε μια λογική νομιμότητας. Η λογική μιας τέτοιας κίνησης εξηγείται βέβαια πολύ απλά, αφού με τέτοια μαζική απήχηση δεν χρειαζόταν να εμπλακεί σε διαδικασίες ένοπλης κατάληψης της εξουσίας. Απλά, με αδιάβλητες εκλογές και εδώ είναι το ζήτημα– ποιος θα έκανε αυτές τις αδιάβλητες εκλογές; αν όχι να κερδίσει την πλειοψηφία, τουλάχιστον να είναι ο μεγαλύτερος κομματικός σχηματισμός στην μεταπολεμική Ελλάδα. Θα μπορούσε να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Ακριβώς για αυτό το λόγο και αντιλαμβανόμενοι αυτόν τον κίνδυνο, τόσο οι Βρετανοί όσο και ο αστικός πολιτικός κόσμος προσπάθησε να το σταματήσει αυτό πρώτα φτιάχνοντας την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και παράλληλα, όταν είδαν ότι το πράγμα δεν πήγαιναν έτσι, με την ωμή επέμβαση κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Για εμένα, τα μεγέθη είναι ξεκάθαρα και αυτό φαίνεται αν κάποιος μελετήσει την Αθήνα. Είναι ξεκάθαρο ότι το ΕΑΜ δεν ήθελε να πάει σε μία ένοπλη σύγκρουση γιατί από αυτή είχε μόνο να χάσει. Όσο συνέχιζε να έχει την πολιτική διαμαρτυρία και την αντίσταση με πολιτικά μέσα, καρπωνόταν όλο και περισσότερο κόσμο. Διεύρυνε όλο και περισσότερο την πολιτική του επιρροή. Αυτό το είδε και η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη και αποφάσισε να δημιουργήσει τα τάγματα ασφαλείας ώστε η διαμάχη να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, αφού με πολιτικούς όρους δεν ήταν δυνατόν να κερδηθεί. Στην Αθήνα είναι ξεκάθαρο ότι η αλλαγή της στάσης ξεκινά από την αλλαγή της στάσης των σωμάτων ασφαλείας απέναντι στο αντιστασιακό κίνημα. Έχουμε τις δύο μεγάλες διαμαρτυρίες το 43, τη μία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και την άλλη ενάντια στην διεύρυνση της ζώνης της βουλγαρικής κατοχής το καλοκαίρι. Αυτές οι περιστάσεις είναι η πρώτη φορά που χτυπάνε πλέον στο ψαχνό και έχουμε νεκρούς διαδηλωτές. Για να συνοψίσω, το θέμα είναι ότι κάποιος πρέπει να μελετήσει τους μηχανισμούς και πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα των προπολεμικών κομμάτων. Να δούμε όμως λίγο και μεγέθη: Το ΚΚΕ από ένα πολιτικό κόμμα που είχε 4-5% ξαφνικά έφτασε να γίνεται ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που είχε κομμάτια της μεσαίας τάξης, είχε νεολαίους, είχε όχι μόνο εργάτες και εκπροσωπούσε ένα κομμάτι της τάξης του 25-35% για να αναφέρω τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις. Μπορεί να φαίνεται αυθαίρετη η μεταφορά αλλά είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από το 4% μέσα σε δύο μήνες- είναι αυτός ο πυκνός χρόνος των κρίσεων- βρέθηκε στο 27%. Είναι τεράστια αλλαγή για έναν κομματικό μηχανισμό που πρέπει να βρει μηχανισμούς να ανταπεξέλθει. Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολες είναι οι διαδικασίες αν έχεις στρατιωτική κατοχή. Ναι, λοιπόν σαφώς υπήρχε ευκαιρία αλλά πρέπει να δούμε και τι πρακτικά θα μπορούσε να γίνει ώστε να διεκδικήσει η αριστερά την εξουσία και με ποιους όρους.

* Για το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη έχουν προγραμματιστεί δύο παρουσιάσεις. Η πρώτη είναι για τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου στις 19.30 στο Δημαρχείο Καισαριανής. εκεί θα μιλήσουν μιλήσουν οι Πολυμέρης Βόγλης (Επίκουρος καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας), Βαγγέλης Καραμανωλάκης (Λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), Μάνος Ιωαννίδης (αντιστασιακός, επιτελής του πρότυπου Τάγματος ΕΛΑΣ Καισαριανής) και ο συγγραφέας.

Η άλλη είναι προγραμματισμένη για τις 30 Νοεμβρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Εκεί, εκτός από τον Π. Βόγλη και το συγγραφέα θα μιλήσουν ο Ηλίας Νικολακόπουλος (καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ο Σταύρος Σταυρίδης (επίκουρος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο), ενώ συντονιστής θα είναι ο Στέλιος Κούλογλου
.     
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v