Κλιντ ‘Ηστγουντ: Θρύλος ετών… 81

Γεννήθηκε στα σπαγγέτι western του Σέρτζιο Λεόνε, ενηλικιώθηκε στον «Βρώμικο Χάρι» του Σίγκελ και πλέον απολαμβάνει την δόξα ενός μεγάλου δημιουργού, διανύοντας ήδη την όγδοη δεκαετία της ζωής του. Μια συνοπτική ανασκόπηση της σαραντάχρονης (και βάλε) καριέρας του ταλαντούχου κύριου 'Ηστγουντ.
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Μπορεί το πρόσφατο J. Edgar να αποδείχτηκε κατώτερο των προσδοκιών, όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν το πείσμα και την μαγκιά του Κλιντ Ήστγουντ να κάνει ακόμα ταινίες, έχοντας ήδη περάσει στην όγδοη δεκαετία της ζωής του. Εκεί που ο καθένας θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση ή θα αναλισκόταν σε «αρπαχτές», ο Ήστγουντ εξακολουθεί να γυρίζει συγκλονιστικές (και οσκαρικές) ταινίες, έχοντας αποποιηθεί – εν μέρει – τον χαρακτήρα του macho guy που τον καθιέρωσε στα 70’s με το Dirty Harry. Ναι, ακούγεται γραφικό, αλλά ο Ήστγουντ γερνάει σαν το παλιό καλό κρασί. Και το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τον κινηματογράφο, όπως αυτό του Chuck Norris με την στριφογυριστή εναέρια κλωτσιά.

Η γνωριμία με τον Λεόνε και η ταύτιση με τα Western

To «ψάξιμό» του με την υποκριτική ξεκίνησε στις αρχές του ’50, όταν και έκανε ένα ασήμαντο συμβόλαιο με την Universal. Η εταιρεία δεν πίστεψε σε αυτόν όμως επειδή το μήλο του Αδάμ του… εξείχε. Έτσι «μετακόμισε» στην τηλεόραση, όπου ύστερα από τρία χρόνια και χάρη στην σειρά Rawhide (1959-1966) απέκτησε μια στενή σχέση με την… σέλα.

Ήταν η περίοδος που γνωρίστηκε με τον Σέρτζιο Λεόνε Για μια χούφτα δολάρια», «Ο καλός ο κακός και ο άσχημος», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο») και κατέληξε να συνεργάζεται με έναν Ιταλό σκηνοθέτη που δεν μιλούσε γρι Αγγλικά. Η μηδαμινή αυτή δυνατότητα επικοινωνίας με τον Λεόνε, κατά πολλούς τον έκανε να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του σιωπηλού πιστολέρο με τα μισόκλειστα μάτια και τις βιαστικές τζούρες στο πούρο – σήμα κατατεθέν του.



Ο αμφιλεγόμενος μπάτσος με το Magnum

Το μεγάλο «μπαμ» στην καριέρα του έγινε το 1971, μαζί με την κινηματογραφική εκπυρσοκρότηση του Magnum που κρατούσε στα χέρια του ως Dirty – do you feel lucky, punk? – Harry, ενός ρόλου που τον καθιέρωσε στην συνείδηση του κοινού ως macho σούπερσταρ και ο οποίος τον «ακολουθεί» μέχρι σήμερα. Ακολούθησαν και άλλες ταινίες που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία όπως η κωμωδία(!) «Every Which Way But Loose» (1978), το «Escape from Alcatraz» (1979) και τέσσερα αρκετά καλά σήκουελ του «Dirty Harry». Το 1988, πολλοί ήταν εκείνοι που εξεπλάγησαν όταν στην δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα γύρισε το «Bird», μια βιογραφική ταινία για τον θρύλο της τζαζ σκηνής Τσάρλι «Γιάρντμπερντ» Πάρκερ, χωρίς… πιστολίδια και με την εξαιρετική ερμηνεία του Φόρεστ Γουίτακερ. «Ο δικός μου φόρος τιμής στη τζαζ του '40», είπε αργότερα στους δημοσιογράφους για τους λόγους που τον οδήγησαν στο να γυρίσει μια «μουσική» ταινία.



Η «γέννηση» ενός μεγάλου σκηνοθέτη

Μπορεί στα τέλη των 80’s η καριέρα του κλονίστηκε με κακές ταινίες όπως το «Pink Cadillac» και το απογοητευτικό «The Rookie», αλλά στα 90’s αποδείχτηκε περίτρανα ότι ο Ήστγουντ δεν αστειεύεται σκηνοθετικά. «Ήταν το ιδανικό κύκνειο γουέστερν για μένα», είχε πει για τους «Ασυγχώρητους» του 1992, έναν φόρο τιμής στον Σέρτζιο Λεόνε και τον Ντον Σίγκελ, σκηνοθέτη του Dirty Harry, ταινία για την οποία απέσπασε Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ταινίας, ενώ προτάθηκε για πρώτη φορά στην καριέρα του για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Ακολούθησε το συγκινητικό «Γέφυρες του Μάντισον» (1995), ενώ το 2003 ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του ξαφνιάστηκαν, όταν επέλεξε να προσαρμόσει κινηματογραφικά το συγκλονιστικό βιβλίο του Ντένις Λεχέιν «Το σκοτεινό ποτάμι».



Η συγκλονιστική αυτή ταινία εξασφάλισε στον Σον Πεν το Όσκαρ ερμηνείας και έδειξε για ακόμα μια φορά το αστείρευτο ταλέντο του – δημιουργού πλέον – Ήστγουντ. Ένα χρόνο (!) μετά σκηνοθετεί και παίζει σε μία ακόμα εξαιρετική ταινία, το Million Dollar Baby, για την οποία υποστηρίζει πως «δεν είναι μια πυγμαχική ταινία – είναι μια ιστορία αγάπης». Τη βραδιά των Οσκαρ κέρδισε τα βραβεία καλύτερης ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου, δεύτερου ανδρικού και το τρίτο Οσκαρ σκηνοθεσίας για τον ίδιο.


Γέρασε κανείς;

Ακολουθώντας ένα διάλλειμα τεσσάρων χρόνων (πώς το έπαθε;), σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο Gran Torino το 2008 όντας ήδη 78 χρονών. Η ταινία «άνοιξε» στο αμερικάνικο box office με τριάντα εκατομμύρια δολάρια, κάνοντάς τον τον γηραιότερο καλλιτέχνη στα χρονικά που κατάφερε να πατήσει την κορυφή. Ακολούθησε το Changeling (2008) με την Αντζελίνα Τζολί για την οποία είχε πει ότι του θυμίζει «την Μπέτι Ντέιβις, την Κάθριν Χέπμπορν και την Μπέργκμαν», το βασισμένο σε αληθινά περιστατικά «Invictus» το 2009 και το μεταφυσικό "Hereafter" το 2010.

Έχοντας υποδυθεί δεκάδες ρόλους για παραπάνω από τέσσερεις δεκαετίες, ο Ήστγουντ έδωσε τα καλύτερα δείγματα δουλειάς στο λυκόφως(;) της καριέρας του και παρ’ ότι διάφορες φήμες τον χαρακτήριζαν κατά καιρούς ως γυναικά, μανιακό με τον έλεγχο, σκληρό καρύδι, ακόμα και καθίκι, η καριέρα του δεν σπιλώθηκε ούτε στιγμή. Πλήρως αποκομμένος από τις κλίκες του Χόλυγουντ, χαλαρός και ατάραχος σαν να μην γέρασε ούτε μια μέρα από την εποχή του Dirty Harry, o Ήστγουντ συνεχίζει ακάθεκτος να κάνει αυτό το οποίο ξέρει – και αγάπησε – περισσότερο στη ζωή του. Όπως έχει πει και ο ίδιος: «Κάνω ταινίες εδώ και 33 χρόνια και το μόνο που επιζητώ είναι ανθρώπους που θέλουν να δουν μια ιστορία στο πανί. Λατρεύω κάθε πλευρά του κινηματογράφου και νομίζω πως θα μείνω αφοσιωμένος εφ' όρου ζωής…»
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v