Μαρία Κάλλας: Ο θρύλος ζει ακόμη

Τριάντα τέσσερις Σεπτέμβρηδες πριν, η Μαρία Κάλλας άφησε την τελευταία της πνοή. Το Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης τιμά την μνήμη της εγκαινιάζοντας έκθεση αφιερωμένη στην μεγάλη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα και εμείς ακολουθούμε τα ίχνη ενός θρύλου.
Μαρία Κάλλας: Ο θρύλος ζει ακόμη
του Γιώργου Κόκουβα

Οι υπερπολύτιμες φωνητικές χορδές της Μαρίας Κάλλας έβγαλαν τους τελευταίους τους ήχους στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, η φωνή της, η παράδοσή της, η επιβλητική της προσωπικότητα λάμπουν ακόμη. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το οποίο εγκαινιάζει αυτόν τον μήνα την έκθεση «Μαρία Κάλλας για πάντα» σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μελετών και Αλληλεγγύης, φέρνοντας μέχρι τις 13 Νοεμβρίου κοντά στο κοινό προσωπικά αντικείμενα της σοπράνο.

Ρούχα από την ξεχωριστή ενδυματολογική Ιστορία της καλλιτέχνιδας, γυαλιά ηλίου, κοσμήματα, το μονόγραμμα «Ω», απομεινάρι από την συμβίωσή της με τον Αριστοτέλη Ωνάση στον Σκορπιό συγκαταλέγονται στα αντικείμενα που φιλοξενεί το φουαγιέ του Μεγάρου, χτίζοντας λιθαράκι-λιθαράκι την πορεία, την καθημερινότητα και την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας. Τα ίχνη αυτού του μύθου ακολουθεί και το in2life, αποτίοντας φόρο τιμής στην Ελληνίδα που κατέκτησε τον κόσμο, μόνο με την φωνή της.

Τα πρώτα «πολεμικά» βήματα

Γεννημένη στο Μανχάταν το 1923, η Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου είχε μάλλον μεγάλο όνομα για να γίνει… «μεγάλο όνομα» - δεν ήταν έκπληξη που το «έκοψε» σε Μαρία Κάλλας. Η μοίρα την προίκισε –εκτός από ένα δυνατό λαρύγγι- με μάλλον προβληματική μητέρα. Για την Λίτσα Καλογεροπούλου, η μικρή της κόρη ήταν το ασχημόπαπο της οικογένειας, και ενώ πάντα φρόντιζε να παινεύει την μεγαλύτερη αδερφή της, πίεζε την ίδια να τραγουδά και να δουλεύει από… μονοψήφια ηλικία.

Η πίεση πέρασε και σε άλλα επίπεδα όταν η μητέρα της πήρε μια ωραία ημέρα τις κόρες της, εγκατέλειψε τον σύζυγο στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εκτός από τα πρώτα μαθήματα φωνητικής, η Μαρία Κάλλας πήρε και τα πρώτα μαθήματα… βιοπάλης, αφού εν μέσω Κατοχής, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε αργότερα το στενό περιβάλλον της, η μητέρα της την ανάγκαζε να βγαίνει με διάφορους άνδρες, κυρίως Ιταλούς και Γερμανούς φαντάρους, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην για το σπίτι τους.

«Ήμουν το ασχημόπαπο, χοντρούλα και καθόλου δημοφιλής. Είναι σκληρό πράγμα να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο… Ποτέ δεν θα την συγχωρήσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που κανονικά έπρεπε να παίζω, εγώ είτε θα τραγουδούσα είτε θα έβγαζα χρήματα», φέρεται να δήλωσε αργότερα η Κάλλας.

Παρ’ όλα αυτά, το καλό από όλη αυτή την ενδοοικογενειακή ένταση ήταν η ακατάπαυστη ενασχόληση της μικρής Μαρίας με την φωνή της. Έπειτα από δύο χρόνια εντατικών μαθημάτων η 15χρονη υψίφωνος κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως μαθητευόμενη σοπράνο, ενώ , αφού ακολούθησαν οι σπουδές της στο Ωδείο των Αθηνών, δεν άργησε το επαγγελματικό της ντεμπούτο το 1942.

Παρά τα κολακευτικά σχόλια των κριτικών μετά την πρώτη της παράσταση –ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτών- οι υπόλοιπες νεαρές κοπέλες της αθηναϊκής όπερας της έκαναν την ζωή δύσκολη. Το παρασκήνιο εκείνων των πρώτων παραστάσεων περιλάμβαναν τις «συμπρωταγωνίστριες» της Κάλλας να γελούν επίτηδες όσο εκείνη ερμήνευε και να την δείχνουν με το δάχτυλο για να νιώσει άσχημα. Με τις περισσότερες γυναίκες του περιβάλλοντός της να της βάζουν εμπόδια στον δρόμο της, η Κάλλας δεν άργησε να φύγει από την Ελλάδα, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη το 1945 για να κυνηγήσει το πεπρωμένο της.

Η «διεθνής» Κάλλας

Η αναγνώριση δεν άργησε να έρθει και παρά τις πρώτες ατυχίες στις μεγάλες σκηνές της Νέας Υόρκης, το έμπειρο αφτί του καλλιτεχνικού διευθυντή της Αρένας της Βερόνας, Τζοβάνι Τζενατέλο την «κλέβει» και την καθοδηγεί στην Ιταλία, όπου έμελλε να κατακτήσει τον μουσικό κόσμο.

Σημαντικός σταθμός προς αυτό το κατόρθωμα υπήρξε η γνωριμία της με τον Τζιοβάνι Μενεγκίνι, σπουδαίο επιχειρηματία, τον οποίο και παντρεύτηκε το 1949. Εκείνος της προσέφερε όλες τις κομβικές διασυνδέσεις προς την καθιέρωσή της ως σταρ, ενώ την ίδια περίοδο η συνεργασία της με τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν την απογείωσε. Η «εκτόξευση» έγινε στο ανέβασμα του «I puritan» στην Βενετία το 1949, όπου η Κάλλας έπρεπε σε τρεις ημέρες να μάθει τον ρόλο της Ελβίρα και να προσαρμοστεί σε δύσκολους τόνους. Οι κριτικοί και οι άνθρωποι της όπερας είχαν προετοιμαστεί για φιάσκο, γι’ αυτό και δεν πίστευαν στα αφτιά τους όταν η νεαρή σοπράνο πραγματοποίησε έναν φωνητικό «περίπατο» εκείνο το βράδυ.

Από εκείνη την ημέρα, όλες οι πόρτες άνοιξαν για την Κάλλας, ακόμη και αυτή της Σκάλας του Μιλάνου, που μέχρι τότε την σνόμπαρε επιδεικτικά. Aida, La Gioconda, La Traviata, ο Σικελικός Εσπερινός, η Ιφιγένεια εν Ταύροις γνώρισαν νέα επίπεδα ερμηνείας από την Ελληνίδα-φαινόμενο, την οποία λάτρεψαν όλοι οι μεγάλοι μαέστροι της εποχής: Von Karajan, Zefirelli, Μινωτής, Wallmann, Visconti.

Μία σοπράνο… με βάρος

Η Κάλλας εξελίσσεται στην απόλυτη ντίβα του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος. Παρ’ όλα αυτά, έμενε να διορθωθεί μια μικρή λεπτομέρεια. Μπορεί η Κάλλας να μην φορούσε πλέον τα τεράστια γυαλιά μυωπίας που την έκαναν στόχο πειραγμάτων στην παιδική της ηλικία, αλλά της είχε μείνει… η όρεξη για το φαγητό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε φτάσει τα 90 κιλά, και ενώ η ίδια θεωρούσε φυσιολογικό να τρώει πολύ κατά την διάρκεια της πρόβας, ο μέντοράς της, Σεραφίν, την ανάγκασε να ζυγιστεί μπροστά του για να της αποδείξει ότι το είχε παρακάνει.

Με την προτροπή του συζύγου της, η Κάλλας πραγματοποίησε εντατική δίαιτα, που της χάρισε μια σιλουέτα περίπου 35 κιλά ελαφρύτερη – μάλιστα πολλές εταιρίες τροφίμων έσπευσαν να καρπωθούν την επιτυχία της δίαιτας, υποτίθεται χάρη στα ιταλικά τους προϊόντα, αλλά η Κάλλας τους έβαλε στην θέση τους με χορταστικές μηνύσεις. Ο κόσμος της όπερας έκανε λόγο για μία ερμηνεύτρια που επιτέλους ήταν σε τέλεια φόρμα, «όπως την προόριζε η φύση», ικανή να ερμηνεύσει κάθε ρόλο.

Ούτε ο κινηματογράφος ξέφυγε από τις ερμηνευτικές της αναζητήσεις, καθώς ο Πιερ Πάολο Παζολίνι της έδωσε τον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του, η οποία αν και απέτυχε εμπορικά, αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της Ελληνίδας ντίβας.

Η πορεία προς το τέλος

Μαζί με την απώλεια των κιλών, ωστόσο, ξεκινούν και τα προβλήματα: Η φωνητική της ετοιμότητα παίρνει σταδιακά την κατιούσα. Και ενώ κάποιοι υποστηρίζουν πως γι’ αυτό ευθύνεται η εξαντλητική δίαιτα, άλλοι εστιάζουν στην παραμέληση της καριέρας της για χάρη της προσωπικής της ζωής, η οποία παίρνει θυελλώδεις διαστάσεις όταν γνωρίζει τον Έλληνα κροίσο Αριστοτέλη Ωνάση το 1957.

Η σχέση τους κρατά περίπου 10 χρόνια, μέσα στα οποία η Κάλλας προλαβαίνει να πάρει διαζύγιο από τον Μενεγκίνι, να γίνει εξώφυλλο σε όλα τα περιοδικά, να γεννήσει κρυφά –σύμφωνα με τον βιογράφο της- το νεκρό παιδί του Ωνάση, να περάσει τα καλοκαίρια της στον Σκορπιό και τελικά να δει τον θρυλικό εφοπλιστή, αντί να της κάνει πρόταση γάμου όπως περίμενε, να την εγκαταλείπει ξαφνικά για την Jackie Kennedy το 1968.

Το τελευταίο κεφάλαιο στην ζωή της γράφεται με τον θάνατό της στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, οπότε και υπέστη ανακοπή καρδιάς. Και ενώ οι φήμες ήθελαν την υψίφωνο να προσπάθησε να θέσει τέλος στην ζωή της με μεγάλη δόση βαρβιτουρικών, πρόσφατες ιταλικές έρευνες υποστηρίζουν πως η Κάλλας κρατούσε καλά κρυμμένο ένα μυστικό: Έπασχε από μία εκφυλιστική μυοασθένεια, για την οποία ήταν αναγκασμένη να λαμβάνει σκευάσματα που έφθειραν όχι μόνο την φωνή της αλλά και την καρδιά της.

Η κηδεία της έγινε στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι, και μετά την αποτέφρωσή της, ακολούθησε άλλο ένα θρίλερ, με την κλοπή της στάχτης της. Αφού η τέφρα της βρέθηκε, ένα χρόνο αργότερα, σκορπίστηκε σύμφωνα με την επιθυμία της στα ανοιχτά του Αιγαίου.

Ωστόσο, το κεφάλαιο «Κάλλας» δεν περιορίζεται στα 54 χρόνια της ζωής της: Η Μαρία Καλογεροπούλου επανακαθόρισε την όπερα ως είδος, έφερε νέα ενδυματολογικά και ερμηνευτικά δεδομένα, έκανε όλο τον κόσμο να ασχοληθεί με ένα είδος «πολυτελείας» και έθεσε τα θεμέλια για την νέα γενιά ερμηνευτών. Όπως άλλωστε δήλωσε για την Κάλλας και η εξίσου φημισμένη σοπράνο Μονσερά Καμπαγιέ, «Άνοιξε μια νέα πόρτα για εμάς, για όλους τους τραγουδιστές του κόσμου, μια πόρτα που είχε κλείσει. Πίσω από αυτή κοιμόταν όχι μόνο η σπουδαία μουσική αλλά και η σπουδαία έννοια της ερμηνείας».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v