Τομ Ρόμπινς: Ένας Τρυποκάρυδος στη χώρα του ονείρου

Με το εφευρετικό του στιλ, τη μοναδική του περιγραφή εικόνων και συναισθημάτων σε πείθει ότι ο κόσμος μας είναι μαγικός. Τελευταίο του βιβλίο, το "Μπι όπως Μπίρα", ένα παιδικό βιβλίο για μεγάλους. Όπως όλα άλλωστε.
του Γιώργου Φλώκα

Εμπνευσμένος από αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «αναγέννηση των 60s», ο Τομ Ρόμπινς θεωρείται από κάποιους ο πνευματώδης χρονικογράφος της εν λόγω ταραχώδους δεκαετίας. Ωστόσο, με καριέρα 35 ετών, οκτώ μυθιστορήματα και εκατοντάδες γραπτά, μάλλον είναι κάτι ευρύτερο.

Τα γραπτά του μπορούν να σε συναρπάσουν, μπορούν να σε αλλάξουν ως άνθρωπο, μπορούν να σου στιγματίσουν τη ζωή.

Αν και είναι διάσημος για την καλύτερη επιλογή λέξεων στην περιγραφή πολύπλοκων συναισθημάτων και μοναδικών εικόνων, ο ίδιος ο Ρόμπινς το αρνείται. «Το να χρησιμοποιείς λέξεις για να περιγράψεις τη μαγεία, είναι σαν να χρησιμοποιείς κατσαβίδι για να κόψεις το ψητό».

Tο τελευταίο του πόνημα είναι ένα παιδικό βιβλίο για τη… μπίρα. Το Μπι όπως Μπίρα είναι φυσικά και για μεγάλους. Γοητευτικό αλλά και ανατρεπτικό μαζί, οδηγεί τους αναγνώστες, μικρούς και μεγάλους, σε μια απρόσμενη και εις βάθος διερεύνηση των ορίων της πραγματικότητας, τις μαγικές ικανότητες των παιδιών και, φυσικά, στο υπέρτατο νόημα μιας ωραίας παγωμένης μπιρίτσας.

Ποιος είναι ο Τομ Ρόμπινς
Γεννήθηκε στη Βόρειο Καρολίνα των ΗΠΑ το 1936 σε οικογένεια με βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την οικογένειά του ως μια θρησκευτική (ήταν Βαπτιστές) εκδοχή των Simpsons. Ο πατέρας του Τόμας Γιουτζίν Ρόμπινς, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, ήταν στέλεχος σε επιχείρηση ενώ η μητέρα του ήταν νοσοκόμα αλλά και συγγραφέας θρησκευτικών παιδικών βιβλίων. Αυτή ήταν που τον ενθάρρυνε να διαβάζει και να γράφει από τα παιδικά του χρόνια.

Ο πατέρας του τον μάζεψε γρήγορα από το δημόσιο σχολείο, λόγω προβλημάτων με τους δασκάλους του, και τον έστειλε σε στρατιωτική ακαδημία. Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, ο Ρόμπινς σπούδασε δημοσιογραφία στην Ουάσινγκτον. Τελειώνοντας τις σπουδές του, το 1959, ξεκίνησε το γύρο των ΗΠΑ με ωτοστόπ. Κατέληξε στη Νέα Υόρκη, όπου και αποφάσισε να κάνει καριέρα ως ποιητής.

Για να γλιτώσει το στρατό, κατατάχθηκε στην αεροπορία και πέρασε ένα χρόνο στην Άπω Ανατολή, διδάσκοντας μετεωρολογία στους αεροπόρους της Νότιας Κορέας, ενώ αξιοποίησε την παραμονή του εκεί για να διδαχτεί την ιαπωνική κουλτούρα και αισθητική με συνεχόμενα ταξίδια στο Τόκιο.

Μετά τη λήξη της θητείας του, συνέχισε τις σπουδές του στις τέχνες σε πανεπιστήμιο του Ρίτσμοντ, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως συντάκτης στη Richmond Times. Ωστόσο, ήλθε σύντομα σε ρήξη με τους συναδέλφους του, καθώς αντιτάχθηκε έντονα στον ρατσισμό που ήταν συνυφασμένος με την κουλτούρα εκείνης της εποχής, τουλάχιστον στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ.

Γρήγορα του αφαιρέθηκε η ευθύνη της επιλογής φωτογραφιών για τα κεντρικά σαλόνια της εφημερίδας, καθώς επέλεγε πρόσωπα όπως ο Λούις Άρμστρονγκ και ο Νατ Κινγκ Κόουλ, αντίθετα στην πολιτική της εφημερίδας να μην δημοσιεύει φωτογραφίες αφροαμερικανών. Έτσι, ο Ρόμπινς αποφάσισε να «μεταναστεύσει» σε πιο φιλελεύθερα κλίματα, μια απόφαση που τον οδήγησε στο Σιάτλ, το 1962, όπου και βρήκε γρήγορα δουλειά ως υπεύθυνος ύλης στην Seattle Times.

Εκεί γνωρίστηκε τόσο με το κίνημα των χίπιδων, όσο και με τα δημοφιλή ναρκωτικά της εποχής, όπως το LSD. Οι ψυχεδελικές εμπειρίες που έζησε εκείνη την εποχή, βοήθησαν στη διαμόρφωση των ιδεών αλλά και του ιδιότυπου στιλ γραφής του Ρόμπινς. Μια μέρα, μετά από μακρά απουσία από τη δουλειά του, τηλεφώνησε και δήλωσε: «Ήμουν άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τώρα είμαι καλά και έτσι, δεν πρόκειται να ξαναέλθω».

Στις αρχές του 1964, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη «για να βρει και άλλα μέλη της φυλής του». «Αν ήξερα καλύτερα», ομολογεί αργότερα, «θα πήγαινα στο Σαν Φρανσίσκο». Ωστόσο, ούτε εκεί κατάφερε να μείνει για περισσότερο από ένα έτος και γρήγορα κατέληξε στο Σιάτλ, όπου εν τω μεταξύ, άνθιζε το κίνημα των λουλουδιών, με νέα μουσική, σεξουαλική ελευθερία και ναρκωτικά. Εκεί, βρήκε και άλλα -μακρυμάλλικα- μέλη της φυλής του.

Στο Σιάτλ ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο και η θρυλική εκπομπή του «Notes from the underground» στον εναλλακτικό σταθμό KRAB ήταν αυτή που έπαιξε πρώτη τις μουσικές των Doors, των Grateful Dead και των Jefferson Airplane, πριν γίνουν «μόδα».

Ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν απομόνωση για να γράψει το πρώτο του βιβλίο και έτσι, εγκατέλειψε την κοινωνική ζωή και μετακόμισε στο South Bend μαζί με την σύντροφό του, Τέρι Λούντεν, την οποία παντρεύτηκε το 1969 και απέκτησε τον Fleetwood Star Robbins το 1971. Ο έτερος καρπός της απομόνωσης του συγγραφέα ήταν το Another roadside attraction, ελληνικός τίτλος "Αμάντα το κορίτσι της γης".

Ακολούθησαν, το "Ακόμη και οι καουμπόισσες μελαγχολούν", το πιο διάσημο βιβλίο του, ο "Τρυποκάρυδος", "Το άρωμα του ονείρου", "Ο χορός των εφτά πέπλων", το "Μισοκοιμισμένοι μες τις βατραχοπιτζάμες μας", "Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα" και το "Villa Incognito" το 2003.

Με την πρώτη του γυναίκα χώρισε μετά από μια διετία και, παρά το γεγονός ότι, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, είναι μονογαμικός, δίστασε να δεσμευτεί σε νέο γάμο λόγω του αποτυχημένου πρώτου «πειράματος». Τη δεκαετία του 80’ παντρεύτηκε τελικά την γλύπτρια Donna Davis, μετά από πολύχρονη σχέση, για να χωρίσουν μετά από λίγο καιρό. Ο Ρόμπινς παρέμεινε εργένης έως το 1987, οπότε και γνώρισε την Alexa D’ Avalon, ηθοποιό και…μέντιουμ, με την οποία ζει μέχρι σήμερα.

Έχει πει: «Στην πραγματικότητα, υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να ζήσει κανείς σε αυτή τη σφαίρα με ευτυχία και καλή υγεία, και πιθανόν μόνο ένας τρόπος -ο βιομηχανοποιημένος, αστικός τρόπος- να ζήσεις εδώ ηλιθιωδώς. Δυστυχώς, ο άνθρωπος έχει καταφέρει να ζει με αυτόν τον ένα τρόπο."

«Η έλλειψη πίστης στη μαγεία μπορεί να οδηγήσει τη δύστυχη ψυχή να πιστεύει σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις»
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v