Νίκος Γιαννέτος: Ο άνθρωπος που ράβει το ελληνικό jet set

Ενόψει των χριστουγεννιάτικων αγορών και εορταστικών εξόδων μας, συναντήσαμε το κεντρικό πρόσωπο της κορυφαίας ελληνικής εταιρίας ανδρικών ενδυμάτων Giannetos, που μας άνοιξε την καρδιά του και μας μίλησε για την τέχνη και την σημασία του χειροποίητου ενδύματος.
Νίκος Γιαννέτος: Ο άνθρωπος που ράβει το ελληνικό jet set
της Έλενας Μπούλια
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Αποστολάκης


Η οικογένεια Γιαννέτου έχει μία ιστορία που μετρά αισίως 100 χρόνια. Οι ρίζες της ξεκινούν περί το 1907 στο Αριοχώρι της Καλαμάτας, όπου ο ράφτης Δημήτρης Γιαννέτος στήνει την πρώτη του επιχείρηση. Και από τότε μέχρι σήμερα η επιχείρηση αυτή έχει αλλάξει γενιές, τόπους, εποχές και έχει αναπτυχθεί όσο λίγες στην Ελλάδα.

Βρεθήκαμε ένα πρωί στο κεντρικό κατάστημα Giannetos στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 18, τηλ. 210 3637450) και μιλήσαμε με τον κύριο Νίκο Γιαννέτο, ο οποίος -πέρα από την ευρεία καλλιτεχνική του δραστηριότητα ως ζωγράφος- μέσα στην επιχείρηση είναι φορέας πληροφοριών και εφαρμογής νέων τεχνολογικών εξελίξεων στο Management καθώς και των τάσεων στον χώρο της ένδυσης, που συνιστούν τις βασικές παραμέτρους για τις στρατηγικές επιλογές της επιχείρησης. Μας μίλησε για την ιστορία των ενδυμάτων Giannetos, η οποία βαδίζει σχεδόν παράλληλα με την ίδια την ιστορία της χώρας μας, για την σημασία που δίνεται στον πελάτη, για τους καλοντυμένους και κακοντυμένους Έλληνες, για το τι μπορούν να φορέσουν οι άνδρες στα ρεβεγιόν, και για πολλά άλλα που έκαναν την ώρα να περάσει χωρίς να το καταλάβουμε.

«Εκείνη την εποχή [περί το 1910] τα χωριά δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ήταν πλήρως οργανωμένες κοινωνίες, είχαν όλα τα επαγγέλματα και οι ραφτάδες δεν ήταν λίγοι. Η πολλή δουλειά τους, βέβαια, ήταν στις γιορτές, που για να προλάβουν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους, επιδίδονταν στα περίφημα ξενύχτια, ενώ τον υπόλοιπο καιρό, όταν δεν είχαν δουλειά, πήγαιναν και στα κτήματα, μαζί με τους «μαθητευόμενούς του», οι οποίοι αποτελούσαν μέλη της οικογένειας», ξεκινά να μας λέει ο κύριος Γιαννέτος, μιλώντας για ένα κοινωνικό σχήμα που κράτησε μέχρι το ’50.

«Μετά την γέννηση του τέταρτου παιδιού του (εμού) και την λήξη του πολέμου, ο Παναγιώτης Γιαννέτος, απολύεται από τον στρατό, όπου υπηρέτησε για 6-7 χρόνια και επιστρέφει δυναμικά στο επάγγελμά του. Οι εποχές ήταν δύσκολες. Σκεφτείτε ότι το ίδιο ρούχο, με κάποια μεταποίηση, περνούσε από πολλές γενιές. Αλλά ο Παναγιώτης Γιαννέτος πάλεψε πολύ. Έφτιαξε μία ιδεολογία για την δουλειά, ανέπτυξε στοιχεία και αξίες που διαμόρφωσαν την μετέπειτα κουλτούρα. Ενημερωνόταν συνεχώς από ξένα περιοδικά για την μόδα και την ραπτική. Το ’54 άνοιξε και το πρώτο του μαγαζί στην Καλαμάτα, φέρνοντας εξαιρετικά υφάσματα από το εξωτερικό και εμπορεύματα από την Αθήνα. Το 1960, μάλιστα, έφυγε για 2 μήνες στο Μιλάνο, για να σπουδάσει δίπλα σε έναν κορυφαίο μόδιστρο της εποχής και να εμβαθύνει στην τέχνη της ραπτικής.

Δημιουργούσε ρούχα σε στιλ που κανείς ακόμα στην Αθήνα δεν τολμούσε, έχοντας συμμάχους τους νεαρούς της Καλαμάτας, πάντα ανοιχτούς σε νέες ιδέες (π.χ. σε σακάκια μεσωτά με 2 μεγάλα ανοίγματα). Το 1964, μετά από παραίνεση του μεγάλου μου αδερφού, φύγαμε [όπως πολλοί Έλληνες της εποχής] για να δουλέψουμε στην Αμερική. Τα πτυχία του πατέρα μου μας άνοιξαν τον δρόμο και βρεθήκαμε στο Σικάγο, όπου αντιμετωπίσαμε απίθανες ευκαιρίες αλλά και πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Εκεί, όμως, γίναμε άλλου τύπου ραφτάδες, μιας σύγχρονης αντίληψης. Γιατί, σε αντίθεση με την Ευρώπη ακόμα τότε, η αμερικάνικη βιομηχανία ενδυμάτων ήταν που δημιουργούσε πρότυπα, π.χ. από τις ταινίες του Χόλυγουντ κλπ. Από εκεί αγοράσαμε υλικά και μηχανές που δεν υπήρχαν ακόμα στην Ελλάδα, δημιουργώντας ένα σύγχρονο εργαστήριο. Όταν ήρθε η στιγμή να φύγουμε γίνεται η δικτατορία -κάτι τελείως αναπάντεχο- που μας έκανε να καθυστερήσουμε λίγο την επιστροφή μας, αλλά τέλη του 1967 ήμασταν πλέον στην Ελλάδα.»

Και τότε είναι που ξεκινούν οι προκλήσεις για τους άνδρες της οικογένειας. Επιλέγουν να εγκατασταθούν στην Αθήνα, ανοίγοντας το πρώτο τους μαγαζί στην Καραγιώργη Σερβίας 12-14, παράγοντας ρούχα αρχικά για Αμερικανούς και πολύ σύντομα για Αθηναίους πελάτες, που εκτίμησαν την ποιότητα και το σύγχρονο στιλ τους. Ο κύριος Γιαννέτος λέει χαρακτηριστικά, «Από τους πρώτους πελάτες μας ήταν άνθρωποι που άλλοι κάνουν χρόνια για να τους προσεγγίσουν, π.χ. η οικογένεια Βαρδινογιάννη, ο Γιώργος Νταλάρας όταν τραγούδησε το ’21 φορούσε σμόκιν που του φτιάξαμε εμείς. Τις εποχές εκείνες χόρευαν το συρτάκι και ήθελαν ένα άψογο παντελόνι. Πελάτης μας ήταν και ο Γιάννης Πάριος. Πολύ σύντομα στην πλατεία Κολωνακίου, λόγω και της χούντας, δεν κουβέντιαζαν τίποτε άλλο παρά για τον ράφτη τους και για τα αυτοκίνητα που είχαν αρχίσει να εισβάλλουν τότε στην ζωή μας –κάτι που μας ευνόησε πάρα πολύ. Το κακό που έκανε η χούντα για εμάς ήταν καλό με την έννοια ότι γινόντουσαν συζητήσεις που μας αφορούσαν. Και σε όλη τη ζωή μας σαν επιχείρηση το «από στόμα σε στόμα» ήταν που μας έκανε γνωστούς.»

Και συνεχίζει «Ο κόσμος έπαιρνε από εμάς ένα προϊόν που είχε μέσα του όλο το μεράκι και την ιδέα της επιχείρησης. Αυτό κάνει μία απλή δουλειά να γίνεται τέχνη -αν και το ράψιμο είναι πολύ δύσκολη δουλειά γιατί εμπεριέχει στοιχεία και τεχνικής (γεωμετρίας) αλλά και αισθητικής. Ένα ρούχο είναι το συμπλήρωμα της προσωπικότητας του ανθρώπου κι εμείς δημιουργούμε ρούχα που είναι φτιαγμένα για τον κάθε ένα ξεχωριστά. Δεν πάμε να κάνουμε τους ανθρώπους σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη, η μόδα για εμάς έχει μία διαφορετική αναφορά: Την αναφορά στις αισθητικές ανάγκες, στην συμπλήρωση της προσωπικότητας.»

Την ιδέα αυτή φαίνεται να εκτιμούν και οι αμέτρητοι για χρόνια πιστοί πελάτες της επιχείρησης και αυτήν επιδιώκουν να κληροδοτήσουν οι αδερφοί Γιαννέτου και στα παιδιά τους: «Ότι ο έρωτας και η αγάπη μιας διαδικασίας είναι που την κάνει ξεχωριστή. Είναι ουσιαστικά ο αγώνας μας. Δεν κουραζόμαστε πολύ γι’αυτό γιατί υπάρχουν βάσεις και  προκλήσεις μιας εποχής με χιλιάδες προτάσεις και εκδοχές. Οι νέοι όμως έχουν άπειρες δυνατότητες μόρφωσης και ενημέρωσης για να απλώσουν τα φτερά τους και να εξελιχθούν. Αλλά πριν από όλα και πάνω από όλα υπάρχει ο πελάτης

Τι κάνει όμως τα ρούχα Giannetos τόσο ξεχωριστά;
«Δύο πολύ σοβαρά πράγματα. Το ένα είναι η μόδα, όπως εμείς την ενσωματώνουμε και την εκφράζουμε, και το άλλο είναι η ποιότητα, η υφή των πραγμάτων. Αναλογίες που σχετίζονται με το γυαλί και το κρύσταλλο, με το μαλλί και το κασμίρ. Αυτή η απαίτηση για το κορυφαίο δεν πιστεύουμε ότι ανταποκρίνεται σε μία εγωιστική διάθεση των ανθρώπων, αλλά στο ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τι διαδικασίες έχουν το δικαίωμα επιλογής και η επιλογή αυτή που τους προσφέρουμε εμείς αφορά το καλύτερο δυνατό, στα πλαίσια των δυνατοτήτων που έχουν οι άνθρωποι.»

Αυτό βέβαια, μεταφράζεται σε κόστος. «Στην Ευρώπη, τα 100% χειροποίητα ρούχα, το make-to-measure δηλαδή, έχουν την διπλάσια ή και τριπλάσια τιμή απ’ό,τι εδώ. Και οι λόγοι που μπορούμε να διατηρούμε συγκριτικά χαμηλά τις τιμές μας είναι αφενός οι εξαιρετικοί μας υπάλληλοι και η συναίσθηση ότι είμαστε σε μία χώρα που τα εισοδήματα δεν είναι ευρωπαϊκά. Κοιτάμε, λοιπόν, να λύνουμε οικονομικά προβλήματα της εταιρίας για να μπορέσουμε να είμαστε όχι απλώς ανταγωνιστικοί -γιατί δεν υπάρχει άλλος σαν εμάς- αλλά ανάλογοι με την δυνατότητα των εισοδημάτων στην Ελλάδα και να μπορεί ο κόσμος να έρθει σ’εμάς. Τόσο που όταν ακούω άνθρωπο να λέει «θέλω αλλά δε μπορώ», είμαι έτοιμος να του πω «παρ’το στο κόστος».

Σχετικά με την οικονομική κρίση που ακούγεται ότι θα συνεχιστεί και το 2009, είδατε κάποια ύφεση στα κέρδη σας;
Κοιτάξτε, η εποχή αυτή είναι δύσκολη για όλον τον κόσμο. Μας παρηγορεί ότι δεν είναι δύσκολη για’μας. Όμως θα παλέψουμε όλοι χωρίς να χάσουμε την αισιοδοξία μας, τονίζοντας ότι είναι μία ευκαιρία αυτή η οικονομική κρίση, για να λύσουμε προβλήματα, για να αποκατασταθούν κάποια πράγματα τα οποία είχαν εντελώς διαστρεβλωθεί. Η έννοια της κατανάλωσης δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε το μείζον θέμα που αφορά την ανθρώπινη κοινωνία. Είναι η κάλυψη των αναγκών αλλά και της ψυχολογίας, αλλά οριοθετείται κάπου. Αυτή η εγωιστική αντίληψη ότι τα πάντα μεταφράζονται σε μάρκες, φίρμες κλπ εμάς δεν βρήκε ποτέ σύμφωνους, είναι έξω από το κλίμα της ζωής μας. Εμάς μας ενδιαφέρει να φτιάχνουμε ωραία πράγματα, να τα πουλάμε σε ωραίους ανθρώπους και να ‘χουμε το χαμόγελό τους να μας ευχαριστεί γι’αυτό που κάνουμε.»

Σκοπεύετε πάντως να διατηρήσετε κάπως χαμηλές τις τιμές ή να κάνετε κάποιες εκπτώσεις και προσφορές;
Ήδη το κάνουμε και όχι μόνο εμείς, αλλά όλες οι μικρές επιχειρήσεις. Σήμερα ο καταναλωτής δεν πρέπει να πνίγεται στην απελπισία γιατί έχει ισχυροποιηθεί η θέση του, αφού μπορεί να αγοράζει προϊόντα φθηνότερα. Και οι πρώτες ύλες έπεσαν και το πετρέλαιο έπεσε. Όλα είναι καλύτερα για τον καταναλωτή. Και πάντα μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι διαχειρίζονται τα εισοδήματά τους με τρόπο σοβαρό και όχι για αυτούς που έχουν δέκα κάρτες χωρίς εισόδημα. Πότε δεν ήταν αυτός ο στόχος της πελατείας μας. Θέλουμε ανθρώπους όχι για μια φορά αλλά ανθρώπους που να στηρίζουν μία πραγματική αντίληψη για την λειτουργία και της αγοράς και της παραγωγής και της κατανάλωσης

Πώς αντιμετωπίζετε έναν πολύ δύσκολο και απαιτητικό πελάτη;
Για’μας κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε έναν πελάτη -και λέω αντιμετωπίζουμε γιατί για εμάς είναι ένα σχέδιο ο κάθε πελάτης, μια ιδιαίτερη περίπτωση- αυτό που επιχειρούμε και προσπαθούμε είναι να τον ικανοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Στη σχέση μας, ωστόσο, υπάρχει μια οριοθέτηση, με την έννοια των καλών τρόπων. Εδώ δεν υπάρχει η ιδέα ότι «έχω το χρήμα και κάνω ό,τι θέλω», αυτό δεν επιτρέπεται σαν σχέση σε μία κοινωνία αξιοπρέπειας. Οι δυσκολίες υπάρχουν πάντα, οι άνθρωποι έχουν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για μια σειρά πραγμάτων και εμείς τους βοηθάμε να καταλάβουν κάποια πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρει ο πελάτης σου την αντίληψη που έχεις για τα πράγματα. Οι περισσότεροι είναι διατεθειμένοι να σε ακούσουν και σέβονται την προσπάθειά σου και τον αγώνα σου. Παρατηρούμε ότι ακόμα και σε δύσκολες μέρες ο πελάτης νιώθει την ανάγκη να σε στηρίξει. Είναι άκρως σημαντικό το θέμα των σχέσεων και επενδύουμε σε αυτό πάντα γιατί έχουμε ζήσει μια ζωή με τον πελάτη πλάι μας. Είναι μία υπόσταση συνυφασμένη.»

Θα λέγατε πως είναι καλοντυμένοι οι Αθηναίοι σήμερα;
«Έχει επηρεαστεί πάρα πολύ η αισθητική όλων από το casual ρούχο, το οποίο έχει μεν τις αξίες του, προσδίδει μία νεανικότητα -εμείς παντρέψαμε το τζιν με το μπλέιζερ και με σακάκια σπορ, δε μπορείς να έχεις προκαταλήψεις και να πας κόντρα σε ένα ρεύμα παγκόσμιο. Όμως δεν θα φτάσουμε και στο σημείο να δώσουμε αξία σε πράγματα που δεν έχουν. Το τζιν είναι πάντα ένα τζιν, όσες υπογραφές και να’χει. Το θεωρώ υπερβολή να πληρώνει κανείς 300 ευρώ για ένα τζιν το οποίο κοστίζει 7 ευρώ, μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες άϋλες αξίες: η ιδέα, ο σχεδιασμός, η καινοτομία, που πληρώνονται, αλλά πιστεύω πως ο καταναλωτής πρέπει να παίρνει θέση, να μην γλιστράει πάνω στο λάδι. Γιατί αυτός ο καταναλωτής ούτε θα ντύνεται σωστά, ούτε τα χρήματα που πληρώνει θα έχουν αντίκτυπο. Πιστεύω, λοιπόν, πως οι Αθηναίοι, όπως όλοι οι Έλληνες είναι σχετικά συντηρητικοί. Δεν θα δείτε Έλληνα ντυμένο σαν Ιταλό, γιατί ο Έλληνας ακολουθεί ακόμα το «παν μέτρον άριστον». Ίσως η ίδια η Ελλάδα, το κλίμα, ο ήλιος, η παράδοσή της να προσδίδουν στον Έλληνα ένα χαρακτηριστικό μετρήματος. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το πόσο γελοίο φαίνεται μια γυναίκα 70 χρονών να ντύνεται σα μπεμπέκα. Όταν, όμως, το κάνει αυτό μια Σουηδή δεν λειτουργεί έτσι γιατί ο κόσμος της είναι διαφορετικός. Εδώ όμως δεν δείχνει ωραία. Ο Έλληνας είναι μεν συντηρητικός αλλά είναι πάρα πολύ εκλεπτυσμένος και απαιτητικός. Ακόμα και στα χρόνια του χωριού, όταν ντυνόταν κανείς ήταν για σαλόνι, ενώ την προηγούμενη μέρα μπορεί να έσκαβε.»

Ποιος θα λέγατε πως είναι ο πιο καλοντυμένος και αντίστοιχα ο πιο κακοντυμένος Έλληνας, πολιτικός;
«Εμείς ράβουμε τον Κώστα Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου, με τον οποίον έχουμε και φιλικές σχέσεις, αφού ο Ανδρέας ο Παπανδρέου ραβόταν πάρα πολλά χρόνια σε μας. Ένας άνθρωπος που δεν είχε τις προδιαγραφές να ντύνεται ωραία ούτε ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το ντύσιμο και κατάφερε να αλλάξει είναι ο Καραμανλής. Θεωρώ σημαντικό να κατανοούν οι πάντες ότι το ντύσιμο δεν είναι μία δικτατορία, δεν παύει όμως να ισχύει ότι το ράσο κάνει τον παπά, αφού σταθεροποιεί, κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται σιγουριά. Τώρα κακοντυμένος είναι γενικά ο άνθρωπος που φορά ρούχα που δεν ταιριάζουν στην προσωπικότητά του μόνο και μόνο για να είναι στη μόδα.»

Παίζει ρόλο ωστόσο και ο σωματότυπος στην συνολική εμφάνιση κάποιου.
«Θεωρώ αδιανόητα τα πρότυπα, είτε των γυναικών ή κάποιων ανδρών. Ακόμα και την εποχή που το σώμα είχε μία ιδανική καταγραφή, όπως βλέπουμε στα αγάλματα, ήταν ένα απλό φυσικό σώμα. Αυτή η έντονη διάθεση των Ελλήνων να γίνουν όλοι αρσιβαρίστες ή η προσπάθεια των γυναικών να θέλουν να κρύψουν την ηλικία τους κάνοντας εγχειρίσεις στο πρόσωπό τους, προκαλεί γέλιο. Δηλαδή, υπάρχουν πράγματα που έχουν υποβαθμίσει την εμφάνιση των Ελλήνων και συμβαίνουν γατί κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν πως επειδή έχουν λεφτά μπορούν να κάνουν τα πάντα. Δε μπορούν να κάνουν τα πάντα.»

Με τις γιορτές να πλησιάζουν, ποιες είναι οι προτάσεις σας για την ιδανική εμφάνιση τις βραδιές των Ρεβεγιόν;
«Ένας άμεσος στόχος που έχουμε είναι να ολοκληρώσουμε μία πρόταση για το ντύσιμο των Ελλήνων όταν βγαίνουν να διασκεδάσουν. Θεωρώ ότι έχει χαθεί η μυθολογία του ενδύματος, το ειδικό ρούχο για την κάθε χρήση που έδινε μια ποιότητα ζωής. Έχουν υπεραπλοποιηθεί όλα αυτά. Πιστεύω λοιπόν πως όσοι νέοι αποφασίσουν να φορέσουν το σμόκιν την βραδιά εκείνη, που δεν το φοράει ο πρωθυπουργός όταν ορκίζεται, είναι υπερβολή. Μπορούν όμως να φορέσουν τα φουλάρια τους, τα παπιόν τους, τις τιράντες τους, που είναι σπουδαίο γιατί προσδίδουν μία ποιότητα ζωής σε ένα κορυφαίο ζήτημα που είναι η εμφάνισή μας και η επικοινωνίας μας με τον άλλο.»

Υπάρχει μια δυσκολία στους περισσότερους άνδρες να ταιριάξουν την γραβάτα με το πουκάμισο, δώστε μας μία συμβουλή για να γλιτώσουν, οι νέοι κυρίως, από αυτήν την παγίδα.
«Ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνει κανείς είναι να βάζει μια γραβάτα πάνω σε ένα πουκάμισο. Ξέρουμε πολλά, είναι λίγα μπροστά στην αισθητική του «βλέπω». Κάποιες κλασικές παραδοχές είναι ότι σε ένα έντονο πουκάμισο, κανείς πρέπει να βάλει μια συμπυκνωμένη γραβάτα, δε μπορεί τα σχέδια να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η σαφήνεια είναι μία από τις σημαντικές εξισώσεις της αισθητικής. Η αρμονία, η αντίθεση. Έννοιες απλές που οι άνδρες μπορούν να χρησιμοποιήσουν στον τρόπο που ντύνονται. Και πρέπει να ασχοληθούν οι ίδιοι με τον εαυτό τους. Δεν μ’αρέσει να έρχεται να ψωνίζει η γυναίκα για τον άνδρα. Ας έρχονται μαζί. Γιατί αυτό δείχνει αδιαφορία. Δεν μας έχουν απομείνει και πολλά για τον εαυτό μας.»

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
«Είναι μια στιγμή δύσκολη λόγω του παγκόσμιου φαινομένου της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι πολύ κατάλληλη για προγραμματισμούς. Εμείς θέλουμε από αυτήν την κρίση να βγουν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές διαφορετικοί, βελτιωμένοι στα σημεία και στις σχέσεις μεταξύ τους. Πολλά μπορούν να γίνουν υπό το βάρος μιας κρίσης. Για την δική μας περίπτωση, είναι μία ιδανική περίοδος να μεταβιβάσουμε πολύ μεγάλες ευθύνες και λειτουργίες της επιχείρησης στα 6 συνολικά παιδιά μας. Ακόμα, είναι στιγμή να δούμε λάθη, απέναντι στις επιλογές μας και στους πελάτες μας. Και βέβαια, είναι μία εποχή που γεννιούνται ιδέες για την μελλοντική πορεία της επιχείρησης. Μία νέα κατάσταση διαμορφώνει άλλους όρους.»

Με πόσα χρήματα θα λέγατε ότι βγαίνει κανείς από το κατάστημά σας ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω;
Εάν πάρει κανείς ένα prêt-a-porte ρούχο, οι τιμές μας ξεκινούν από 760 ευρώ για ένα κοστούμι και φτάνουν και τα 1.500 ευρώ για το πιο ακριβό ρούχο που έχουμε. Πιστεύω ότι με 1.000 ευρώ κάποιος μπορεί να ντυθεί πλήρως στο κατάστημά μας, ενώ επιλέγοντας κάποιες ιδιαίτερες ποιότητες αυτό μπορεί να γίνει 2.000 και 2.500 ευρώ. Αυτό που θα πάρει με 1.000 ευρώ θα είναι χειροποίητο κοστούμι (όπως είναι όλα τα κοστούμια) στα μέτρα του, χειροποίητο πουκάμισο, γραβάτα από 100% μετάξι και παπούτσια χειροποίητα από μία από τις τρεις καλύτερες εταιρίες που υπάρχουν σήμερα στην Ιταλία, που είναι και η κορυφαία κατασκευάστρια υποδημάτων στον κόσμο. Πιστεύω λοιπόν ότι σε αυτό το πλαίσιο τιμών δίνεται η δυνατότητα όχι να πάρει κανείς φθηνά, γιατί χειροποίητα φθηνά δεν υπάρχουν, αλλά ρούχα που δεν σε αποκλείουν. Και κάτι πολύ σημαντικό: Αγοράζοντας κανείς ρούχα από την εταιρία Giannetos φτιάχνει γκαρνταρόμπα. Η λογική «βάζω κάτι για έναν μήνα και το πετάω» δεν μας εκφράζει καθόλου. Το δικό μας προϊόν μεταφράζεται σε αυτό που λέμε «το μπλέιζερ μου», «τα παπούτσια μου», τα οποία όταν τα πετάς λυπάσαι, είναι από αυτά που βάζεις σόλες, που τα φέρνεις στον ράφτη για να τα διορθώσει. Στα ρούχα μας έχουμε την δυνατότητα όταν θα πάρει ο πελάτης βάρος, μέχρι και 5 κιλά, να τα φέρει και να τα ξαναπροσαρμόσουμε στο σώμα του με ευχαρίστηση. Δημιουργούμε ρούχα μοναδικά γιατί έχουν την δυνατότητα να είναι στο σώμα του καθενός φτιαγμένα.»


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v