Modrec: "Η underground κουλτούρα δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός"

Ένα πολλά υποσχόμενο new entry στην ελληνική μουσική σκηνή, οι Modrec μιλούν στο in2life για την πορεία τους, τον ξενόγλωσσο στίχο, τη σχετικότητα του όρου "underground" και την ανεξάρτητη διανομή που κερδίζει έδαφος αργά αλλά σταθερά.
Modrec: Η underground κουλτούρα δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός
της Φιλουμένας Ζλατάνου

Οι Modrec δημιουργήθηκαν τον Ιούνιο του 2001 από τον Δημήτρη Αρώνη (κιθάρα, φωνή), τον Κώστα Χαλιώτη (τύμπανα), τον Λάμπη Κουντουρογιάννη (κιθάρα, φωνή) και αργότερα προστέθηκε και ο Γιώργος Μπουλντής (μπάσο). Με ήχο πολύ δουλεμένο, συνθέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν λυρικό πανκ-ροκ και στίχους που κινούνται στα όρια της ποίησης, δεν άργησαν να προσελκύσουν θαυμαστές και να γεμίσουν τα μαγαζιά που εμφανίζονταν ανά την Ελλάδα. Το πρώτο τους CD "Αrt naive", δουλεύτηκε και στη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των θαυμαστών του συγκροτήματος. Μίλησαν στο in2life για τα σχέδια τους, την πορεία τους, τις διαφορές στην εδώ παραγωγή με έξω καθώς και για την underground σκηνή στην Ελλάδα. Απολαύστε τους. 

Μιλήστε μας για την πορεία του γκρουπ.
Οι Modrec δημιουργήθηκαν το 2001 στην Αθήνα αλλά το line-up τους στέριωσε το 2005 όταν προστέθηκε στη μπάντα ο Γιώργος Μπουλντής ως μόνιμος και όχι περιστασιακός μπασίστας. Μέχρι τότε ψάχναμε μπασίστα ενώ είχαμε ηχογραφήσει κάποια demos και φυσικά παίζαμε live σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας όπως το ΑΝ club, το Μικρό Μουσικό Θέατρο και άλλα πολλά. Στη συνέχεια επιδοθήκαμε στη δημιουργία του ντεμπούτου album μας το οποίο ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία.

Πώς προέκυψε το όνομα;
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή λεγόμασταν Νο Pulse αλλά γρήγορα το αλλάξαμε σε Modified Recovery. Από αυτό το όνομα προέκυψε λοιπόν το Modrec το οποίο στην αρχή το λέγαμε μόνο μεταξύ μας αλλά με το πέρασμα του χρόνου και για πρακτικούς λόγους καθιερώθηκε.

Πόσο ρίσκο ενέχει να παρουσιάζεις ξενόφωνες δουλειές στην Ελλάδα του 2008;
Δε νομίζουμε ότι το να παρουσιάζεις ξένοφωνη δουλειά στην Ελλάδα εμπεριέχει την έννοια του ρίσκου. Είναι καθαρά μια επιλογή σχεδόν ασυνείδητη όταν έχεις μεγαλώσει με "ξενόφερτη" μουσική και ροκ, ποπ, τζαζ ή ηλεκτρονικούς δίσκους των περασμένων δεκαετιών αλλά και του σήμερα. Αφορά κατα κάποιο τρόπο την αισθητική που γαλουχεί κάθε μουσικό ή μη, και η οποία μπορεί να διευρυνθεί και να καλλιεργηθεί περαιτέρω αν ασχοληθείς. Ούτως η άλλως η μουσική γενικά ακούγεται τόσο εξωκοσμική ή απόκοσμη που δύναται να απευθύνεται σε όλους με ένα μαγικό, ταξιδιάρικο, συναισθηματικό, επιθετικό ή οποιονδήποτε τρόπο και έτσι να αποκτά παγκόσμιο χαρακτήρα. Οι συνθήκες πάντως είναι ευνοϊκότερες για οποιοδήποτε "μουσικό" ρεύμα ή έκφραση τώρα που η αγορά είναι παγκόσμια.

Πιστεύετε ότι έχει καλυτερεύσει η κατάσταση και η αποδοχή έρχεται πιο εύκολα για την underground σκηνή πλέον;
Υπάρχει κόσμος στην Ελλάδα που ασχολείται κι ενδιαφέρεται, και κρίνοντας από την προσέλευση στις συναυλίες ξένων γκρουπ υπάρχει μεγάλο κοινό. Και αποδοχή υπάρχει μεν, απλά δεν κινείται τόσο μαζικά το όλο πράγμα ίσως διότι οι promoters στην Ελλάδα προτιμούν την εύκολη συνταγή, ίσως διότι το κοινό το διακατέχει μια ξενομανία, ίσως διότι πολλές ανεξάρτητες μπάντες αδικούν καμιά φορά τους εαυτούς τους όταν η "underground" κουλτούρα γίνεται αυτοσκοπός και εμμονή τους. Ούτως ή άλλως ο όρος "underground" είναι πολύ σχετικός στην εποχή μας.

Είστε υπέρ της ανεξάρτητης διανομής των δίσκων μέσω διαδικτίου όπως οι Radiohead; Και πού πιστεύετε ότι οδεύει η ελληνική δισκογραφία;
Η δυνατότητα του να διανείμεις το υλικό σου ανεξάρτητα είναι πολύ σημαντική, ιδίως όταν πρόκειται για ήδη φτασμένες μπάντες σαν τους Radiohead όπου κάθε καινούρια κυκλοφορία τους αποτελεί είδηση. Μην ξεχνάμε ότι οι Radiohead κυκλοφορήσαν το album σε μορφή cd στη συνέχεια επομένως μια ανεξάρτητη διανομή ενδεχομένως να βοηθά σε κάποιες περιπτώσεις και σε κάποιες άλλες όχι. Το μόνο προβληματικό στην όλη περίσταση είναι ότι μέσω internet το μουσικό αρχείο προτιμάται σε mp3 format λόγω του μικρού μεγέθους του κι έτσι υστερεί πολύ σε ποιότητα από το cd ή ακόμη και το βινύλιο. Όσο για την ελληνική δισκογραφία, νομίζουμε ότι μπορεί κάποιος να βρει πολύ καλά πράγματα με λίγο ψάξιμο και πολλά σκουπίδια (με λιγότερο ψάξιμο) όπως και στη μουσική βιομηχανία γενικότερα. Το εντονότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής δισκογραφίας είναι ότι παρουσιάζεται άτολμη σε δημιουργικό κι αισθητικό επίπεδο κυρίως. Το "πρόβλημα" έχει βαθιές ρίζες που αφορούν και τη μουσική παιδεία μας αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αποτιμάται κάθε μουσικό έργο απο τον μέσο ακροατή.

Πώς βλέπετε το κοινό στις μέρες μας; Φθίνει ή εξελίσσεται όσον αφορά τα ακούσματα, την αισθητική και τη συμπεριφορά;
Ίσως είναι δύσκολο να μιλάμε για το κοινό γενικά. Κάποιοι εξελλίσονται και αναζητούν νέες ηχητικές περιπέτειες, κάποιοι απολαμβάνουν συνειδητά τους ήχους του παρελθόντος, μερικοί δεν έχουν χρόνο να ανακαλύψουν τι συμβαίνει στις μέρες μας και κάποιοι άλλοι ίσως να ευχαριστιούνται τις playlist των ραδιοφώνων και τα πρωτοκλασσάτα ονόματα ανεξαρτήτως ποιότητας και μουσικού ύφους. Πάντως σημαντική μερίδα του κοινού εξελίσσεται σίγουρα και αναζητεί καινούριες μουσικές μέσα απο περιοδικά κάθε λογής, internet, ιντερνετικό ραδιόφωνο, πηγαίνει σε events είτε είναι μεγάλες συναυλίες είτε gigs σε μικρούς χώρους, συναυλιακές αίθουσες. Πιθανότατα ακόμη και το κοινό που ακούει "mainstream" να κάνει όλα τα παραπάνω. Παρ' όλα αυτά για μια συνολική εξέλιξη όσον αφορά τα ακούσματα δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε, ίσως διότι δεν είμαστε σε θέση το 2008 να πούμε ποια μουσική δημιουργεί εξελικτικές τάσεις και πoια όχι.

Το δίσκο τον μιξάρατε στη Νέα Υόρκη, και από ό,τι είχα διαβάσει είχατε θέματα στην Ελλάδα. Τελικά ποιες οι διαφορές με το εξωτερικό ως προς την προσέγγιση των νέων συγκροτημάτων/ακουσμάτων και ισχύει ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της;
Το "Art Naive" το μιξάραμε στη Νέα Υόρκη με τον Alex Newport που έχει κάνει πολλά σημαντικά album. Τα κύρια προβλήματα που είχαμε ήταν τεχνικής φύσεως διότι θέλαμε ο δίσκος να ακούγεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Στην αρχή λοιπόν αναζητούσαμε ένα καλό studio για να το ηχογραφήσουμε και έπειτα από διάφορους πειραματισμούς καταλήξαμε στο Fabliquid Studio του Ottomo. Όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις αναζητήσαμε mixer πρώτα στην Ελλάδα κι έπειτα στο εξωτερικό όπου συνεργαστήκαμε τελικά με τον Newport. Η δουλειά του στα κομμάτια μας άφησε πολύ ευχαριστημένους και γενικά ήταν μια περιπετειώδης αλλά και πολύτιμη εμπειρία για τους Modrec. Σίγουρα στην Μ. Βρετανία, τη Σκανδιναβία, τη Γερμανία και άλλες χώρες ο κόσμος, ακροατές, μουσικοί και παραγωγοί, είναι πιο υποψιασμένος μάλλον διότι τα μουσικά ερεθίσματα είναι πολλαπλάσια. Εδώ έχουμε ακόμη δρόμο, τα πρόσφατα γεγονότα με το θάνατο του Αλέξανδρου κι αυτά που ακολούθησαν μιλάνε από μόνα τους...

Πώς διαχειρίζεστε το ότι είστε το νέο talk of the town;
Δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μας αρέσει να είμαστε δημιουργικοί και μας απασχολεί πολύ περισσότερο το να παραμείνουμε ενεργοί μουσικοί από ανεξάντλητη ευχαρίστηση και όχι από συνήθεια και ανάγκη μη δημιουργική. Χτες ήταν κάποιος άλλος, σήμερα μπορεί να είμαστε εμείς, αύριο θα 'ναι κάποιοι άλλοι.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Δουλεύουμε ήδη νέο υλικό από το οποίο θα προκύψει το δεύτερο LP ενώ μετά την πρώτη περιοδεία που κάναμε τον περασμένο Νοέμβριο ετοιμαζόμαστε για νέα live σε Αθήνα, επαρχία αλλά κι εκτός συνόρων.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v