Paul Newman: Όπως θέλουμε να τον θυμόμαστε

Κατά πολύ φτωχότερο μένει το Hollywood μετά τον θάνατο του σπουδαίου Paul Newman την περασμένη Παρασκευή. Η ζωή και το έργο ενός από τους κορυφαίους ηθοποιούς του αιώνα μας.
Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1925 ως Paul Leonard McGregor Newman, στο Cleveland του Ohio. Οι γονείς του, Theresa και Arthur Samuel Newman, διέθεταν μία αρκετά εύπορη επιχείρηση αθλητικών ειδών. Το ενδιαφέρον του για την ηθοποιία φάνηκε σύντομα, αφού στα επτά του ήδη χρόνια έκανε το πρώτο του ντεμπούτο σε σχολική παραγωγή της Κοκκινοσκουφίτσας.

Αποφοίτησε το 1943 από το λύκειο και για κάποιο διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που κλήθηκε να υπηρετήσει το Ναυτικό. Ήλπιζε ότι θα καταφέρει να γίνει πιλότος, αλλά όταν βρέθηκε με αχρωματοψία στάλθηκε να εκπαιδευτεί ως ραδιοφωνιστής και πυροβολητής. Μετά τον πόλεμο ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Kenyon College και αργότερα σπούδασε ηθοποιία στο Yale και στο Actor’s Studio της Νέας Υόρκης.

Η αρχική διστακτικότητά του να πάει στο Hollywood («πολύ κοντά στο γλυκό», είχε πει) τον οδήγησε στο θέατρο του Broadway και στο ντεμπούτο του, στην παράσταση Picnic του William Inge, με συμπρωταγωνίστρια την Kim Stanley. Δεν άργησε να παίξει σε άλλες παραγωγές του Broadway, όπως το Desperate Hours και το Sweet Bird of Youth.

Κινηματογραφικά η πρώτη του ταινία ήταν το The Silver Chalice (1954), ενώ ακολούθησαν ρόλοι μέσα από τους οποίους αναγνωρίστηκε στις ταινίες Somebody Up There Likes Me (1956), Cat on a Hot Tin Roof (1958) με την Elizabeth Taylor (φωτο), The Young Philadelphians (1959) με την Barbara Rush και τον Robert Vaughn. Ο Newman υπήρξε από τους λίγους ηθοποιούς του Hollywood που οδηγήθηκαν με επιτυχία και ασφάλεια από τον κινηματογράφο των 50’s, σε αυτόν των 60’s και των 70’s, και ίσως αυτό να οφείλεται στην ατίθαση προσωπικότητά του που ανταποκρίθηκε πλήρως στις υποκριτικές απαιτήσεις των επόμενων γενιών.

Κάποιες από τις ταινίες που τον καθιέρωσαν ως σπουδαίο ηθοποιό και που στιγμάτισαν τον αμερικανικό κινηματογράφο είναι οι: Exodus (1960), The Hustler (1961), Hud (1963), Harper (1966), Cool Hand Luke (1967), Slap Shot (1977) και The Verdict (1982), ενώ συνεργάστηκε με τους Robert Redford και τον σκηνοθέτη George Roy Hill για τις ταινίες Butch Cassidy and the Sundance Kid (1969) και The Sting (1973). Ενώ δεν ήταν λίγες και οι ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε μαζί με τη σύζυγό του Joanne Woodward, όπως οι The Long, Hot Summer (1958), Rally 'Round the Flag, Boys! (1958), From the Terrace (1960), Paris Blues (1961), A New Kind of Love (1963), The Drowning Pool (1975), Harry & Son (1984) την οποία μάλιστα σκηνοθέτησε ο ίδιος και Mr. and Mrs. Bridge (1990). Σκηνοθέτησε, επίσης, τέσσερις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο σύζυγός του, ενώ 25 χρόνια μετά το The Hustler, ο Newman επανέλαβε τον ρόλο του ως “Fast” Eddie Felson για την ταινία The Color of Money (1986) του Martin Scorsese και αυτό του χάρισε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

Από τα τελευταία του έργα ήταν το θεατρικό Our Town, του Thornton Wilder στο Broadway, που του χάρισε το πρώτο Tony Award, ενώ κινηματογραφικά η τελευταία του εμφάνιση ήταν στο Road to Perdition (2002) στο πλευρό του Tom Hanks, ενώ έδωσε φωνή σε κάποια κινούμενα σχέδια της Disney/Pixar. Όταν αποφάσισε πλέον να αποσυρθεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα, δήλωσε «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Και κάπως έτσι πιστεύω πως το βιβλίο τελειώνει για εμένα».

Σπουδαίο, ωστόσο, ήταν (και παραμένει) το φιλανθρωπικό έργο του Paul Newman. To 1982, μαζί με τον συγγραφέα A.E. Hotchner, ίδρυσαν την Newman’s Own, μία σειρά τροφίμων που ξεκίνησε με dressing για σαλάτες και επεκτάθηκε, μεταξύ άλλων, σε σάλτσες για μακαρόνια, λεμονάδα, ποπ κορν και κρασί. Ο Newman καθιέρωσε στην εταιρία μία οικονομική πολιτική, σύμφωνα με την οποία όλες οι εισπράξεις από τις πωλήσεις των προϊόντων, πέραν του Φ.Π.Α., θα δωρίζονταν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Μέχρι τις αρχές του 2006, οι δωρεές αυτές είχαν φτάσει τα 200 εκατομ. δολάρια. Πέρα από αυτό, το 1999 ο Newman δώρισε 250.000 δολάρια σε οργάνωση υπέρ των μεταναστών του Κοσόβου, ενώ το 2007 δώρισε 10 εκατομ. δολάρια στο Kenyon College, στο οποίο σπούδασε, με σκοπό τα χρήματα αυτά να δοθούν σε υποτροφίες.

Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι ο Newman ήταν ένας φανατικός ραλίστας και λάμβανε μέρος σε διάφορες διοργανώσεις ως επαγγελματίας οδηγός, από το 1972 και μετά. Σε μία σημαντική εξ αυτών, το 24 Hours Le Mans του 1979, κατέλαβε τη 2η θέση, οδηγώντας μία Porsche 935.

Στην προσωπική του ζωή, ο Newman παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Jackie Witte, αλλά διάρκεσε από το 1949 μέχρι το 1958. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Scott (1950) -ηθοποιός και αυτός, ο οποίος όμως πέθανε το 1978 από υπερβολική χρήση ναρκωτικών- και δύο κόρες, την Susan Kendall (1953) και την Stephanie. Από τις κόρες του απέκτησε οκτώ εγγόνια. Πολύ πιο επιτυχημένος ήταν ο δεύτερος γάμος του, με την επίσης ηθοποιό Joanne Woodward, το 1958, (φωτο) με την οποία απέκτησε τρεις ακόμα κόρες, την Elinor Teresa (1959), την Melissa Stewart (1961) και την Claire Olivia (1965). Έζησε ευτυχισμένα με την οικογένειά του μέχρι τα τελευταία του στο Westport του Connecticut και όταν ρωτήθηκε πώς καταφέρνει και μένει τόσο χρόνια πιστός στην σύζυγό του, απάντησε «Γιατί να βγαίνεις για hamburger όταν στο σπίτι έχεις μπριζόλα;»

Ο Paul Newman πέθανε ήσυχα στο σπίτι του, χτυπημένος από την επάρατη νόσο, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Εμείς, όμως, θέλουμε να τον θυμόμαστε, γοητευτικό και ρωμαλέο, ως έναν σπουδαίο Αμερικανό ηθοποιό, σκηνοθέτη, επιχειρηματία, φιλάνθρωπο και οδηγό αυτοκινήτων ταχύτητας, που έζησε μέχρι σήμερα.

Επιμέλεια: Έλενα Μπούλια
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v