Η χρυσή Λύρα και τα σαράντα κύματα

Η κ. Έφη Κανελλοπούλου, διευθύντρια της Lyra, μας μιλά για το νέο πρόσωπο της εταιρίας μετά την πώλησή της, το ρίσκο των επανεκδόσεων παλαιότερων δίσκων, αλλά και για τους "εχθρούς και συμμάχους" της δισκογραφικής που έγινε θρύλος.  
της Φιλουμένας Ζλατάνου

Η θρυλική Lyra, που από τη δημιουργία της τη δεκαετία του '60 από τον Αλέκο Πατσιφά τάραξε τα νερά της δισκογραφίας και της δημιουργίας, πέρσι αγοράστηκε από τον Κώστα Γιαννίκο, ο οποίος είναι βασικός μέτοχος του Alter, ιδιοκτήτης των δισκογραφικών "Legend", "Impact", "Virus", της εκδοτικής "Modern Times", ιδιοκτήτης των ραδιοφωνικών σταθμών "John Greek" και "Captain Jack" καθώς και εκδότης του "Eπενδυτή", της "Tivo" και του "Avanti", και συγχωνεύτηκε μαζί με τις άλλες καλλιτεχνικές επιχειρήσεις του, των οποίων η κατεύθυνση και το target group δε συνέπιπτε εκ πρώτης όψεως με το είδος της εταιρίας. Η Lyra μαζί με τις MBI και Κίνησις ήταν τα τρία νέα αποκτήματά του.

Καθώς, λοιπόν, επρόκειτο για μία εταιρία που έχει χαράξει το δικό της δρόμο, τον άλλοτε αντισυμβατικό και τολμηρό στις επιλογές, στον οποίο άφησαν το στίγμα τους καλλιτέχνες όπως ο Σαββόπουλος, ο Ξυδάκης, ο Μάλαμας, και πολλοί ακόμη, όλοι τους στολίδια της ελληνικής μουσικής δημιουργίας, τέθηκε το ερώτημα ποιο είναι το μέλλον μιας τέτοιας εταιρίας όταν συγχωνεύεται με ένα γίγαντα επιχειρήσεων που στοχεύει περισσότερο στην εμπορικότητα, όπως συνηθίζεται να λέγεται.

Η καχυποψία που ίσως δημιουργήθηκε, ήρθε να απαντηθεί και να διαλυθεί σχεδόν ένα χρόνο μετά, με το έργο που επιτέλεσε και επιτελεί η Lyra της εποχής Γιαννίκου. Με νέα διευθύντρια, με έντονη δημιουργική διάθεση, με πολλή δουλειά, η δισκογραφική συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της, που διανθίζεται εκτός από τις νέες δισκογραφικές δουλειές αλλά και από επανεκδόσεις του έργου σημαντικών δημιουργών. Η Έφη Κανελλοπούλου διευθύντρια της Lyra, έδωσε τη δική της ερμηνεία σε όσα συμβαίνουν.

Στην αγωνία ότι ίσως το ποιοτικό τραγούδι θα χάσει ένα σύμμαχο μετά την πώληση της εταιρίας απαντάει ότι δεν έχει ακούσει τη σχετική γκρίνια στο χώρο
και ότι «ακόμη κι αν έχει λεχθεί χωρίς να έχει υποπέσει στην αντίληψή μου, το θεωρώ αστείο, γιατί μάλλον θα προέρχεται από άτομα που έχουν έλλειψη στοιχειωδών επιχειρηματικών γνώσεων και μουσικής κουλτούρας. Ακόμη κι αν εξαιρέσουμε το συναισθηματικό παράγοντα (ότι δηλαδή ήρθε στα χέρια μας μια εταιρία που έχει σηματοδοτήσει την ελληνική ποιοτική μουσική και ως εκ τούτου θέλουμε αλλά και οφείλουμε να τη δούμε με το σεβασμό που της αρμόζει) και επικεντρωθούμε μόνο στον επιχειρηματικό παράγοντα, αποβλέποντας στην απόσβεση και την αποκόμιση κέρδους, πώς θα μπορούσε αυτό να συμβεί αν αλλοιώναμε τη μορφή της και τη μετατρέπαμε σε κάτι διαφορετικό απ΄ αυτό που είναι; Η προϊστορία μας έχει δείξει ότι αγαπάμε και σεβόμαστε το ποιοτικό τραγούδι. Πώς άλλωστε εξηγείτε εσείς τις εκδόσεις άλμπουμ των Μίκη Θεοδωράκη, Θάνου Μικρούτσικου, Σταύρου Ξαρχάκου, Μαρίας Φαραντούρη, Μανώλη Μητσιά και πολλών ακόμη που θεωρούνται οι πρωτεργάτες του ποιοτικού τραγουδιού;»

Πράγματι, ο κατάλογος των νέων δίσκων είναι πλούσιος σε δουλειές που κινούνται στο πνεύμα της εταιρίας, με παραδοσιακές εκδόσεις, λαϊκές, θεατρικές, ροκ, καθώς και νέων δημιουργών και τραγουδιστών, γεγονός που δείχνει την εμπιστοσύνη στο νέο αίμα και το ανοιχτό πνεύμα που συνεχίζει να διακατέχει τους υπεύθυνους της εταιρίας.

Εκτός από τις νέες δουλειές, η Lyra παίρνει ρίσκο με τις επανεκδόσεις. Η κυρία Κανελλοπούλου θεωρεί ότι «σαφώς και υπάρχει ρίσκο γιατί δεν κάνουμε απλές επαναληπτικές κυκλοφορίες των CD που έχουν εξαντληθεί αλλά προχωράμε περαιτέρω. Ξανατυπώνουμε το προϊόν με χάρτινα εξώφυλλα και προσεγμένο 16σέλιδο τουλάχιστον ένθετο που περιλαμβάνει τους στίχους, πληροφοριακό υλικό και σπάνιες φωτογραφίες. Επίσης προχωράμε σε remastering από τα πρωτότυπα tapes, γιατί αρκετό αρχειακό υλικό είχε στο παρελθόν εκδοθεί από απλή αναπαραγωγή βινυλίου. Όλο αυτό συνεπάγεται ένα κόστος που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί απόλυτα, πότε και αν θα γίνει η απόσβεσή του.»

Κι αν ο φόβος της εμπορικότητας ήταν αυτός που ώθησε πολλούς να εκφράσουν τη δυσπιστία τους για τη Lyra της νέας εποχής, οι επανεκδόσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν άλλη μία στιβαρή απάντηση για το ότι τα καλύτερα έρχονται. Οι πωλήσεις μάλιστα δικαιώνουν τις επιλογές στα κλασσικά άλμπουμ. «Σε κάποια άλλα βέβαια που τα επανεκδίδουμε κυρίως για την ιστορική και όχι για την εμπορική τους αξία, ίσως όχι. Μας δικαιώνει όμως η συγκίνηση και η χαρά των δημιουργών να βλέπουν έργα τους, που ίσως και οι ίδιοι είχαν τοποθετήσει σε συρτάρι του μυαλού τους, να βγαίνουν και πάλι στο φως και να φιγουράρουν στις προθήκες των δισκοπωλείων. Μας δικαιώνει το γεγονός ότι κάποιοι συνθέτες ή τραγουδιστές ξαναμπαίνουν και πάλι ενεργά στο χώρο, κλείνοντας συναυλίες ή εντασσόμενοι σε μουσικά σχήματα.»

Αυτή η φιλοσοφία είναι και η πιο σημαντική για την εταιρία αυτή που δεν έπαψε ποτέ να αφήνει το στίγμα της. Η κυρία Κανελλοπούλου στους «εχθρούς και συμμάχους» της Lyra απαντάει «η Λύρα διαφέρει από τις υπόλοιπες δισκογραφικές εταιρίες γιατί είναι αμιγώς ελληνική. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζουμε τους καλλιτέχνες σαν «αριθμούς» αλλά αντιθέτως εκτός από επαγγελματικές υπάρχουν και φιλικές-προσωπικές σχέσεις. Το πιο όμορφο όμως απ΄ όλα είναι ότι και οι συμβεβλημένοι καλλιτέχνες με τη Λύρα έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι δημιουργείται ένας πυρήνας και ένα κλίμα παρεΐστικο, που μας κάνει να ασχολούμαστε με το αντικείμενο με κέφι και αγάπη και να μην αναλωνόμαστε σε σκέψεις του τύπου ποιος μας εχθρεύεται, ποιος δημιουργεί ίντριγκες και αψιμαχίες. Άλλωστε τα πάντα στη ζωή έχουν την αξία που εμείς τους δίνουμε, οπότε σίγουρα έχουμε σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούμε.»

Εν κατακλείδι αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένους καλλιτέχνες, αρκετά έργα των οποίων επανεκδόθηκαν, όπως του Διονύση Σαββόπουλου, του Σωκράτη Μάλαμα, του Μάνου Χατζιδάκι, του Λουδοβίκου των Ανωγείων, του Νίκου Παπάζογλου, της Λένας Πλάτωνος, της Αφροδίτης Μάνου, του Νίκου Ξυδάκη, της Σαββίνας Γιαννάτου, του Νίκου Κυπουργού, Του Βαγγέλη Κορακάκη, του Νότη Μαυρουδή, του Λίνου Κοκωτού, της Αρλέτας, του Μίμη Πλέσσα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Θάνου Μικρούτσικου, του Γιάννη Σπανού, της Γλυκερίας, του Δήμου Μούτση και ο κατάλογος είναι μακρύς…
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v