Χρηστίδης: ”Μέτριο το αριστερό πνευματικό άλλοθι”

Ένας από τους πλέον υποσχόμενους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, ο Λένος Χρηστίδης, ανοίγει το βιβλίο της καρδιάς του και σε μία εκ βαθέων συζήτηση μας μιλά για τη φιλοσοφία, την ιστορία και τις ”αναπηρίες” της εν Ελλάδι αριστεράς.

Συνέντευξη στη Φιλουμένα Ζλατάνου

Ο Λένος Χρηστίδης είναι σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος χειμαρρώδης, εξαιρετικά αιχμηρός και με καυστικό χιούμορ. Τα βιβλία του έχουν φανατικό κοινό, ενώ τα θεατρικά του επιλέγονται από θιάσους του Εθνικού και του Κρατικού Θεάτρου.

Το δικό του αγαπημένο βιβλίο ποιό θα μπορούσε να ήταν; ο ”Πάγος”! Λογικό; Σίγουρα, αφού όπως είχε γραφτεί και στο δελτίο τύπου κυκλοφορίας του βιβλίου αυτού ”είναι το καλύτερο μυθιστόρημα όλων των εποχών: άνοιξης, καλοκαιριού, φθινοπώρου και χειμώνα”.

Ένα βιβλίο που συνοδεύεται από διθυράμβους και εικασίες σχετικά με την πραγματική ταυτότητα των ”Ξυγγραφέων του”. Ένα φουτουριστικό μυθιστόρημα εποχής που μοιάζει με το δικό του βιβλίο το ”Διακοπές στη Χέλλαντ”, καθώς είναι φορτωμένο με τις επικές εικόνες, το πλούσιο λεξιλόγιο, ”μέχρι που δεν υπάρχει τι άλλο να προσθέσεις”.

”Χτίζουμε κι άλλο κι άλλο μέχρι να φτάσουμε στα σύννεφα”, λέει ο συγγραφέας. ”Δεν είναι το στυλ γραφής μου γενικά. Προτιμώ κοφτές φράσεις, με τελείες”.

Και πώς ξεκινά η περιπέτεια της συγγραφής; ”Επιλέγοντας πρώτα τη φόρμα. Το ύφος με ενδιαφέρει περισσότερο από το θέμα. Έχω γράψει ένα νατουραλιστικό μυθιστόρημα, το ”Bororo” και μετά έκανα το ίδιο με τα ”Χαστουκόψαρα”. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησα τη φόρμα του νουάρ, στο ”Ψυχ”. ”Οι διακοπές στη Χέλλαντ”, είναι ξεκάθαρο science fiction .Η φόρμα είναι που σου δίνει μια κλοτσιά παραπάνω να προχωρήσεις”.

Όμως, γίνεται το ίδιο με τα θεατρικά; ”Τηρουμένων των αναλογιών, ναι. Στο θέατρο είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα, διότι στο μυθιστόρημα μπορείς να κάνεις τα πάντα, να εκτοξευθείς στο διάστημα και να ανατιναχτείς, ενώ στο θέατρο έχεις το λιγότερο δύο ανθρώπους επί σκηνής. Βέβαια και εκεί υπάρχουν οι αναφορές, όπως και στα μυθιστορήματα. ”Η ωραία φάση” ήταν Pinter, ”Πάρτυ Γενεθλίων”, οι ”Δύο θεοί” ήταν Becket, το ”Amazing Thailand”, ήταν Τσέχωφ”.

Το ανέβασμα θεατρικών πόσο εύκολο θεωρείται; ”Το θέατρο είναι δύσκολο γιατί αφορά πολλούς. Η εμπορική του επιτυχία είναι κάτι που δε μπορείς να παραβλέψεις. Το μυθιστόρημα θα βγάλει τα λεφτά του, καθώς τα βιβλία μου κάνουν 5-6 εκδόσεις περίπου, που είναι πάνω από το μέσο όρο. Δεν είναι best seller αλλά ούτε και μια έκδοση που θα πάει για πέταμα, ενώ στο θέατρο επειδή δεν απευθύνομαι στο mainstream ποτέ, δε μπορώ να πάω σε ένα θιασάρχη και να του ζητήσω να επενδύσει λεφτά και να του εγγυηθώ ότι θα γεμίσει αίθουσα 1000 ατόμων”.

Εντούτοις, θεωρεί ότι, γενικά είναι πολύ τυχερός μέχρι τώρα, ”έχει ανεβάσει έργο μου ο Φασουλής, ο Ρηγόπουλος ,το εθνικό θέατρο, με ιδανικό καστ. Απλά δε μπορείς να βασίζεσαι σε αυτό”, υπογραμμίζει. ”Το ελληνικό θέατρο είναι πιο διαπλεκόμενο από ό,τι η ελληνική λογοτεχνία, με την έννοια ότι στα βιβλία μπορείς να είσαι πιο ανεξάρτητος, έχεις να κάνεις μόνο με τον εκδότη σου. Στο θέατρο είναι πολύ δύσκολο να μην μπλέξεις και με τη διαφήμιση, την προώθηση...”

Σχετικά με τους γονείς του (ο πατέρας του είναι ο Μηνάς Χρηστίδης και η μητέρα του η Ντόρα Γιαννακοπούλου) και κατά πόσο επέδρασαν στην ψυχοσύνθεση και τις επιλογές του, αναφέρει ”όπως επιδρούν όλοι οι γονείς στα παιδιά τους. Πιστεύω ότι το 80% που είμαστε φταίνε οι γονείς μας. Δεν ήμουν αποφασισμένος από μικρός να γίνω συγγραφέας. Έκανα διάφορα άλλα πράγματα.

Ήμουν για 10 χρόνια ραδιοφωνικός παραγωγός, στην ΕΡΑ2, κάνοντας ροκ εκπομπές με τον τίτλο ”Χωρίς Τηλέφωνα”. Είχα κάνει εκπομπές για το Μάη του ’68, για τα sixties, το Woodstock. Επίσης, δούλεψα στην τηλεόραση ως σκριπτ, σε σίριαλ, για 2-3 χρόνια. Στην οικογένεια, όσον αφορά το γράψιμο, πρώτα έγραψε ο πατέρας μου και μετά εγώ στο δημοτικό, οπότε κατέγραφα την κάθε μου ημέρα σε ημερολόγιο.

Η μητέρα μου είχε το ταλέντο, το συναίσθημα να βγάλει κάποια πράγματα, αλλά άρχισε να γράφει μεγάλη”. Τελικά τι τον ώθησε να συγγράψει;

Ένας προσωπικός λόγος υπήρξε η αφορμή, όχι όμως, στοχεύοντας να γίνω συγγραφέας. Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα συνέπεσε με την εποχή που βγαίνανε πιο εύκολα αυτού του είδους τα βιβλία. Δεν είχε αρχίσει η έξαρση με την νεοελληνική λογοτεχνία των νέων που αργότερα άνθισε, το οποίο μερικοί λένε ότι συνέβη για καλό, μερικοί για κακό. Εγώ, πραγματικά δεν ξέρω. Όσον αφορά το προσωπικό μου γούστο για κακό, γιατί δε διαβάζω ελληνική λογοτεχνία και δε μου αρέσει. Μου αρέσει ο Σκαρίμπας και ο Εμπειρίκος. Από την άλλη καλό είναι να γράφονται βιβλία”.

Γιατί παρακολουθούσε fame story;

Παρακολουθούσα fame story, μέχρι την Καλομοίρα, φανατικά, γιατί για τη δουλειά μας είναι ευλογία. Οι συγγραφείς είμαστε ωτακουστές. Τα τρένα, τα πλοία, τα αεροπλάνα και γενικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι τα αγαπημένα μου, για συγκέντρωση υλικού. Και ξαφνικά με την ανακάλυψη των ριάλιτυ, εμφανίζονται μες το σπίτι σου όλοι αυτοί οι τύποι που δε συναντάς συχνά και ταιριάζουν στο προφίλ των εξωφρενικών χαρακτήρων των βιβλίων. Από ένα σημείο και πέρα βέβαια, γίνεται βαρετό και μη-αληθινό”. Τι σημαίνουν γι’ αυτόν όροι όπως η πνευματικότητα;

”Σημαίνει να κατέβει το Άγιο Πνεύμα και να καθίσει στον ώμο σου;”, αναρωτιέται γελώντας. Υπογραμμίζει ότι ”υπάρχουν παρεξηγημένες εκφράσεις στην Ελλάδα, όπως διανοούμενος, κουλτούρα, πνευματικότητα. Κανονικά, κουλτούρα είναι η μόρφωση, η καλλιέργεια... στην Ελλάδα, όμως, τα όρια είναι λίγο ασαφή. Και μια από τις πιο παρεξηγημένες έννοιες είναι αυτή του δημοσιογράφου. Όταν ήμουν παιδάκι δημοσιογράφος ήταν αυτός που δεν κωλώνει, τα βάζει με όλους, έχει ήθος, κάτι που τώρα δεν υπάρχει, είναι όπως ο Τράγκας, ο Τριανταφυλλόπουλος... αναφέρονται για τον εαυτό τους στο τρίτο πρόσωπο, σαν τον Καίσαρα.

Είμαστε στη χώρα που η γυναίκα του εκπρόσωπου του κυβερνώντος κόμματος είναι η βασική άνκορμαν σε κανάλι και συζητά με εκπρόσωπο του αντίπαλου κόμματος... Είναι αστείο! Έχει καταλυθεί κάθε έννοια ορίου. Σε παγκόσμιο επίπεδο πνευματικός άνθρωπος είναι ο Μπόρχες, ο Τσόμσκι, ο Lou Reed, ο Bowie κτλ”. Τι φταίει γι’ αυτό; ”Το αριστερό μας πνευματικό άλλοθι είναι μέτριο”, λέει.

”Το στοιχείο που λείπει στην πνευματικότητά της Ελλάδας είναι ότι δεν πέρασε από το rock’n’roll, εξαιτίας της χούντας και της μετέπειτα μεταπολιτικής κατάστασης, με το ”έντεχνο”. Χάσαμε το ’67 που γινόταν ο χαμός και μετά όταν θα μπορούσαμε έστω και με 7 χρόνια καθυστέρηση να το αποκτήσουμε, έπεσε από πάνω το μπουζούκι και ξαναανακαλύψαμε το ροκ γύρω στο ’80, οπότε το ροκ στο εξωτερικό είχε αφορισθεί και είχε έρθει το πανκ. Μια ολόκληρη χώρα έβγαλε 2-3 δίσκους! Με τον Παυλάκη Σιδηρόπουλο, τον Πουλικάκο, τον Πανούση...

Όταν λέω ροκ, εννοώ την αλητεία, το στοιχείο fans του Iggy Pop. Και αντίστοιχα με το έντεχνο αναφορικά με τη μουσική, στη λογοτεχνία υπάρχουν, τα ”καλά μας βιβλία”... μου είναι βαρετό, δε μου κλείνουν το μάτι”.

Μιλάει για τη μνήμη, για τη σχέση του με αυτή. Είναι λήθη τελικά ή βάρος? ”Έχω πολύ κακή σχέση. Για μένα είναι περισσότερο λήθη γιατί δε θυμάμαι πολύ, οπότε χάρη στα ημερολόγιά μου δεν έχω χάσει κάποια κομμάτια από τη ζωή μου. Συγκεντρώνω πολλές πληροφορίες μέσα μου. Θυμάμαι μέχρι και τον τελευταίο σκριπτ και βοηθό σκηνοθέτη στην αγαπημένη μου ταινία και είναι πολλές, θυμάμαι μουσικούς, συγγραφείς, ατάκες. Δε θυμάμαι ποτέ τα έργα μου. Τα πρώτα που σβήνω είναι οι δικές μου αναμνήσεις”.

Θεωρεί δε ότι κατά βούληση λειτουργεί η μνήμη. Τα βιβλία του βρίθουν από συμβολισμούς. Στο ”Λοστρέ”, για παράδειγμα, η Αγάπη είναι η ηρωίδα μία εκ των τριών ιστοριών. ”Η ιστορία της Αγάπης είναι ένα δοκίμιο πάνω στο σαδισμό. Ο άνθρωπος δεν είναι εν γένει σαδιστής, όμως συμβαίνει για παράδειγμα, αν δε σε βλέπει κανείς, να κλοτσήσεις και το γατάκι. Το Λοστρέ είναι μια αλληγορία, βασικά, πάνω στην τρομοκρατία. Γράφτηκε το καλοκαίρι που πιάστηκε η 17 Νοέμβρη.

Όλος ο κόσμος ούρλιαζε και κατηγορούσε ανθρώπους για τους οποίους δεν υπήρχαν στοιχεία και οι οποίοι αθωώθηκαν. Υπήρχε μια τρομερή παραβίαση δεοντολογίας και μια τρομερή αίσθηση ότι δε θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα και το αφορίζουμε.

Είναι βδελυρό το ότι γράφτηκαν τόσα βιβλία. Θα έπρεπε να συζητηθεί ως φαινόμενο που τόσα χρόνια απασχολούσε την κοινωνία και μετά να αρχίσουν τις μαγκιές. Αποφάσισα να γράψω γι’ αυτό τόσο αλληγορικά ώστε να μη φαίνεται καθόλου. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης ήταν μια ομάδα εκφοβισμού που στην ουσία δεν ξέρανε τι θέλανε, καθώς στόχος στρατηγικός της επανάστασης δεν υπήρξε ποτέ. Μετά το Μάη του 68 και με τους Μπάαντερ- Μάινχοφ το 1975 έληξε το αντάρτικο πόλης.

Στην Ελλάδα, βέβαια, με καθυστέρηση 10 χρόνων αρχίζαμε τότε. Έτσι, στο ”Λοστρέ”, είναι μια ομάδα ατόμων που ασφυκτιούν στην επαρχία- για πρώτη φορά, μάλιστα, δεν είχα θάλασσα στο μυθιστόρημά μου, άρα δημιουργούταν μια ασφυξία. Είχαμε τη συντηρητική κοινωνία, με έντονο το στοιχείο της ξενοφοβίας κ.ο.κ. Σε μια τέτοια κατάσταση, αποφασίζεις να φέρεις τα πάνω κάτω μόλις δοθεί ευκαιρία.

Στην αρχή είναι ατομικές οι πράξεις και έπειτα γίνονται συλλογικές. Χωρίς ιδεολογία, όμως, δε χρειάζεται ιδεολογία, υπάρχει το ”γιατί έτσι!”, ”δε γουστάρω άλλο πια!”. Αυτό ήταν η ”Αγάπη”. Δεν ήθελα να μιλήσω για τις γυναίκες, για την αισθητική, αλλά για την ασχήμια γενικά και τη βλακεία. Είναι το πιο σκληρό πράγμα που έχω γράψει και είναι σκληρό γιατί είναι αλήθεια”.

Συνεχίζει αναλύοντας τη Γνώση, που είναι αναφορά στο... αγαπημένο του μυθιστόρημα, τον ”Πάγο”.Γνώση είναι όλα αυτά που είμαστε. Όλα αυτά που είμαστε είναι όλα αυτά που ξέρουμε. Όλα αυτά που ξέρουμε είναι όλα αυτά που μάθαμε.

Και αυτά που μάθαμε είναι συνήθως αυτά που μας μάθανε. Και μετά είναι αυτά που μάθαμε μόνοι μας. Αυτά που μας μάθανε οι γονείς μας, εάν είμαστε τυχεροί και οι γονείς μας ξέρουν κάτι, οι φίλοι μας και το σχολείο όπου όμως, δε μαθαίνουμε τίποτα, τίποτα ουσιαστικό, δηλαδή. Οπότε αυτό το τεράστιο κενό που δημιουργείται σε αυτά που μαθαίνουμε και σε αυτά που έπρεπε να μας μάθουν, πρέπει να καλυφτεί με όσα αναζητάς μόνος σου.

Υπάρχει βέβαια και το ίντερνετ το οποίο, όμως, έχει μια σωρεία πληροφοριών, που για να είσαι σίγουρος ότι οι πληροφορίες που λαμβάνεις είναι άξιες γνώσης και όχι σαβούρα, πρέπει να έχεις αποκτήσει ένα κριτήριο από μόνος σου”.

Ποια είναι η ρίζα του κακού; ”Το κακό είναι ότι δεν παρέχεται τίποτα από το κράτος. Η παιδεία όχι μόνο δε σου προσφέρει τις βάσεις για να προχωρήσεις στον κόσμο αλλά διαστρεβλώνει τη βάση με την οποία ξεκινάς. Το πιο σημαντικό μάθημα κατ’ εμέ είναι η ιστορία γενικά, γιατί πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι γίνεται. Στο σχολείο, δε μαθαίνεις καν τη σωστή ιστορία της χώρας σου. Και αυτό είναι η βάση του κακού για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Ίσως είμαστε το μόνο έθνος που δεν έχει κάνει ποτέ αυτοκριτική. Υπάρχει η φιλοσοφία ότι εμείς είμαστε άρια φυλή, οι Έλληνες, οι απόγονοι του Περικλή. Έχεις τελειώσει το σχολείο και δεν έχεις ιδέα. Έγκειται σε σένα πως θα χειραγωγήσεις αυτό το τεράστιο δυναμικό γνώσης που είναι σχεδόν εκρηκτική, γι’ αυτό χρειάζεται να μπορείς να κρίνεις”.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι είναι, τελικά, ”αριστερά” στην Ελλάδα, στις μέρες μας και αν μπορεί να μιλήσει κανείς για ”αριστερά”. ”Υπάρχουν αριστεροί αλλά το πολιτικό φάσμα δεν είναι πλέον ξεκάθαρο, όπως παλιά που οι έννοιες αριστερού- δεξιού ήταν διαχωρισμένες.

Αριστερός στις μέρες μας είναι ένας άνθρωπος που δεν αποδέχεται το κατεστημένο που επιβάλλει η συντήρηση και η αντίδραση και προσπαθεί με κάθε τρόπο να το αλλάξει, είτε με ένοπλο είτε με δημοκρατικό τρόπο”, εξηγεί χρησιμοποιώντας όπως λέει ”την κλασσική ξύλινη γλώσσα του ΚΚΕ”.

”Η έννοια του αριστερού στην Ελλάδα μου βγάζει κάτι πολύ αδιέξοδο. Η αριστερά έχει φάει το πακέτο του Πασόκ. Εκεί που τα πράγματα ήταν στάνταρ ήρθε το Πασόκ, που ήταν μεν κατά της δεξιάς αλλά είχε και το στυλ ”να τ’ αρπάξουμε”, το οποίο κάπως απορύθμισε τα πράγματα. Η αριστερά λοιπόν, πέρασε την αμηχανία του Πασόκ, και το ερώτημα αν τελικά αυτό είναι η αριστερά. Να τρώνε με χρυσά κουτάλια; Αναδείχθηκε το χειρότερο πρόσωπο του Έλληνα.

Ακόμα δεν έχει συνέλθει από αυτό το στραπατσάρισμα η αριστερά και ούτε θα συνέλθει σε επίπεδο κοινωνικό, αλλά θα δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο κίνημα, όπως στο εξωτερικό. Η αριστερά στην Ελλάδα είναι ο σώζων εαυτώ, σωθείτο”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v