Νύχτες με ουρά

Αντώνης Σουρούνης
Εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Αντώνης Σουρούνης έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1995), με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Να ένα μήλο» (2006) και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» (2006).

Το τελευταίο βιβλίο του αποτελείται από 72 διηγήματα που καλύπτουν διάφορες πτυχές της σύγχρονης και παλαιότερης κοινωνικής πραγματικότητας. Με διεισδυτικό βλέμμα, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει ιστορίες, οι οποίες απηχούν αισθήματα, νοσταλγία, ειρωνία, χιούμορ, προβληματισμό, κριτική απέναντι σε ανθρώπους, καταστάσεις, συμπεριφορές, πολιτικά και οικονομικά συστήματα. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ποιοτικών και ώριμων συγγραφέων να μεταλλάσσουν κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας σε υπέρβαση, πάσχοντας όμως μέχρι την τελευταία στιγμή της γραφής.

Τα διηγήματα της συλλογής περιλαμβάνουν όλες τις παραπάνω καταστάσεις. Στο διήγημα «Ο χορός του μηχανικού», υπάρχει η μεταφυσική προσέγγιση «Αργά ή γρήγορα σε όλους γίνεται η προσφορά, όμως λίγοι θα σκεφθούν πως ο κομιστής του μηνύματος μπορεί να είναι κι ένας άγγελος που στάλθηκε για ν’ ανταμώσει εσένα». Διαπιστώνουμε πως ο πραγματικός συγγραφέας δέχεται τα μηνύματα και επικοινωνεί με το επέκεινα για να μπορέσει να μεταδώσει και στους άλλους ανθρώπους ένα ερέθισμα. Ο συγγραφέας προχωρά μόνος του με την παρατηρητικότητα του και στο διήγημα «Μόνοι εγώ και συ» θα γράψει: «Πολλές φορές έχω την ψευδαίσθηση ότι κρατάω το λυχνάρι του Αλαντίν κι επειδή ξέχασα τα λόγια για να εμφανιστεί το καλό πνεύμα, ο κόσμος συνεχίζει να καίγεται εξαιτίας μου».

Η νοσταλγία αλλά και η ανάμνηση της ανθρωπιάς και της ομορφιάς εμφανίζονται μέσα από την αλλαγή της περιβαλλοντικής πραγματικότητας. Στο διήγημα «Η οδός Μουσσών, χωρίς τις Μούσες» θα τονίσει: «Τα καινούργια σπίτια που σηκώνονται συνέχεια μοιάζουν με εκείνα που ζωγραφίζαμε μικροί στο μάθημα της χειροτεχνίας… όμως εμείς βάζαμε πάντα απ’ έξω ένα παιδάκι με ανοιχτά τα χέρια κι ένα δένδρο… Τα δένδρα τα κόψανε για να γίνουν πιο βολικά τα στενά δωμάτια και τα παιδιά δεν ξέρω τι τα κάνανε». Δεν λείπει το χιούμορ και η ελαφρά διάθεση ειρωνείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν ο συγγραφέας μιλά για την παραλία της Θεσσαλονίκης που πλέον έχει μεταβληθεί σε χώρο περιπάτου ή δρομέων εξαιτίας ασθενειών και γι’ αυτό θέλει να την ονομάσει Λεωφόρο Μπαι-πας.

Δεν κρύβει βέβαια την αγωνία του για τη νέα γενιά η οποία μπορεί να έχει μάθει πολλά από τις οθόνες, αλλά ίσως τίποτα από τη ζωή: «Μια και μόνη σφαίρα ήταν αρκετή για να καεί και να λεηλατηθεί η Αθήνα και οι άλλες μεγαλουπόλεις, ώστε να πάρουν χαμπάρι όλοι, ξύπνιοι και χαζοί, ξένοι και ντόπιοι, ότι είναι ξέφραγο αμπέλι. Τι θα γίνει αν αύριο πέσουν δύο σφαίρες;».

Η αποκαλυπτική γραφή και η γεμάτη αυτοπεποίθηση παράθεση λέξεων, ιδεών και συναισθημάτων, καθιστούν τον συγγραφέα κύριο της πραγματικότητας, ικανό ώστε να καθιστά τους αναγνώστες του κοινωνούς των βιωματικών εμπειριών του.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v