Και αν σκιστεί και το εφεδρικό, τότε τι;

Στις πρόσφατες εκλογές, κάποιος ψηφοφόρος του νομού Ηλείας έβαλε μέσα στο φάκελο ένα μαύρο στρινγκ. Και με έβαλε σε σκοτεινές σκέψεις.
Και αν σκιστεί και το εφεδρικό, τότε τι;

Κάποτε, σ’ ένα καλοκαιρινό θέρετρο γεμάτο από “salacious” φοιτητόκοσμο, βρέθηκα μ’ έναν γνωστό μου φυσικό, ο οποίος είχε φύγει από καιρό στο εξωτερικό —είναι πολύ παλιά υπόθεση το περίφημο brain drain, πιο παλιά απ’ την (sic) “κρίση”— για να κάνει το διδακτορικό του στο πεδίο της κβαντικής φυσικής. Όταν τον ρώτησα σχετικά, μου εξήγησε ότι, πιο συγκεκριμένα, ασχολείται με string theory και black holes. “Δηλαδή;” επέμεινα εγώ. “Δηλαδή,” μου απάντησε, “με στρινγκ και μαύρες τρύπες”.


Θυμήθηκα το περιστατικό όταν διάβασα ότι, στις πολύ πρόσφατες εκλογές, κάποιος ψηφοφόρος του νομού Ηλείας έβαλε μέσα στο φάκελο ένα μαύρο στρινγκ, συνοδευόμενο απ’ το εξής σημείωμα:

“Αγαπητοί εθνοσωτήρες, στις επίπονες προσπάθειές σας να μας ‘σώσετε’ προσέξτε μη σκίσετε κάνα στρινγκ. Γι’ αυτό για καλό και για κακό πάρτε ένα εφεδρικό!”

Για να μην παρεξηγηθώ, είμαι από ‘κείνους που εκτιμούν κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της σοβαροφάνειας που διακρίνει τις ημέρες των εκλογών ασχέτως ποιότητας, γούστου ή ευστοχίας και δεν θεωρώ ούτε μία χαβαλετζίδικη ψήφο χαμένη. Άλλωστε, τι άλλο είναι η αποχή παρά η έλλειψη μιας καλής ιδέας για τρολιά, να το διασκεδάσουν λίγο και οι χωμένοι που πήζουν στην καταμέτρηση όσο οι δημοκράτες γιορτάζουν. Κι όμως, αν και με διασκέδασε στιγμιαία, η παραπάνω είδηση με οδήγησε σε άλλες, πιο σκοτεινές σκέψεις.


Παρατήρησα, ας πούμε, ότι το μήνυμα του φαρσέρ αποτελείται από 152 χαρακτήρες κι ένα στρινγκ που, αν θυμάμαι καλά, ισοδυναμεί με 23 χαρακτήρες. Αυτό αφήνει 117 χαρακτήρες διαθέσιμους απ’ τους 140 που είχε αρχικά κι έτσι η λεζάντα είναι κατά 35 χαρακτήρες εκτός ορίου. Αν ήθελε δε να βάλει και χάσταγκ και να απευθύνει το μύνημά του και σε 2-3 ενδιαφερόμενους πολιτευτές, άστα να πάνε… Συμπεραίνω λοιπόν, ότι ο πλακατζής είναι της παλιάς σχολής. Που σημαίνει ότι, σε μία τουλάχιστον περίπτωση σ’ αυτές τις εκλογές, το “παλιό” κέρδισε το “νέο” κατά κράτος.

Γιατί αν ο τυπάς κότσαρε το (πετσοκομμένο) μήνυμά του στο τουίτερ, πάνω απ’ τη φωτογραφία ενός στρινγκ (ή whale-tail, αν το στρινγκ βρίσκεται πάνω σε κώλο) μαζί με ένα χάσταγκ π.χ. #ekloges και μερικά μένσιονς σε Τσίπρα, Μεϊμαράκη, Φώφη, Σταύρο κλπ. η πλάκα του θα χανόταν στη χωματερή με τις εξυπνάδες που, μοιραία, έχει γίνει το ελληνικό τουίτερ και κανείς δε θα άκουγε ποτέ γι’ αυτήν πέραν των λούζερς που τον ακολουθούν. Αντ’ αυτού, έκανε το χαβαλέ του, πήγε σπίτι του και περίμενε. Την επομένη κιόλας είδε το έργο του να μοστράρει σε κάθε ειδησεογραφικό σάιτ και να παίζει σ’ όλα τα κανάλια στην ώρα του παιδιού, το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, όπου το είδαν και το “ζήλεψαν” μερικά εκατομμύρια έλληνες. Έτσι απλά, χωρίς τις αγκυλώσεις του “νέου”.


Όπου το νέο σε εισαγωγικά, είναι τα “μέσα κοινωνικής δικτύωσης” ή “σόσιαλ μίντια” ή, όπως θα τα λέω από εδώ και στο εξής, κοινωνικά μέσα. Τα οποία, φυσικά, δεν είναι τίποτε άλλο από μια φτιασιδωμένη, ψηφιακή εκδοχή του “παλιού”, όπου συνδυάζονται αρμονικά τα χειρότερα ελαττώματα των μίντια με τις χειρότερες εκφάνσεις της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης για να προσθέσουν μερικούς ακόμη τόνους μπουρδολογίας, χαβαλέ, μισαλλοδοξίας, παραπληροφόρησης και PR-ιτζίδικου σπαμ στην απέραντη χωματερή του ίντερνετ. Εκεί, όπου ψαρεύει πλέον πελάτες το μισητό στους αδέκαστους πολίτες πολιτικό σύστημα, το αγνό και αμόλυντο “νέο” πρώτο απ’ όλους. Εκεί, όπου ένας αφελής πολιτικός τυχοδιώκτης παλαιάς κοπής, γνωστός με το όνομα “Πόρτα Πόρτα” (Σημ: Ουδεμία σχέση είχε με την συνονόματή του υπηρεσία των ΕΛΤΑ), δε δίστασε να μιλήσει από καρδιάς πιστεύοντας ότι έτσι δουλεύουν τα κοινωνικά μέσα, ότι “εδώ μέσα πρέπει να είσαι ο εαυτός σου” και “ο κόσμος καταλαβαίνει και θα σε κρίνει γι’ αυτό που είσαι”, “αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω”, “εγώ δεν ήρθα εδώ για την πρωτιά αλλά για την εμπειρία” και άλλα τέτοια όμορφα, ξεσηκωμένα από τη χρυσή εποχή των ριάλιτιζ. Τότε που το “The Wall” σμίλευε συριζαίους μπόλιαζοντας τον πασόκο και τον νεοδημοκράτη με ταξική συνείδηση κι ο Γιώργος ο Βελέντζας δεν κατάφερνε ν’ αγγίξει τις (sic) “αναίσθητες ορδές του λαού” παρά το ειλικρινές ελληνοχριστιανικό του όνειρο, να πάρει τα λεφτά της πρωτιάς και να χτίσει ένα εκκλησάκι…

Κι εντάξει, δε λέω, “κακή” τηλεόραση τα ριάλιτιζ, αλλά τουλάχιστον μπορούσες να την ξεχωρίσεις και να πεις “ναι, ρε… βλέπω κακή τηλεόραση, παίζει κάνα πρόβλημα;” Τώρα ποιο είναι το μέτρο του “κακού ίντερνετ” ή “τρας ίντερνετ”, του κακού τουίτερ, φέισμπουκ, γιουτιούμπ κλπ. Υπάρχει δηλαδή καλό γιουτιούμπ, ποιοτικό; Ποιο; Τα ντοκιμαντέρ, υποθέτω; Όλα τα γνήσια τέκνα του τρας και της TV, οι περφόρμερς και το κοινό τους (κρυφό και φανερό), επανήλθαν στα κοινωνικά μέσα ως τεράστιος χυλός από κεφάλια που μιλούν, ο οποίος αναβαπτίζεται ως κριτική ή σάτιρα βουτώντας στην ειρωνεία — καλή ώρα!— και την παλιομοδίτικη μεταμοντερνιά. Τι κρίμα που μας πρόλαβε όλους η Αννίτα και από την εποχή που τα ταλέντα της έβγαιναν από μια τσουλήθρα σε μορφή σέσουλας για να γεμίσουν το χρόνο μεταξύ προξενιών έφτασε ν΄αποθεώνονται οι σταρ-παρωδία της κι εκτός του πλατό, και να πληρώνονται κανονικά για μια εμφάνιση απ’ το Σχηματάρι Βοιωτίας μέχρι το βαθύ Κολωνάκι. Ας το αποδεχτούμε κι ας προχωρήσουμε, επιτέλους, με τις άδειες διαδικτυακές ζωές μας: nous sommes tous Vicky Michalonakou!


Όσο για τον Δημήτρη Καμμένο, γνωστό πλέον και για πάντα ως Πόρτα Πόρτα, τι να πει κανείς; Ίσως και να μην έβλεπε προσεκτικά, ίσως και να έλειπε στο εξωτερικό, ίσως και… να (sic) “διάβαζε”, βρε αδερφέ, τη νύχτα εκείνη που, στο ημιφωτισμένο μπαλκόνι του Fame Story, ο Κώστας Κούντος έσκυβε προς το μέρος του Γιώργου Χρήστου για να του επιστήσει την προσοχή στις παγίδες που έκρυβε η κοινή τηλεοπτική εμπειρία τους: “Φίλε,” του ψιθύρισε, “παίζει πολύ υποκρισία εδώ μέσα.”
Ναι, του το ‘λεγε ψιθυριστά, όντας μακριά απ’ την αδιάκριτη κάμερα, πιστεύοντας ότι δε θ’ ακουστεί να κράζει τους υπόλοιπους με τους οποίους, απ’ την επόμενη κιόλας στιγμή, θα ‘πρεπε να γίνει κολλητός για να επιβιώσει. Το (sic) “σπίτι” όμως είχε μικρόφωνα παντού κι έτσι εμείς τον ακούγαμε, όπως τον άκουγαν κι οι φίλοι και συγγενείς των “υποκριτών”. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην τηλεοπτική ιστορία κι έχουν αποτυπωθεί απ’ τον ίδιο σ’ ένα τραγούδι με τον προφανή τίτλο “Show Biz” κι ένα ρεφρέν που δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης στον κάθε Πόρτα Πόρτα που θα θελήσει να μάθει κάτι απ’ την εμπειρία του δημιουργού πριν ριχτεί στην αρένα των μέσων, κοινωνικών και άλλων:

Show Biz!
Μην την αγγίζεις, κάνει τζιζ...
Απ’ όπου κι αν την πιάσεις θα καείς.

Ίσως θα ήταν λάθος μου να προσποιηθώ τον πρωτότυπο και να μην επισημάνω το προφανές: “Απ’ όπου κι αν την πιάσεις θα καείς,” λέει ο ποιητής κι εγώ μιλώ τόση ώρα για κάποιον που λέγεται Καμμένος, οπότε… Χα! Χα! Νάτο το αστείο, βγήκε… Τέλος πάντων. Ας πούμε ότι με τον Χαϊκάλη δε θα δούλευε σε τόσα επίπεδα κι ας πάμε παραπέρα. Ενδιαφέρον επίσης, από άλλη σκοπιά, έχει και το εισαγωγικό κουπλέ του κομματιού που καταγγέλλει, κατά κάποιον τρόπο, την αναξιοκρατία:

Ατάλαντοι ηθοποιοί
και άφωνοι τραγουδιστές,
μοντέλα άσχημα πολύ,
δυσλεκτικοί παρουσιαστές...

Και να που, άθελά του φυσικά, ο στιχουργός αποτυπώνει μία ακόμη πτυχή της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αυτό που, (sic) “με όρους πιάτσας”, θα λέγαμε “άλλο γω και άλλο συ.” Γιατί, εντάξει, ένας ηθοποιός μπορεί να είναι ατάλαντος κι ένας τραγουδιστής κακόφωνος (=άφωνος). Ένα μοντέλο πάλι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και “άσχημο” σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ισχύουν για όλα τα επίδοξα μοντέλα. Αλλά το “δυσλεκτικοί παρουσιαστές” δε σώζεται με τίποτε, ειδικά την ώρα που ο στιχουργός καταγγέλλει ουσιαστικά τον δικό του αποκλεισμό λόγω... προσωπικών ιδιαιτεροτήτων. Με λίγα λόγια, η υπέροχη αυτή πτυχή της εμπειρίας του να είσαι έλληνας θα μπορούσε να ονομάζεται “χάνω κι αυτό το λίγο δίκιο που νομίζω ότι έχω γιατί δεν αντιλαμβάνομαι καν ποιο ακριβώς είναι αυτό και με ποιον τρόπο αφορά τους άλλους.”
Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε. Ας είναι.


Εδώ κανονικά θα επέστρεφα στον τρόπο που ο Κώστας Κούντος έθαψε τους υπόλοιπους στον συμπαίκτη του θεωρώντας ότι δεν τον ακούει κανείς, όπως οι πολιτικοί μιλούν στο κομματικό ή εγχώριο κοινό σα να το κάνουν κατ’ ιδίαν, ενώ όλοι τους ακούνε, πριν επισημάνω (βαρεμάαααρα!) πώς καταλήγουν να καταγγέλλουν διαρκώς το αόρατο σύστημα (βλέπε: Show Biz) για τις δικές τους αποτυχίες και μπλα μπλα μπλα, αλλά σιγά τα νέα. Ήταν, άλλωστε, εκείνη η πρόσφατη τηλεοπτική στιγμή κατά την οποία ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε απορημένος ότι δεν έχει ακούσει ποτέ του το χαρακτηρισμό “γερμανοτσολιάς” που η ελάχιστη απαιτούμενη τσίπα για να απευθύνεσαι δημοσίως σε ενήλικο κοινό έπιασε πάτο για ακόμη μια φορά.


Όλοι κάνουμε τον χαζό, αλλά στο φινάλε όλοι καταλαβαίνουμε, δεν είναι δα και κβαντική φυσική. Πιο πολύ στρινγκ και μαύρες τρύπες...

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v