Αν η κόλαση ειν’ οι άλλοι, εμείς τι είμαστε;

Άντε τώρα να εξηγήσεις σε έναν ξένο τι σημαίνει “χώρα του πράσινου ήλιου, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, της Καλαμαριάς… Πατρίδα, θρησκεία, σουβλάκι με πίτα, Ντάτσουν, Αντίντας και Χάνι της Γραβιάς.”
Αν η κόλαση ειν’ οι άλλοι, εμείς τι είμαστε;

Ήταν τα πρώτα χρόνια της (sic) “κρίσης” όταν κάποιος φίλος μου μετέφερε την εικόνα μιας οικογένειας γερμανών, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας για να παραβρεθούν σε κάποιο γάμο. Η τύχη τό ‘φερε, ο γάμος αυτός να γίνεται κάπου στη Λάρισα, την πόλη που αδικήθηκε, ίσως, πιο πολύ απ’ όλες όταν, σε κάποια λίστα του, το “Lonely Planet” χρησιμοποιήσε το επίθετο “salacious” (=ηδυπαθής, λάγνα, φιλήδονη, ακόλαστη) για να χαρακτηρίσει τη νύχτα της Θεσσαλονίκης.
Παρ’ όλ’ αυτά, εκείνο που άφησε άφωνους τους γερμανούς δεν ήταν η νυχτερινή ζωή της πόλης, ούτε η ευρεία κατανάλωση καφέ για την οποία φημίζεται πανευρωπαϊκώς, αλλά τα 500ευρα που οι καλεσμένοι πετούσαν στη νύφη και τον γαμπρό, σα νά ‘ταν κουφέτα.


Λίγο καιρό μετά απ’ αυτό το εύθυμο περιστατικό και αρκετά πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στα κυβερνητικά έδρανα, ένας βρετανός με καταγωγή απ’ το Κασμίρ, αριστερός της οξφορδιανής συνομοταξίας (Τσακαλώτος φάση), βρέθηκε στην Αθήνα για να δει από κοντά όλη αυτή την αριστερή αφύπνιση του ελληνικού λαού που απειλούσε (ντεμέκ και καλά) να (sic) “αλλάξει την Ευρώπη” και να εμπνεύσει τους απανταχού οργανωμένους αριστερούς να κάνουν το δικό τους άλμα προς την εξουσία. Σαν πολιτικός τουρίστας που ήταν έκανε τις βόλτες του στο κέντρο της πόλης και πιο πολύ στα Εξάρχεια, όπου κινούνταν και τα κονέ του, φωτογράφισε τα συνθήματα στους τοίχους και τις μπαρουτοκαπνισμένες γωνιές και κάποια στιγμή ρώτησε κι εμένα να του πω “τι παίζει” με τη φάση της (sic) “ελληνικής άνοιξης”.


Άντε τώρα να του εξηγήσεις τι σημαίνει “χώρα του πράσινου ήλιου, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, της Καλαμαριάς… Πατρίδα, θρησκεία, σουβλάκι με πίτα, Ντάτσουν, Αντίντας και Χάνι της Γραβιάς.” Βαριόμουν. Πήρα το έξυπνο κινητό απ’ τα χέρια του, άνοιξα τον μπράουζερ και πληκτρολόγησα: larissaout.gr. “Ορίστε”, του είπα, “όποτε θες να δεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα, θα μπαίνεις σ’ αυτό το site και θα βλέπεις τι παίζει στη Larissa. Και να θυμάσαι, ότι είναι μόλις η 5η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας.” Προς στιγμήν χαμογέλασε μπερδεμένος κι ύστερα περιηγήθηκε για λίγο στις φωτό με τα λαμπερά κορίτσια του κάμπου. Ήταν ξεκάθαρο ότι, απλώς, δεν ήθελε να με προσβάλλει. Δεν είχε κανένα σκοπό ν’ ακολουθήσει την συμβουλή μου.


Εντωμεταξύ, όσο τρόλαρα τον κουτόφραγκο, το χάρτινο κεφάλι του Πάνου Κιάμου, που κοσμούσε την κάσα πάνω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, είχε κολλήσει το βλέμμα του επάνω μας...

ΣΑΝ ΤΑΙΝΙΑ ΠΑΛΙΑ/ ΠΟΥ ΤΕΛΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ
Η ΑΓΑΠΗ ΣΕ ΡΟΛΟ / ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ
ΠΑΙΖΕΙ ΠΛΕΟΝ ΓΙΑ ΜΑΣ / ΣΕ ΘΕΑΤΡΟ ΑΔΕΙΟ
ΜΕ ΦΙΝΑΛΕ ΕΜΑΣ / ΜΑ ΘΕΛΕΙ ΚΟΥΡΑΓΙΟ...

Σ’ αυτές τις σιβυλλικές ρίμες του Αργύρη Αράπη, εντυπωμένες πλέον στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μέσω της βελούδινης φωνής του “Κάνει Κέφι”, έχω βρει εδώ και κάμποσο καιρό τη μοναδική πιο συμπυκνωμένη περιγραφή αυτού που έχουμε μάθει ν’ αποκαλούμε (sic) “ελληνική ιδιαιτερότητα”, άλλοι με υπερηφάνεια και άλλοι με στωικότητα. Και που μάθαμε και στους ξένους, φίλους κι εχθρούς ομοίως, να το επικαλούνται, όχι όμως πριν να το αξίζουν, αφού δηλαδή είχαν ξοδέψει μερικά χρόνια απ’ τη ζωή τους ματαιοπονώντας να βγάλουν νόημα απ’ την Ελλάδα της κρίσης.


Μη βιάζεστε, δεν εννοώ τον Πολ Μέισον με το αμπέχωνο και τo whiskey-face του, αυτόν τον όψιμο φιλέλληνα που γοητεύτηκε σα σχολιαρόπαιδο απ’ την απειροελάχιστη πιθανότητα να καλύψει έναν ταξικό πόλεμο σε μια κωμικοτραγικά αταξική χώρα απ’ την ταράτσα του Χίλτον. Αυτός τουλάχιστον, φάνηκε να το διασκεδάζει. Εννοώ όλους εκείνους που μας ζάλισαν με τις αναλύσεις, τα σχόλια, τις παραινέσεις και την τεχνογνωσία τους, απλώς και μόνο για να πέσουν έξω, να χάσουν την ουσία ή, τέλος πάντων, να κάνουν το κομμάτι τους στο θεωρητικό πεδίο της μάχης μεταξύ λιτοτητολατρών και λιτοτητομάχων.


Διαβάσαμε πολλά ανακριβή, υποθετικά, απαισιόδοξα και υπερφίαλα αυτά τα χρόνια για τη χώρα μας στον ξένο Τύπο. Τόσα πολλά και πρόχειρα, που όταν διαβάζω πλέον άρθρα π.χ. για την Ουγκάντα, όπου, όπως και να το κάνουμε, η διασταυρωμένη πληροφορία είναι πιο δυσεύρετη απ’ ότι στην Ελλάδα, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μου λένε. Δε βαριέσαι. Το είπε καλύτερα ο Ντάνιελ Χάουντεν, σχολιογράφος του Guardian, σ’ ένα άρθρο του με τίτλο “Syriza is asking Greece’s voters to endorse its own failure” (theguardian.com, 30 Ιουνίου 2015):

“Πολλοί επικριτές της λιτότητας και αβανταδόροι του Τσίπρα μοστράρουν ως παράσημο την άγνοιά τους για τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, με ατυχώς προεξάρχοντα τον αμερικάνο οικονομολόγο Πολ Κρούγκμαν. Άλλοι, όπως ο βρετανός τηλεπαρουσιαστής Πολ Μέισον, ο οποίος έπεσε με τα μούτρα στα ήθη και έθιμα της ελληνικής αριστεράς, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να δουν τη χώρα να ρίχνεται στην πρώτη γραμμή μιας καταδικασμένης σύγκρουσης με τον καπιταλισμό. Όταν σωθεί ο καφές —που, παρά την ηλιοφάνειά της, η Ελλάδα δεν έχει το κατάλληλο υψόμετρο για να τον καλλιεργήσει μόνη της— ίσως μπορέσουν κάποιοι να αναστοχαστούν όσα έγιναν και ειπώθηκαν, αν και πολύ αμφιβάλλω. Στην Ελλάδα που αγαπήσαμε και συμβάλλαμε όλοι στη διαμόρφωσή της, τα ψέματα δε δείχνουν να έχουν τέλος.”

Όταν σωθεί ο καφές. Χα χα! Κατακαημένη Λάρισα. Ένα χαρακτηριστικό της “ελληνικής ιδιαιτερότητας” είναι και η μόνιμη αβεβαιότητα που προκαλείται απ’ τη διαρκή σύγκρουση ενός πλήθους βεβαιοτήτων τις οποίες αδυνατούμε ν’ αφήσουμε πίσω μας και να προχωρήσουμε. Ναι, μπορεί να είναι αδύνατο να καλλιεργήσουμε καφέ επειδή δεν έχουμε τις κατάλληλες κλιματολογικές κι εδαφικές συνθήκες, αλλά αυτό δε θα σταματήσει κάποιον απ’ το να υποσχεθεί κάτι τέτοιο ούτε κάποιους άλλους απ’ το να τον πιστέψουν. Όταν έρθει η ώρα ν’ αθετήσει την υπόσχεσή του, θα επικαλεστεί αυτό που ήδη ξέραμε και αντί για καφέ θα φυτέψει ρεβύθια. Όσοι τον πίστεψαν θα νιώσουν εξαπατημένοι και, σε πείσμα του προδότη, θα ονειρευτούν εκ νέου τις απέραντες εκτάσεις με ευωδιαστό καφέ που τους έταξαν και θα του πετάξουν τα ρεβύθια στη μάπα. Όταν λέμε “καφέ” εννοούμε “καφέ”.


Dammit! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μάλλον έπρεπε να μεταφράσω στα εγγλέζικα το παραπάνω ρεφρέν και να το πασάρω στον φίλο απ’ την Οξφόρδη σαν απάντηση σε κάθε απορία του για την Ελλάδα και την ελληνική Αριστερά. Ίσως αυτό να προσπαθούσε να μου πει το κεφάλι του Πάνου Κιάμου όταν έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μας. Γιατί όχι; Το ίδιο σιβυλλικό, διαχρονικό και ανοιχτό σε ερμηνείες ακούγεται και στ’ αγγλικά. Στη θέση της “αγάπης”, όμως, θα του έβαζα την “Ελλάδα” ή καλύτερα, για να είμαι και πιο κοντά στις ανησυχίες του, θα του ‘βαζα την “Αριστερά” που, πιο πολύ κι απ’ της χώρας μας, τον έκαιγε το παρόν και το μέλλον της…

Just like an old film that has no ending.
Love Greece The Left is cast in a part that becomes intolerable.
It now performs for us in a theater that’s empty.
We are the play’s finale, but we’ll need to be brave...

Παραδεχτείτε το. Αυτή η μικρή αντικατάσταση και το πρόσφατο πέρασμα της ελληνικής Αριστεράς απ’ τη θεωρία στη διακυβέρνηση κάνει τους στίχους να φαίνονται στοιχειωτικά προφητικοί —για να μην πω σεξπηρικοί.


Σα να τον βλέπω μπροστά μου τον οξφορδιανό: να βρίσκει το χαρτάκι σε κάποια τσέπη μέσα στο καλοκαίρι, κάπου μετά το δημοψήφισμα, ή ακόμη και τώρα που το χρίσμα των Εργατικών πήγε σ’ έναν βετεράνο σύντροφό του (βλέπε Τζέρεμι Κόρμπιν), να θυμάται το βλέμμα εκείνου του κεφαλιού που έστεκε σα gargoyle πάνω απ’ το παράθυρο της κουζίνας και να του σηκώνεται η τρίχα. Και τότε, πνιγμένος απ’ το σκοτεινό μέλλον που αρχίζει να παίρνει σχήμα στο μυαλό του, ν’ αρπάζει το έξυπνο κινητό του, ν’ ανοίγει τον μπράουζερ και να πληκτρολογεί: newcastleout.co.uk.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v