Όλες οι διαδρομές οδηγούν στον ίδιο προορισμό

Τα τελευταία χρόνια, όποτε ταξιδεύω με το τρένο, περνώ όλο το ταξίδι στο κυλικείο. Εκεί, άθελά μου, έχω κρυφακούσει ένα σωρό συζητήσεις μεταξύ αγνώστων.
Όλες οι διαδρομές οδηγούν στον ίδιο προορισμό
Τα τελευταία χρόνια, όποτε ταξιδεύω με το τρένο, περνώ όλο το ταξίδι στο κυλικείο. Εκεί, άθελά μου, έχω κρυφακούσει ένα σωρό συζητήσεις μεταξύ αγνώστων, κουβέντες που συμπυκνώνουν όλη την ανοησία, την αμετροέπεια και την εντυπωσιακή, ομολογουμένως, ασχετοσύνη του σύγχρονου έλληνα, ο οποίος παραμένει σταθερά ανημέρωτος για τα πάντα, ακόμη και για ζητήματα που έχουν καλυφθεί και αναλυθεί κατά κόρον απ’ τα μέσα, έστω και με τον χαοτικό κι εξόφθαλμα υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτό.

Βεβαίως, είναι λογικό η κλισαδούρα, η μπουρδολογία και ο κενός συγκρουσιακός λόγος των τηλε-πάνελ να αναπαράγεται απ’ τους κατ’ εξοχήν δέκτες του, τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, αυτούς που η λαϊκιστική πολιτική παράδοση θέλει ν’ αποτελούν μια συμπαγή και ενιαία μάζα που λέγεται «λαός». Η περίπτωση του τηλεοπτικού λόγου, όμως, είναι μια ακόμη εκδοχή του γνωστού (καθόλου) παράδοξου: «Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα.» Απ’ την ενηλικίωσή της (μέσω ιδιωτικής πρωτοβουλίας) και δώθε, η ελληνική τηλεόραση διαμορφώθηκε απ’ το κοινό της ενόσω εκείνο διαμορφωνόταν από αυτήν, προσαρμόστηκε γρήγορα στους κανόνες του καφενείου και, ως προϊόν, ο σχεδιασμός της βάσιστηκε πάνω σ’ αυτούς. Του παλιού, πατροπαράδοτου καφενείου, την αστική, καλαίσθητη εκδοχή του οποίου ο σημερινός Υπουργός Πολιτισμού αποκάλεσε, σε κάποιο παλιότερο άρθρο του, δημόσιο χώρο «με παιδευτική λειτουργία πολλαπλή: πολιτική, κοινωνική, αισθητική, πνευματική.» Εντάξει, το ξέρω ότι δεν εννοούσε το κυλικείο του τρένου, του φέρι-μποτ ή του Πανεπιστημίου, αλλά αυτό που εννοούσε, σίγουρα –σαν «κωλοτούμπα» του Αλέφαντου σίγουρα– δεν υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα, σε πόλεις, χωριά, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή μεταφορικά μέσα.

Ας είναι. Εγώ, επειδή συχνάζω κυρίως σε χυδαίες και απολιτίκ καφετέριες, παίρνω τη δόση μου από «πολιτίκ» κουλτούρα καφενείου (πολιτική, κοινωνική, αισθητική και πνευματική) όταν ταξιδεύω. Και είναι χαρακτηριστικό, ότι, από κάποιου είδους αντανακλαστικό μαζοχισμό, αποτυγχάνω κάθε φορά να πάρω μαζί μου ακουστικά ώστε να απομονώνομαι όταν η υπομονή μου εξαντλείται. Τότε που εύχομαι να είχα ένα τηλεκοντρόλ για να πατήσω mute κι οι έλληνες γύρω μου να σταματήσουν ν’ ακούγονται τουλάχιστον, ακόμη κι αν δε μπορώ να τους σταματήσω απ’ το να μιλούν. Τους ακούω λοιπόν μέχρι τέλους. Αυτή η εμπειρία συνοδεύει τα ταξίδια μου εδώ και μια δεκαετία πλέον κι έχει γίνει πια σημείο αναφοράς για τη σχέση μου με τους συντοπίτες μου και συνέλληνες, που λέει και ο Κυριάκος στην τηλεόραση.

Παρατήρησα λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό των ανοιχτών συζητήσεων καφενειακού τύπου, έφτασε στην ακμή του μεταξύ ‘11-’13, όταν οι λαϊκοί (τα μέλη του λαού), παρακινούμενοι και απ’ την πλήρη νομιμοποίηση του οργισμένου (παρα) λόγου σε ΜΜΕ και πλατείες, ένιωθαν ότι δικαιούνται να ξεστομίζουν δημοσίως οτιδήποτε έκρυβαν μέχρι τότε στα εσώψυχά τους και να υπερασπίζονται με ζέση ιδέες και πράξεις που καμία σχέση δεν έχουν με την «ευνομούμενη πολιτεία» την οποία αποζητούσε και αποζητά η αγνή αφεντιά τους και την οποία τους –μας– έχουν στερήσει κάποιοι τρίτοι, τέταρτοι, πέμπτοι και πάει λέγοντας. Γιατί εκεί κατέληγε, θυμάμαι, κάθε διαφωνία και διαξιφισμός, όσο παράλογος και αν ήταν εξαρχής: στο ότι όλα είναι ένα «κουστούμ’» που μας έχουν φορέσει κάποιοι άλλοι. Καμία πρωτοτυπία, θα μου πείτε. Όντως, αλλά το ενδιαφέρον δεν ήταν η κατάληξη, αλλά όλα τα ενδιάμεσα, το συνονθύλευμα μυθολογίας και αμάθειας –εδώ η ημιμάθεια θα ήταν ευλογία– ανάκατο με εμπειρική γνώση που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και παρωχημένη συνωμοσιολογία, εντελώς ανεπίκαιρη αλλά εντυπωσιακά ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου και στις ραγδαίες αλλαγές του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου.

Η αλήθεια βέβαια, είναι ότι το φαινόμενο έχει φθίνει τα τελευταία δύο χρόνια. Κουρασμένοι ίσως, απογοητευμένοι απ’ όλους και όλα ή απλώς μαζεμένοι μετά την υπόθεση της Χρυσής Αυγής –γιατί απόψεις αυτού του είδους ακούγονταν κατά κόρον εκείνη την περίοδο στο κυλικείο– οι άνθρωποι του καφενείου το έχουν γυρίσει, απ’ την οργή, στη μοιρολατρία και την υπερήφανη μιζέρια, κλασικό και αγαπημένο σπορ του «λαού» που δεν ξεχνά ποτέ το πως να μετατρέπει την ήττα σε νίκη και την ανεπάρκειά του σε αστοχία των άλλων. Ομολογώ ότι έχω γελάσει πολύ εις βάρος των χελίνς, αλλα εν τέλει, αυτή η καταρράκωση του δημόσιου λόγου προς μια αχαλίνωτη, χαιρέκακη ειλικρίνεια και μια παντελή απουσία προσχημάτων, της οποίας την πολυτέλεια διαθέτει εκ φύσεως μόνο η απολυταρχία, με επηρέασε αρνητικά.

Ίσως και να είναι αυτός ο βασικός λόγος που, τον τελευταίο καιρό, όποτε καθόμουν να γράψω κάτι γι’ αυτήν εδώ την περίεργη στήλη (που αλλιώς ξεκίνησε κι αλλιώς κατέληξε) έχανα γρήγορα τη διάθεσή μου να εκφέρω ακόμη μία «γνώμη», να προσθέσω λίγο ακόμη θόρυβο στη φασαρία που κυριαρχεί συνήθως στην ελληνική δημόσια σφαίρα (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Αλλά τα υπαρξιακά ζητήματα, υπερβολές συνήθως και προβολές προσωπικών φόβων, είναι κι αυτά που λύνονται πιο εύκολα. Κι όπως «ο έρωτας με έρωτα περνά» κατά τη λαϊκή μούσα, έτσι με παρότρυνε να ξαναγράψω κάτι που άκουσα στο κυλικείο του τρένου. Ένα περιστατικό τόσο σύντομο, αλλά και τόσο περιεκτικό της νεοελληνικής ψύχωσης όσο κι εκείνη η ατάκα που είχε ξεστομίσει μια κυρία ενώ απολάμβανε το καφεδάκι της στο αείμνηστο «JK» του Κολωνακίου το ευλογημένο καλοκαίρι που οι αγανακτισμένοι είχαν μετακομίσει απ’ το Σύνταγμα στα νησιά μας: «Κάτσε να γυρίσουν όλοι απ’ τις διακοπές το Σεπτέμβρη και θα δούν αυτοί [οι πολιτικοί, το κράτος, το σύστημα κλπ.] τι έχουνε να πάθουνε.»

Όλα ξεκίνησαν, λοιπόν, όταν μια επιβάτης έχασε το τρένο της και μπήκε στο επόμενο που πήγαινε στον προορισμό της, δηλαδή στο δικό μας. Όταν έσκασε μύτη ο ελεγκτής για να ελέγξει, του είπε τι συνέβη κι εκείνος την εγκάλεσε που δεν έψαξε αμέσως να τον βρει, ως υπεύθυνο, για να διευθετήσουν την υπόθεσή της σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Ακολούθησε μια σύντομη ανταλλαγή αντεγκλήσεων χωρίς νόημα ώσπου οι τόνοι ανέβηκαν ραγδαία και η κουβέντα έφυγε απ’ το κοινό τους, κατά μία έννοια, πρόβλημα, προσπέρασε με ένα άλμα όλα τα ενδιάμεσα για τα οποία μιλούσα πριν και προσγειώθηκε στη γνωστή κατάληξη... Ο υπεύθυνος αποφάνθηκε ότι το πρόβλημα με εμάς τους έλληνες είναι ότι «δε λέμε ποτέ αυτό που πρέπει αλλά αυτό που θέλουμε» και γι’ αυτό «θα μας τα πάρουν όλα, αν τελικά μας τα πάρουν.» Για ν’ απαντήσει η επιβάτης με τη σειρά της ότι δε θα μας τα πάρουν «αν δεν κλέβουν». Ο υπεύθυνος τότε το πήρε προσωπικά κι αναρωτήθηκε με επιθετικό τόνο αν τον αποκάλεσε κλέφτη, προκαλώντας την επιβάτη να προβεί σε μια πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση: «Όχι εσείς, οι κυβερνώντες, αυτοί που έχουν, τέλος πάντων, την εξουσία.»

Και όμως, τόσο δύσκολο ήταν για δύο συνέλληνες, το σωτήριον έτος 2015, να λύσουν ψύχραιμα και χωρίς να μανουριάσουν ένα ζήτημα εντελώς διαδικαστικό όσο και ανούσιο, αφού κανείς δε μπορούσε να βγει χαμένος. Τόσο, που το άφησαν χωρίς πολύ προσπάθεια στην άκρη για να προβούν σε εικασίες περί των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν τους δυο τους σ’ αυτήν τη διαμάχη εντός του κυλικείου, των δυνάμεων εκείνων που φρόντισαν, τρόπον τινά, η γυναίκα να χάσει το τρένο της κι ο ελεγκτής να μη μπορεί να συνεννοηθεί μαζί της για το πως θα επικυρωθεί το «χαμένο» εισιτήριό της. Φυσικά, μετά από κατ’ ιδίαν τετ-α-τετ, το πρόβλημα λύθηκε, αν και, πιθανότατα, με κάποιον δυσάρεστο για όλες τις πλευρές συμβιβασμό (πάντα είναι δυσάρεστος ο συμβιβασμός για τον ασυμβίβαστο έλληνα).

Στο υπόλοιπο του ταξιδιού, δεν ακούστηκε κιχ στο κυλικείο κι έτσι, με την ησυχία μου, έγραψα κι εγώ αυτό το κείμενο για να ξεδώσω.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v