Η Μάγκι, η Γκλέντα και ο μεγαλύτερος πολιτικός της ιστορίας...

Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε. Όχι από κάποιο χτύπημα της μοίρας, όχι πρόωρα και ξαφνικά, όχι ατιμασμένη ή στην ψάθα, αλλά από γηρατειά.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε.

Όχι από κάποιο χτύπημα της μοίρας, όχι πρόωρα και ξαφνικά, όχι ατιμασμένη ή στην ψάθα, αλλά από γηρατειά —βαθιά ή μη, λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι πέθανε στο σπίτι της, έχοντας στο παλμαρέ της τρεις συνεχόμενες εκλογικές νίκες, όλες απ’ το κρύο χέρι του υποφέροντος βρετανικού λαού, παρά την διαφαινόμενη αποτυχία των περισσότερων πολιτικών επιλογών της και κυρίως την σταδιακή ήττα της φιλοσοφίας που την οδήγησε σ’ αυτές μ’ εκείνο το υπερτιμημένο πείσμα που περιγράφεται απ’ το διαβόητο προσωνύμιο “Η Σιδηρά Κυρία”.

Θεοσχωρέστην λοιπόν, αν και για κάποιους, αυτός ο θάνατος έγινε αφορμή για πανηγύρια, συναυλίες, ανταμώματα και μπιροποσίες πάνω σ’ ένα κουφάρι από καιρό νικημένο, όχι τόσο απ’ τους ίδιους, φυσικά, όσο απ’ τον χρόνο. Θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν η Θάτσερ που πέθανε, αλλά ο Τζένγκις-Χαν που η καρδιά του σταμάτησε λίγο πριν εισβάλλει στην πόλη τους και δεν αφήσει παρθένα για παρθένα αδιακόρευτη, παλούκι για παλούκι ακαπέλωτο με το κεφάλι κάποιου που τόλμησε να του αντισταθεί.

Όχι, δεν ήταν ο Τζένγκις-Χαν, κι αν ήμουν ένας υπερβολικός μαλάκας θα έλεγα ότι όσοι πανηγύριζαν κρατούσαν και τα δάχτυλά τους σταυρωμένα μην τυχόν και επρόκειτο για νεκροφάνεια ή ο εχθρός επιστρέψει ως ζόμπι και με το αργό, αλλά επίμονο, βήμα του τους πάρει στο κατόπι μέχρι να του παραδοθούν. Κάπως έτσι υποθέτω ότι οι ίδιοι, οι πατεράδες τους και οι μανάδες τους υπέκυπταν στην αργή, αλλά σαρωτική επέλαση του θατσερισμού, ψηφίζοντας σα βόδια και κληροδοτώντας πολλά απ’ τα τότε προβλήματα στους απογόνους τους.

Για κάποιο λόγο βέβαια, αυτό το “ζομποειδές” πείσμα της Μάργκαρετ Θάτσερ και η επιμονή της να στηρίζει όσα πίστευε μέχρι τέλους είναι σήμερα, εκείνο που της αναγνωρίζεται ως το γνώρισμα που την έκανε σπουδαία πολιτικό.

Ακόμη και από αυτοαποκαλούμενους “διαφωνούντες”, όπως ο Γιάννης Βαρουφάκης που δηλώνει νοσταλγός επειδή η μακαρίτισα “πίστευε αυτά που έλεγε και θα τα έλεγε ακόμα κι αν οι «επικοινωνιολόγοι» της τη συμβούλευαν ότι δεν τη συνέφερε να τα πει”, αλλά κι επειδή “βάσιζε αυτά που έλεγε και έκανε σε μια ιστορική ανάλυση του παρελθόντος.” Αμετροεπής και χαμογελαστός όπως πάντα, φροντίζει να “ρίξει γύρο” στους υπόλοιπους διαφωνούντες και να παίξει το περίφημο χαρτί της ψυχραιμίας, της μεγαλοψυχίας και της πολιτικής ορθότητας, λιβανίζοντας ιπποτικά το πτώμα λίγο πριν σκεπαστεί απ’ το τιμημένο χώμα της Μεγάλης Βρετανίας, της χώρας που ήθελε να σώσει, αλλά κόντεψε να πνίξει από “αγάπη”, αυτή η αμετανόητη ιέρεια της αξιοκρατίας και της νοικοκυροσύνης.

Ξέρω όμως κι έναν άλλο ηγέτη που πίστευε πάρα πολύ στο όραμά του και ήταν διατεθειμένος να το υλοποιήσει πάση θυσία...

Ναι ναι, καλά καταλάβατε. Πρόκειται για τον Λι Κουάν Γιου, πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης απ’ το ‘59 έως το ‘90. Σπουδαίος πολιτικός, όσο και άνθρωπος.

Πίσω στο θέμα μας...

Εντάξει, έστω ότι είναι έτσι και η εμμονή σ’ αυτά που ξέρουμε και νομίζουμε ότι ελέγχουμε μπορεί να θεωρηθεί κάτι άλλο από υφέρπουσα μεγαλομανία και υπόθεση καταδικασμένη. Το ότι η Μάγκι απέτυχε να υλοποιήσει το “όραμά” της όμως, κάτι μας λέει για το πόσο ενδεδειγμένο είναι ένας πολιτικός να μουλαρώνει σε μια θέση μέχρι να την επιβάλλει, κι ενώ η εφαρμογή της “φιλοσοφίας” του προϋποθέτει ότι όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν στην ίδια εκδοχή της ευημερίας και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, να υπομένουν τα πάντα για να την αποκτήσουν.

Κάτι που είναι φυσικά αφελές και αντιπολιτικό, μια κλασική μαλακία των “ιδεολόγων” οι οποίοι θεωρούν ότι διαθέτουν την μοναδική έγκυρη αντιπροσωπεία της θέλησης του λαού, του μονίμως “αθώου” αυτού συνονθυλεύματος καλών και κακών, με κοινό παρονομαστή την πλήρη ή μερική άγνοια.

Κι έτσι έρχομαι στην Γκλέντα Τζάκσον και τον υπέροχο προ-επικήδειό της στο αγγλικό κοινοβούλιο...

“[...] Εκείνο που με ανησυχεί, είναι που βλέπω μια πιθανή επαναφορά στην ολική υποβάθμιση αυτού που, εγώ προσωπικά, θεωρώ την πνευματική βάση αυτής της χώρας, όπου νοιαζόμαστε πραγματικά για την Κοινωνία, όπου πιστεύουμε πραγματικά στην Κοινότητα, όπου δεν αφήνουμε ανθρώπους να περνούν μόνοι τους το δρόμο... Αυτό δε συμβαίνει σήμερα. [...]”

Αααααααχαχαχαχααχα! Όχι προτεσταντικό, αλλά χριστιανικό σίγουρα. Σ’ ευχαριστούμε Γκλέντα για την αποκάλυψη ότι οι κάτοικοι της χώρας σου είναι ενάρετοι στο βάθος της καρδιάς τους, αλλά έχω μερικές ενστάσεις...

Πρώτα πρώτα ας συμφωνήσουμε ότι ούτε ο Τζίσουζ Κράιστ δεν πέθανε δικαιωμένος, κι αν δεν ανασταινόταν όπως δήλωνε πριν, δεν ξέρουμε τι θα του έσουρναν σήμερα οι οπαδοί της “φιλοσοφίας” του. Κι αν η Μάγκι δεν ήταν ο άγγελος που κάποιοι περιγράφουν, εξοργίζοντας την Γκλέντα, τότε σίγουρα δεν ήταν κι ο διάβολος που θα ήθελαν οι πολιτικοί της αντίπαλοι, οι οποίοι πελαγοδρομούσαν ανίκανοι να στρέψουν την προσοχή των βρετανών στη δική τους “αγγελική” ατζέντα όταν εκείνη τους έστελνε για ραδίκια.

Άσχετα όμως απ’ αυτό, η Γκλέντα Τζάκσον κάνει ένα σημαντικό λάθος, χαρακτηριστικό των ανθρώπων που πορεύονται πολιτικά με την καταγγελία και την αγανάκτηση ως σημαία τους.Υποθέτει ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν αυτά που λέει, επειδή είτε ξέχασαν είτε πλανεύτηκαν είτε συγκινήθηκαν απ’ τη συρρίκνωση της Σιδηράς υπό το βάρος των γηρατειών κι απ’ τον θάνατο που σεβόμαστε όλοι θέλοντας και μη. Υποθέτει ότι η φυσική κατάσταση των ανθρώπων είναι εκείνη που τη βολεύει κι όχι ο λήθαργος απ’ τον οποίο νομίζει ότι θα τους ξυπνήσει κραυγάζοντας την προσωπική της άποψη για την αποθανούσα, υπονομεύοντας τον ίδιο το σκοπό της δηλαδή, αφού μια προσωπική, αφοριστική άποψη την πετάμε πολύ πιο εύκολα από μια καλοστημένη αντίρρηση που αναγνωρίζει εμμέσως το ποσοστό του λάθους της.

Κάνει κι άλλο λάθος, τυπική αριστερίστικη μαλακία, όταν επικαλείται (τονίζοντας και πάλι ότι πρόκειται για προσωπική θέση) το ανθρωπιστικό πνεύμα που δήθεν φωλιάζει στα θεμέλια της βρετανικής ψυχής —“Χώρα” την αποκαλεί, πολύ προσεκτικά, αλλά ξεχνώντας ότι η λέξη “χώρα” δεν προσδιορίζει τίποτε συγκεκριμένο και τίποτε ομογενές—, μια ιδεατή κατάσταση που κανείς ποτέ δεν έχει δει να επικρατεί —ο ύτε καν σε συνθήκες ακραίου πολέμου, η καφρίλα δεν υποχωρεί πλήρως για να παρελάσει περήφανη η ανθρωπιά — κι η οποία, αν υπήρχε, θα ήταν κτήμα oλόκληρης της ανθρωπότητας και όχι μιας “Χώρας”. Βάζει έτσι τη Μάγκι (ως πνεύμα) και τους νεο-Θατσεριστές νοσταλγούς της, αντιμέτωπους με μια μεταφυσική οντότητα, μια χαριτωμένη στρατιά αγαθοβιόλικων ξωτικών με γκλίτερ και μυτερά αυτιά (τους βρετανοχωρίτες δηλαδή), την οποία οι εν λόγω δρακουμέλ προσπαθούν εκ νέου να διαφθείρουν και να εξαθλιώσουν, όπως έκανε η ιέρειά τους παλιότερα.

Μπορεί όντως να μην το βλέπει, μπορεί και να κάνει πως δεν το βλέπει γιατί εκλέγεται σε λαϊκή γειτονιά. Δεν πρόκειται όμως για νεράιδες, αλλά για τρολ. Και γι’ αυτό θα ξαναχάσει το παιχνίδι και θα μείνει να μιλάει για τη Θάτσερ σα να πρόκειται για το φάντασμα που θα στοιχειώσει τον βρετανικό πύργο. Γιατί αρνείται να μάθει ότι οι άνθρωποι που εκθειάζει είναι μαλάκες και σάπιοι μέχρι το κόκκαλο...

Αρνείται δηλαδή, όπως και η Μάγκι στον καιρό της, να δει την αλήθεια κατάματα και να κάνει αυτό που έκανε ο μεγαλύτερος πολιτικός στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο Τζίσουζ φάκιν Κράιστ.

Αυτός που κατάλαβε ότι οι άνθρωποι θέλουν κάποιον να θυσιαστεί για τις δικές τους αμαρτίες και να τους απαλλάξει απ’ αυτές με τη μία και διά παντός. Κι ύστερα φρόντισε για τη δική του υστεροφημία με το επικοινωνιακό κόλπο της ανάστασης και της ανάληψης στους ουρανούς, αλλά και τη διατήρηση των προσδοκιών του λαού με την περίφημη υπόσχεση της ολικής άφεσης των αμαρτιών εν καιρώ...

Πότε; Μα φυσικά, την επόμενη φορά που θα ξανακατέβει στη Γη.

Πολιτική επικοινωνία για αρχάριους, κόλπο απλό και αλάνθαστο σαν τη ραβέρσα του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Χλατς!

Άντε... και καλό Πάσχα να ‘χουμε!
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v