Πολύ πριν ο Τράγκας γίνει ο πιο σπουδαίος εν ενεργεία λάιβ κωμικός...

Ο Τζίμης Πανούσης επιστρέφει απ' ό,τι κατάλαβα, με ένα ακόμη υπερθέαμα σε ένα κλαμπ που λέγεται Τρόικα —χα— και μια αφίσα που θα συζητηθεί —μπα— αφού μοστράρει ένα αστέρι του Δαυίδ το οποίο περικλείει μια σβάστικα.
Ο Τζίμης Πανούσης επιστρέφει απ' ότι κατάλαβα, με ένα ακόμη υπερθέαμα σε ένα κλαμπ που λέγεται Τρόικα —χα— και μια αφίσα που θα συζητηθεί —μπα— αφού μοστράρει ένα αστέρι του Δαυίδ το οποίο περικλείει μια σβάστικα.

Ο σπουδαιότερος εν ζωή έλληνας σατιρικός, ο πιο χαρισματικός σίγουρα και ο μοναδικός, ίσως, που μένει πιστός στη φόρμα και το περιεχόμενο που εκείνος καθιέρωσε... ξανά-μανά επανέρχεται για να ταρακουνήσει το κοινό που ο ίδιος έχει επιλέξει να ταρακουνά εδώ και χρόνια. Ένα μέινστριμ πλήθος παλιών “αντικατεστημενικών” με τις στρασάτες γυναίκες τους δηλαδή, που περιμένουν πως και πως τη βραδιά που, ανοίγοντας μια φιάλη καλό κρασί, θα γελάσουν αυτάρεσκα με τα χάλια τους και θα χειροκροτήσουν την “αλήθεια” που κατάμουτρα τους πετά ο γελωτοποιός της καρδιάς τους, αυτός ο φίλος από τα παλιά ο φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις.

Εκείνος που, αντί να γίνει ένας επιτυχημένος διαφημιστής σαν κι αυτούς, έγινε η φωνή της συνείδησής τους που τους τα χώνει από καιρό σε καιρό, σκληρά αλλά με αδερφική στοργή —δίχως άλλο, παίρνοντας με μια σκανδαλιστική χαρά στο πρόσωπό του τα χρήματα που εκείνοι βγάζουν ως διαφημιστές ή φορείς άλλων συστημικών μέσων βιοπορισμού.

Αναμφίβολα, αν κάποιος το γνωρίζει αυτό πάρα πολύ καλά είναι μόνο ο ίδιος ο δημιουργός. Ένας στυλίτης της ελληνικής σόουμπιζ που μοιάζει πλέον από επιλογή παγιδευμένος σ' αυτόν τον φαύλο κύκλο επιστροφών, σα να μη βαριέται ποτέ να σφαλιαρίζει το κοινό του για τα ίδια παραπτώματα όσο εκείνο δε βαριέται να τα διαπράττει, αφού έχει πρώτα καθαριστεί, ξανά-μανά, στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ που λέγεται αυτοσαρκασμός –αν και οι άνθρωποι γελούν επειδή νομίζουν ότι ο κωμικός μιλά για κάποιους άλλους. Χλευάζει δε με συνέπεια τα ίδια και τα ίδια πράγματα εδώ και πάρα πολύ καιρό με τα ίδια ακριβώς γλωσσο-πλαστικά τρικ, στο ίδιο ακριβώς ύφος, ίσως επειδή απευθύνεται στο ίδιο κοινό που γερνά μαζί του και σαν δυο υπέργηροι σύζυγοι ανέχονται ο ένας τον άλλον και συνδιαλέγονται μηχανικά, από καθαρή συνήθεια, είτε διαφωνούν είτε συμφωνούν.

Είναι κι αυτό μέρος της επί σκηνής και δημόσιας περσόνας που έχει πλάσει; Πιθανότατα, αφού αν διαβάσει κανείς συνεντεύξεις του παλιότερες και πρόσφατες, μοιάζουν όλες με συρραφή των ίδιων απαντήσεων, ένας λαβύρινθος από αντεστραμμένα κλισέ κι ένας κατά πρόσωπο χλευασμός των ΜΜΕ που τις πουλάνε και ημών που τις καταναλώνουμε. Μια περφόρμανς διαρκείας, έργο ζωής ενός ανθρώπου που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν ξέρει πραγματικά ποιος είναι. Εντυπωσιακό και σεβαστό —από μέρους μου, τουλάχιστον.

Παρ' όλ' αυτά, φοβάμαι πως, αν και δεν έχω και τίποτε πραγματικά σοβαρό να προσάψω στον Τζίμη Πανούση, το ότι συνεχίζει να κάνει απλώς τη δουλειά του —είναι άλλωστε το βιοποριστικό του μέσο— με συνέπεια και να κυρήττει την δημιουργικά στρεβλή ματιά σε ότι αποκαλούμε πραγματικότητα από άμβωνες εκτός περιθωρίου —συνειδητή επιλογή προφανώς— δεν είναι ακριβώς νίκη για έναν άνθρωπο με την οξυδέρκεια και τις δεδομένες ικανότητες του.

Μπορεί, βέβαια, να επικαλεστεί κανείς τη φυσική φθορά και την κούραση που εμπεριέχει το διαρκές κυνήγι της πρωτοτυπίας και της εκ νέου εξερεύνησης κάτω απ' την επιφάνεια των πραγμάτων όποτε αυτό που χθες ήταν η κρυμμένη αλήθεια έχει πλέον αντικαταστήσει αυτή την επιφάνεια. Ίσως κι η ίδια η φόρμα της κωμωδίας του πάλι, να απαιτεί το συγκεκριμένο δίπολο πομπού-δέκτη, ώστε να υπονομεύει σωστά την αποτυχημένη πρακτική του να μιλάς σε ένα κοινό το οποίο ήδη συμφωνεί μαζί σου. Αναρωτιέμαι βέβαια, αν ακόμη και στα πολυτελή λαϊβάδικα που επέλεγε τόσα χρόνια, τον άκουσε ποτέ κανείς που διαφωνούσε μαζί του. Έστω κι αν κάποτε το είχε πετύχει πάντως, εδώ και καιρό αυτό το πράγμα δε φαίνεται να δουλεύει. Ούτε καν στο ραδιόφωνο.

Νομίζω ότι όταν ο σατιρικός, είτε όρθιος είτε καθιστός, βλέπει τους στόχους του να ξεσκίζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους από βαρεμάρα, περιμένοντας οι βολές του να βρουν καμιά άλλη τρύπα απ' αυτές που έχει ήδη ανοίξει, θα έπρεπε να θορυβηθεί, να επιστρέψει στην αρχή της έμπνευσής του και να επανεξετάσει ίσως τον τρόπο που η εποχή ζητά απ' αυτόν να την ξεγυμνώσει και να την περιφέρει μπροστά μας όπως ακριβώς είναι —ή νομίζει ότι είναι, έστω, για να μην του προσδώσουμε ιδιότητες γκουρού.

Κι όμως, αυτό που ο Τζίμης ο Πανούσης έχει να συνεισφέρει σήμερα είναι ένα άστρο του Δαυίδ με μια σβάστικα μέσα κι ένα κλαμπ που λέγεται Τρόικα —χαχα—, ερχόμενος τελευταίος και καταϊδρωμένος σε έναν μακροχρόνιο διαγωνισμό αντιμνημονιακού χιούμορ που έχει κατακλύσει εδώ και τρία χρόνια τους τοίχους μας, πραγματικούς και διαδικτυακούς. Φυσικά, μπορεί το σόου να είναι καλύτερο απ' την αφίσα, αλλά το κακοφτιαγμένο μιξ-εν-ματς συμβόλων, πιθανότατα “έμπνευση” του ιδίου, δεν είναι καν αστείο και δεν υποδηλώνει κάτι τέτοιο ούτε στο ελάχιστο.

Δε βαριέσαι όμως... Τώρα πια, έχοντας επιτέλους αποδεχθεί ανοιχτά την ήττα μου ως οπαδός του Τζιμάκου —νομίζω ότι είναι προφανές πως αυτό το κείμενο είναι πιο πολύ για μένα παρά για 'κείνον—, με λύπη μου οφείλω να θυμήσω σε όλους μας την ημέρα εκείνη που ο υποτιμημένος πιονέρος του αντιμνημονιακού χιούμορ, Μάρκος Σεφερλής, πολύ πριν το μνημόνιο και τη Μέρκελ, τελείωσε τον εξευτελισμό του ναζιστικού συμβόλου μ' αυτό εδώ το πράμα...


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v