Ακόμη πιστεύεις τον τοίχο;

Είχα πολύ πολύ καιρό να δω κάποιον να γράφει σε τοίχο, live. Και προχθές το βράδυ, ενώ στεκόμουν στη γωνία Σόλωνος με Σίνα, βλέπω απέναντι —μπροστά στον τοίχο της Νομικής φυσικά— έναν νεαρό με μούσια και σκούφο να κοντοστέκεται, να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, να βγάζει ένα σπρέι, να το ανακινεί πριν τη χρήση και, με μια σχετική σπουδή, να γράφει την άποψή του στον κιτρινωπό καμβά.
Είχα πολύ πολύ καιρό να δω κάποιον να γράφει σε τοίχο, live. Και προχθές το βράδυ, ενώ στεκόμουν στη γωνία Σόλωνος με Σίνα, βλέπω απέναντι —μπροστά στον τοίχο της Νομικής φυσικά— έναν νεαρό με μούσια και σκούφο να κοντοστέκεται, να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, να βγάζει ένα σπρέι, να το ανακινεί πριν τη χρήση και, με μια σχετική σπουδή, να γράφει την άποψή του στον κιτρινωπό καμβά.

“ΑΚΟΜΗ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΤΗΝ TV;;;”

Με τρία ερωτηματικά παρακαλώ, αφού το ένα δεν υποδηλώνει παρά μια απλή ερώτηση. Κάτι που, βεβαίως, δεν είναι πια αρκετό αν σκεφτεί κανείς την αποτυχία απ' το '80 και δώθε όλων των παρόμοιων συνθημάτων που φιλοδοξούσαν να αφυπνίσουν το τηλεοπτικό κοινό μπας και επαναστατήσει ενάντια στην αγαπημένη μπέιμπι-σίτερ του.

Ναι, η αφελής αντιτηλεοπτική ρητορική γεννήθηκε μαζί σχεδόν με την άβουλη τηλε-λατρεία, μαζί μεγαλώνουν χωρίς να ωριμάζουν στο αυτιστικό περιθώριο που επέλεξαν οι φορείς τους κι έτσι φτάσαμε σταδιακά από την προστακτική (“Μην πιστεύεις την TV”) στη ρητορική ερώτηση (“Πιστεύεις την TV;”) και τελικά στα τρία ερωτηματικά —συν αυτό το μίζερο “ακόμη”— τα οποία υποδηλώνουν κάτι επιπλέον, πολύ σημαντικό για την ενηλικίωση των δύο αντικρουόμενων δυνάμεων: την έκπληξη του “αντιτηλεορασιστή” για την επιμονή του “τηλεορασιστή” να στρέφεται στην TV για την ενημέρωση και την ψυχαγωγία του παρά το ότι ο πρώτος του έχει τονίσει άπειρες φορές μέσω του τοίχου ότι κάνει λάθος.

Αν μη τι άλλο, η έκπληξη αυτή αποτελεί την ένδειξη μιας στοιχειώδους ενδοσκόπησης, έως και αυτοαμφισβήτησης του “αντιτηλεορασικού” κινήματος που βλέπει τις διαρκείς προσπάθειές του να βρίσκουν “τοίχο” και να μην αγγίζουν στο ελάχιστο τη συνείδηση των “τηλεορασικών” οι οποίοι, φυσικά, δε φταίνε οι ίδιοι που δεν ακούν, όσο η τηλεόραση που τους πλένει τον εγκέφαλο. Άρα, τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν είναι “τηλεορασιστές”, συνειδητοί δηλαδή οπαδοί της τηλεοπτικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, αλλά μια μάζα προβάτων που άγονται και φέρονται απ' τους “τηλεορασαίους”, “τηλεορασόπληκτοι” δηλαδή που, αν θέλουν το καλό τους, πρέπει αντί για την οθόνη να πιστέψουν έναν τοίχο και αντί για τον έναν καθοδηγητή να ακολουθήσουν έναν άλλονε, καλύτερο.

Ας είναι.

Ενόσω έκανα αυτές τις πολύπλοκες σκέψεις, ο μουσάτος με το σκούφο ψέκαζε την ουρά του τρίτου ερωτηματικού κι ακολουθούσε το κορίτσι του που τον περίμενε περήφανο λίγο παραπέρα. Την ίδια στιγμή δυο κοπέλες με πολύχρωμα ρούχα και πλεκτούς σκούφους με έξτρα κάλυμμα αυτιών στέκονταν στο φανάρι κι έβλεπαν ότι έβλεπα. Παρά το χάχανο που ακούστηκε απ' την πλευρά μου, η μία εξ' αυτών —προφανώς η πιο καλοπροαίρετη— με ρώτησε στ' αγγλικά: “Μιλάτε αγγλικά;”.

“Ναι”, της είπα σε άπταιστα αγγλικά.

“Τι λέει το σύνθημα;”, συνέχισε εκείνη.

Θεωρώντας ότι ως ευρωπαία θα εκτιμήσει την ειρωνεία της είπα, “Κάτι πολύ σοφό και βαθυστόχαστο όπως: ακόμη πιστεύεις στην tv;”

“Γιατί;”, μου απάντησε, “Καλό είναι.”.

“Μπορεί...”, της είπα.

Και τότε, με την προτροπή της φίλης της, το κορίτσι απ' την Ευρώπη με τον πλεκτό σκούφο και τα πολύχρωμα ρούχα πέρασε απέναντι και χάθηκε για πάντα...
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v