Είναι η φύση του μέσου που ευνοεί τον άμεσο έλεγχο από κάτω προς τα πάνω, ανόητε

Πριν από λίγες μέρες, σε μια σελίδα του Βήματος της Κυριακής, κάτω απ' τον τίτλο “Αντιγνωμίες”, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Θ.Π. Λιανού, όπου επιχειρηματολογεί υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής.
Πριν από λίγες μέρες, σε μια σελίδα του Βήματος της Κυριακής, κάτω απ' τον τίτλο “Αντιγνωμίες”, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Θ.Π. Λιανού, όπου επιχειρηματολογεί υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Τώρα... το αν η παρακάτω παράγραφος, η οποία αποτελεί τη μοναδική σε όλο το κείμενο που ομοιάζει με απόπειρα επιχειρηματολογίας, έστω και θλιβερή, μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ ανθρώπων που έχουν περάσει το 8ο έτος της ηλικίας τους χωρίς να προκαλέσει από ξέφρενα γέλια έως ιερή οργή, παραείναι προφανές...

“Πιστεύω όμως ότι η κοινωνία έχει να ωφεληθεί από την επαναφορά της θανατικής ποινής για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, η αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων. Αν οι ειδεχθείς δολοφόνοι των παραπάνω περιπτώσεων ήξεραν ότι θα τους περίμενε η κρεμάλα, είναι αμφίβολο αν θα έκαναν αυτά που έκαναν. Λέγεται ότι στις ΗΠΑ υπάρχει ένας άγραφος και μυστικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο εκείνος που θα σκοτώσει αστυνομικό θα εκτελεστεί πριν φθάσει στο δικαστήριο. Στις ΗΠΑ σπάνια δολοφονούνται αστυνομικοί. Αν αυτό δεν πείθει, σκεφθείτε την περίπτωση της Σιγκαπούρης όπου η κατοχή ναρκωτικών τιμωρείται με θάνατο και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει χρήση ναρκωτικών.”

Καλως ήρθατε στο 2013, όπου οποιοσδήποτε διαθέτει σύνδεση ίντερνετ —δηλαδή όλοι— και 30 δευτερόλεπτα διαθέσιμου χρόνου —όλοι;— μπορεί να γκουγκλάρει αυτά που ο Καθηγητής λαμβάνει ως δεδομένα και να ανακαλύψει ότι δε στηρίζονται πουθενά, είναι εντελώς ψευδή —ειδικά στο ζήτημα των φόνων αστυνομικών, το σχετικό ρεπορτάζ των NY Times αναφέρει ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του FBI, συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο— και άκρως αντίθετα με τις πιο βασικές αρχές της δημοσιογραφίας και της δημόσιας διαβούλευσης, γύρω από θέματα αυτής της σοβαρότητας τουλάχιστον.

Πέρα όμως απ' τη λυπηρή, όσο και αστεία, απόπειρα προώθησης στην επιφάνεια μιας υφέρπουσας τάσης για επαναφορά πρακτικών απόδοσης δικαιοσύνης με τις οποίες ο πολιτισμένος κόσμος τελειώνει σταδιακά σε βαθμό ολοκληρωτικό και μάλλον οριστικά και αμετάκλητα, η ύπαρξη στη δημόσια σφαίρα ενός τέτοιου άρθρου υπό τη σκέπη του εκδοτικού κύρους ενός δημοφιλούς μέσου εγείρει ένα επίσης σημαντικό ζήτημα: Αντιλαμβάνονται όσοι είναι υπεύθυνοι για την ύλη των πιο “σοβαρών” —υποτίθεται— απ' τα μαζικά μας ΜΜΕ —δεν μιλώ για την τηλεόραση που δεν έχει καμία ελπίδα, αλλά για τα μέσα που διαβάζονται— ότι η φύση ενός μέσου όπως είναι το ίντερνετ δεν τους απελευθερώνει απ' τους παραδοσιακούς κανόνες της δημοσιογραφίας, είτε αυτοί είναι συντακτικής είτε δεοντολογικής φύσεως;

Το αντίθετο μάλιστα: Στην ηλεκτρονική δημόσια σφαίρα, όπου, εντελώς αφιλτράριστα και ανεύθυνα, δημοσιεύονται καθημερινά εκατοντάδες κακογραμμένα και πηγμένα στις ανακρίβειες κείμενα, όποιος θέλει να θεωρείται σοβαρός και να μην κατευθύνεται σα γαλοπούλα απ' το στυλιάρι των hits και του SEO, επιβαρύνοντας με θόρυβο την υπάρχουσα βαβούρα από ασυνάρτητα γλου-γλου, οφείλει να θέσει τον πήχη της δικής του δουλειάς πρωτ' απ' όλα, πολύ πολύ ψηλά. Οφείλει να δείξει στους άλλους πώς το κάνουν, διάολε! Και να τραβήξει την “βιομηχανία της ενημέρωσης” απ' το βούρκο και την ανυποληψία στην οποία έχει βυθιστεί εδώ και μερικά χρόνια. Κάτι για το οποίο ευθύνεται φυσικά κι εκείνος, οπότε έχει το έξτρα κίνητρο του να εξιλεωθεί.

Μπααααααααα... Ελλάδα είσαι και δεν τρέχει κάστανο. Όταν είχαμε λεφτά, μας είχαν διαφθείρει, τώρα που δεν έχουμε, τα χέρια μας είναι δεμένα. Τέλος πάντων, στο θέμα μας...

Σε περίπτωση που δεν το έχετε ξανακούσει, στην αμερικάνικη δημοσιογραφική κουλτούρα υπάρχει μια διαδικασία φιλτραρίσματος που αποκαλείται fact-checking, η οποία προστάζει ότι, στην παραπάνω περίπτωση π.χ., ο Καθηγητής θα έπρεπε να έχει παραθέσει τις πηγές που στηρίζουν όσα ισχυρίζεται κι ο βοηθός του αρχισυντάκτη που έχει αναλάβει το αντίστοιχο έργο να έχει στείλει πίσω το κείμενο με ένα τόνο κοκκινάδια και παρατηρήσεις, αν όχι να το κόψει εντελώς ως ζημιογόνο για το κύρος του μέσου που τον πληρώνει και της κοινωνικής λειτουργίας που υπηρετεί. Δεν γνωρίζω αν αυτό γινόταν ποτέ στα ελληνικά μέσα, αλλά προφανώς τα πρώτα θύματα της έλλειψης χρημάτων είναι δουλειές όπως ο διορθωτής κι ο επιμελητής, πόσο μάλλον ο fact-checker, ο οποίος πιθανότατα δεν υπήρξε καν. Επιπλέον, ποιος θα διορθώσει και θα κοκκινήσει το γραπτό ενός γηραιού και σεβάσμιου Καθηγητή “εν αποστρατία” που, ποιος ξέρει πώς βρέθηκε να αρθρογραφεί για ζητήματα που δεν άπτονται καν της ειδικότητάς του; Τον κάλεσαν, βεβαίως, να το κάνει για να γεμίσουν σελίδες. Ίσως και τζάμπα.

Εντάξει, αλλά στην ουσία το μέσο, αυτοκτονώντας και το ίδιο επικοινωνιακά, αφήνει τον αρθρογράφο έκθετο, βορά σε ένα αναγνωστικό κοινό μιας εποχής που τον έχει ξεπεράσει, σε ένα κοινό που με ένα απλό Google search —όπως έκανε κάποιος σχολιαστής στο παραπάνω άρθρο— αναλαμβάνει το ρόλο του fact-checker και ξεμπροστιάζει όλους τους εμπλεκόμενους μονομιάς (όπως κάνουν αυτοί οι τύποι π.χ.). Μοιάζει τελικά σαν κανάλι που καλεί την Έφη Θώδη να τραγουδήσει στα γαλλικά μπροστά σε ένα πλήθος που έχει έρθει για να την ξεσκίσει, να την γκρεμίσει απ' το βάθρο που της έχουν ετοιμάσει και να χορέψει εκστατικά διονυσιακή πεντοζάλη στο κουφάρι της. Και φυσικά, επιδεικνύει μηδενικό αίσθημα ευθύνης για όσα δημοσιεύει, αφήνοντας όλο το βάρος να πέσει επάνω στον αρθρογράφο, ο οποίος απ' ότι δείχνουν και τα υπόλοιπα άρθρα του, δεν έχει πια τα εφόδια ν' ανταπεξέλθει σε μια δημόσια συζήτηση όπως αυτή διεξάγεται σήμερα εντός, αλλά κι εκτός του ίντερνετ, χωρίς να εκτεθεί ανεπανόρθωτα και να περάσει στη σφαίρα του γραφικού.

Απ' την άλλη πάλι, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι το αλισβερίσι με τα ΜΜΕ θα ήταν εντελώς άνοστο χωρίς αυτές τις μικρές, καθημερινές ατασθαλίες που μας ψυχαγωγούν επαρκώς και μας υπενθυμίζουν τουλάχιστον, τι στοιχειοθετεί σοβαρότητα και υπευθυνότητα μέσω της βίαιης έκθεσής μας στο εντελώς αντίθετό τους. Ας είναι, αν αυτός ο τρόπος μετεκπαίδευσης του αναγνωστικού κοινού είναι πιο φτηνός, μπορώ, στο πλαίσιο της ανελέητης αυτής οικονομικής κρίσης που μαστίζει πορτοφόλια και θεσμούς, να τον ανεχτώ.

Αλλά όταν ξαναπιάσετε στα χέρια το κασέρι, ζεστό-ζεστό και μπόλικο, δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες κύριε εκδότη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v