Μας ανήκει ό,τι έχουμε κατακτήσει κι όχι ό,τι έχουμε καταλάβει

Η προσωπική μου σχέση με τις καταλήψεις είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Υπό τους ήχους ενός τυχαίου κομματιού με τον τίτλο “Slavic Soul Party” που το ίντερνετ διάλεξε για μένα επιστρέφω με υψηλό φρόνημα και κακή διάθεση με το καυτό θέμα των καιρών μας, ό,τι πιο φιλικό σε SEO, SMM και CSA, τις καταλήψεις.

Η προσωπική μου σχέση με τις καταλήψεις είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρ' ότι κατά καιρούς είχα γνωστούς και φίλους που συμμετείχαν, όχι στην κατάληψη ακατοίκητων κι αχρησιμοποίητων χώρων, αλλά στις εκδηλώσεις που λαβαίνουν χώρα εκεί μετά την εγκατάσταση, εγώ πλησίασα και δεν ακούμπησα. Δε συμμετείχα, με λίγα λόγια δε στήριξα τον “θεσμό” των καταλήψεων και γι' αυτό σήμερα δε νιώθω την ανάγκη να σηκώσω τη σημαία τους ουρλιάζοντας από αγανάκτηση λες και είχα ποτέ μου διακυβεύσει οτιδήποτε στη μακροπρόθεσμη επιτυχία ή αποτυχία τους.

Ως παρατηρητής λοιπόν, μπορώ να σεβαστώ οποιονδήποτε έχει καταθέσει έστω και ελάχιστο μέρος απ' τον κόπο, τον χρόνο, τις καλές προθέσεις και την ψυχή του —ό,τι κι αν σημαίνει αυτο για τον καθένα. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που πιστεύουν στην προσφορά του εν λόγω “θεσμού”, όχι μόνο σε ζητήματα για τα οποία οι κεντρικές εξουσίες αδιαφορούν, αλλά και στον ίδιο τον έλεγχο των κεντρικών εξουσιών από κάτω, μέσω της προώθησης μιας ανάλογης κουλτούρας στους πολίτες —σε όσους πλησιάζουν και συμμετέχουν τουλάχιστον. Κι απ' αυτούς, κάποιοι δούλεψαν αρκετά σκληρά —και εθελοντικά προφανώς— κατά καιρούς για να γίνει αυτή η προσφορά πραγματικότητα κι η κουλτούρα της αντίστασης να διαδοθεί πέρα απ' τους μοναχικούς “μαχητές των δρόμων”, στις καθημερινές συνδιαλλαγές μας με τις δυνάμεις του “κακού” και, αναπόφευκτα, να φύγει απ' τη γωνία όπου έχει στριμωχθεί και να μετουσιωθεί από βίαια σε μη-βίαια, αλλά μακράν πιο αποτελεσματική και συντεταγμένη.

Ουτοπικό κατ' εμέ και χωρίς πολλές πιθανότητες να λειτουργήσει κάπως αλλιώς, από ένα ακόμη παυσίπονο για τους κατατρεγμένους και τους πολιτικά προσκείμενους και ίσως γι' αυτό δεν έτρεξα ποτέ μου να συμβάλλω, δεν είχα τη διάθεση να δεθώ με κάτι στο οποίο δεν πιστεύω. Μπορεί πάλι να είμαι ένας κυνικός μαλάκας που δε βρίσκει αξία σε κανένα όραμα, παρά μόνο ματαιότητα και την ανθρώπινη αυτοκαταστροφή. Μπορεί... Αλλά σίγουρα —σα διπλό σπάσιμο και μία του Νίκου Γκάλη σίγουρα— δε θα καβαλήσω τώρα το άρμα τους, όχι τουλάχιστον αν δεν έχω καμία πρόθεση να τις στηρίξω από εδώ και μπρος, στην περίπτωση δηλαδή που θα επιβιώσουν της επικοινωνιακής πολιτικής επίθεσης, θύμα της οποίας πέφτουν σήμερα. Και πιθανότατα, θα επιβιώσουν.

Αυτό που μου τη δίνει όμως πιο πολύ, είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι που γνωρίζω, αλλά και οι περισσότεροι από εκείνους που τώρα φωνάζουν “κλέφτης”, πολλά πολλά χρόνια τώρα δε στήριξαν τις καταλήψεις παρά μόνο όταν επρόκειτο για τσαμπέ θεάματα και ρεφενέ γλέντια. Δε συμμετείχαν, δεν πρόσφεραν χρόνο ή κόπο, δεν έχασαν τον ύπνο τους για τους κατατρεγμένους που ψάχνουν εκεί ένα άσυλο απ' τον κόσμο στον οποίο και οι γιαλαντζί, ευκαιριακοί αντιεξουσιαστές στους οποίους αναφέρομαι συμβάλλουν κάθε μέρα, αλλά βρίζουν όποτε κάποια είδηση που βγάζει μάτια γαργαλήσει το επαναστατικό τους νεύρο. Δε φωνάζουν επειδή έχουν κάποια ουσιαστική συναισθηματική σύνδεση με τις καταλήψεις, παρά μόνο επειδή νιώθουν μακρινοί πολιτικοί συγγενείς τους ή απλώς επειδή έτσι πρέπει να κάνει κανείς όταν αριστεροφέρνει στα μυαλά και στις παρέες.

Έστω ότι κι αυτό ακόμη είναι θεμιτό κι εγώ κυκλοφορώ με λυμένο το ζωνάρι και ψάχνομαι για να κράξω. Μόνο που...

Αν υπήρχε κάτι ουσιαστικό στην ατζέντα των καταλήψεων από τότε που οι απανταχού συγκαταληψίες ξεκίνησαν να σκέφτονται ότι μπορούν να γίνουν ζωντανοί παράγοντες στη ζωή και την πολιτική και κοινωνική μεταστροφή του τόπου, αυτό κατ' εμέ είναι η εν δυνάμει αφομοίωση ενός μέρους, τουλάχιστον, της φιλοσοφίας τους απ' την ευρύτερη κοινωνία, αρχής γενομένης απ' τις τριγύρω κοινότητες των πολιτών. Αν απέτυχαν με τα πολλά να αναχαιτήσουν τη ροπή της ευρύτερης κοινωνίας, ακόμη και πολλών εκ των γειτόνων τους, προς τον συντηρητισμό και το λαϊκισμό δεν είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο με την ανένδοτη κόντρα τους —έως και πόλεμος για κάποιους— με την εκάστοτε εξουσία κι η οποία κάνει το εν δυνάμει θετικό έργο τους και φυσικά το άνοιγμά τους προς τον μέσο μη-ομοϊδεάτη πολίτη πρακτικά αδύνατον να αποδόσει καρπούς.

Έχει να κάνει και με τις ορδές των τουριστών της επανάστασης, οι οποίοι, θερμοί υποστηρικτές στις κουβέντες καφενείου, αλλά εξαφανισμένοι στα δύσκολα και σε όσα ήθελαν πραγματική δουλειά και προσωπικό κόστος, άφησαν τις προσπάθειες αυτές να παρακμάσουν και να κλειστούν στον εαυτό τους, παίρνοντας σιγά-σιγά το σχήμα που το κατεστημένο ήθελε κι επιχείρησε κατά καιρούς να τους δώσει. Θα μου πείτε, καθόλου παράξενο σε μια εξαιρετικά εύρωστη κοινωνία, όπως υπήρξε η δική μας για μια εικοσαετία, να είναι το πρώτο θύμα η αντιστασιακή συνείδηση με αποκαρδιωτικά μεγάλο προσδόκιμο ανάνηψης. Ωραία!

Τότε φίλε μου κάτσε και κατάπιε το γεγονός ότι δεν είσαι σύγχρονος αντιστασιακός, αλλά κάποιος που μια ζωή περιμένει από άλλους να πολεμήσουν τις μάχες του κι εμφανίζεται μόνο στα μεθεόρτια για να πιει και να χορέψει με φόντο τις πληγές τους. Ή αποφάσισε μια και καλή να μην ξαναφήσεις όσα θεωρείς “ιερά” να εκπέσουν του βάθρου στο οποίο θα ήθελες να τα βάλεις και φρόντισε να είσαι εκεί για να τα δεις να αποδίδουν καρπούς και να καλυτερεύουν τις ζωές μας. Σε κάθε περίπτωση μη μας σπας τα ούμπαλα με τα κροκοδείλια δάκρυά σου και τις φωνές που επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι ο δράκος είναι ο κακός του παραμυθιού.

Αυτό το ξέρουν ακόμη και τα μικρά παιδιά.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v