Σκούρο δέρμα κι ελεύθερη καρδιά

Κάποτε στο στρατό, κατά τη διάρκεια μιας ταξιαρχικής επιθεώρησης για την οποία προετοιμαζόμασταν για κάνα δυο μήνες, ο Ταξίαρχος επέλεξε εμένα από όλο το λόχο για την καθιερωμένη ψιλή κουβέντα με τον τυχαίο απλό φαντάρο. “Από που είσαι παιδί μου;”, με ρώτησε με ενδιαφέρον. “ΑΠ' ΤΟΥΣ ΣΟΦΑΔΕΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΤΑΞΙΑΡΧΕ.” “Σοφάδες; Έχετε τσιγγάνους εκεί.”
Κάποτε στο στρατό, κατά τη διάρκεια μιας ταξιαρχικής επιθεώρησης για την οποία προετοιμαζόμασταν για κάνα δυο μήνες, ο Ταξίαρχος επέλεξε εμένα από όλο το λόχο για την καθιερωμένη ψιλή κουβέντα με τον τυχαίο απλό φαντάρο. “Από που είσαι παιδί μου;”, με ρώτησε με ενδιαφέρον. “ΑΠ' ΤΟΥΣ ΣΟΦΑΔΕΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΤΑΞΙΑΡΧΕ.” “Σοφάδες; Έχετε τσιγγάνους εκεί.” “ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ ΤΑΞΙΑΡΧΕ.” Όπως εξήγησε άμεσα στον απορημένο Επιτελάρχη του, το είχε δει σε ένα ρεπορτάζ στον Τριανταφυλλόπουλο και είχε συγκλονιστεί. Όλ' αυτά, μπροστά στον εμβρόντητο Λοχαγό μου, που από αλλού περίμενε να εκτεθεί και βρέθηκε να παρακολουθεί εμένα και τον Διοικητή του να λύνουμε το τσιγγάνικο ζήτημα.

“Και γιατί παιδί μου δεν τους κάνετε σπίτια να πάνε να μείνουν;” επανήλθε ο Τξχος λες και ήμουν ο Δήμαρχος του τόπου και ο Υπουργός ΥΠΕΧΩΔΕ μαζί. Δεν είχα ιδέα, αλλά κάτι έπρεπε να πω. Απάντησα λοιπόν με μια μπούρδα που είχα ακούσει από φίλους που κρατούσαν επαφή με το χωριό κι ενώ ο Λγος μου είχε γίνει μπλε απ' το άγχος του, όλα ήρθαν στη θέση τους: “Και για πες μου παιδί μου, ποια είναι η ειδικότητά σου;”

Ο Τξχος είδε μερικές εικόνες “σοκ” στην τηλεόραση κι ένιωσε την ανάγκη να το συζητάει για καμιά εβδομάδα, πόσο μάλλον όταν βρέθηκε στην προνομιούχο θέση να μάθει περισσότερα “από πρώτο χέρι”. Εγώ πάλι, ένιωσα τυχερός που δεν αναγκάστηκα να πω στον Τξχο, καταμεσίς της επιθεώρησής Του, ότι δε γνωρίζω για τι πράγμα μιλάει κι ότι δε θα έπρεπε να βασίζεται στην τηλεόραση για την ενημέρωσή του σε τόσο πολύπλοκα θέματα. Κι η σύντομη κουβέντα μας, πάνω-κάτω, είναι η πιο ενημερωμένη και περιεκτική συζήτηση που μπορεί κάποιος να κάνει στην Ελλάδα για το θέμα των τσιγγάνων της.

Μόλις αυτό το άρθρο του Βήματος έσκασε μύτη, άρχισε και το λινκ να φτάνει κατ' επανάληψη στο ίνμποξ μου. Τσιγγάνοι, σχολεία, γονείς, κηδεμόνες, σύμβουλοι, ειδικοί, βουλευτές, πρόεδροι, καθηγητές, τομεάρχες, διευθυντές και το κακό συναπάντημα, όλοι μαζί σ' έναν αχταρμά αμάθειας, μπουρδολογίας, ευχολογίων, ασχετοσύνης, κακοπροαίρετου μα και καλοπροαίρετου ρατσισμού με αποκορύφωμα τον επίλογο:

Ο σχολικός σύμβουλος των σχολείων της περιοχής, λέει ότι οι μικροί Ρομά που έχουν επιλεγεί «είναι σαν πρεσβευτές της κοινότητάς τους και μάλιστα ένα παιδί ανάμεσά τους έδειξε εξαιρετική πρόοδο και μεγάλη ικανότητα προσαρμογής, ενώ είναι ήδη έτοιμο για την επόμενη τάξη. Με αυτή την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί δεν ωφελείται κανείς. Οι αντιδράσεις δεν δικαιολογούνται. Πρέπει να γεφυρώσουμε τις αποστάσεις που μας χωρίζουν». Στην ερώτηση πώς αντιδρούν τα ίδια τα παιδιά των Ρομά απαντάει: «Με μεγάλη στωικότητα...».

Το πείραμα της ένταξης-με-το-στανιό των παιδιών του καταυλισμού στα τοπικά δημοτικά σχολεία επιχειρείται και αποτυγχάνει εδώ και 30 και βάλε χρόνια, από τότε που ήμουν εγώ στο δημοτικό. Θυμάμαι πολύ καλά, σα νά 'ταν χτες, τη στωικότητα με την οποία τα παιδιά των Ρομά αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες της ένταξής τους στις μικροκοινωνίες των σχολείων για λίγους μήνες τουλάχιστον, πριν σταματήσουν να πηγαίνουν στο μάθημα χωρίς καμία ειδοποίηση.

Άσχετα με το αν ξεκινούσαν δουλειά στην οικογενειακή πλανόδια επιχείρηση ή απλώς δεν τους ένοιαζε το σχολείο, ένα είναι το σίγουρο: Δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολο να μπαινοβγαίνεις σε δύο κόσμους που τους χωρίζει ένα τεράστιο, αγεφύρωτο μέχρι σήμερα πολιτισμικό χάσμα —χωρίς καμία σοβαρή ή έστω αποτελεσματική προσπάθεια σύγκλισης σε ζωτικής σημασίας τομείς όπως είναι η υγιεινή, αλλά και η προστασία των δικαιωμάτων των αδύναμων μελών των κοινοτήτων— και να ανταποκρίνεσαι στις απαιτήσεις και των δύο από σένα να είσαι λειτουργικό και πλήρως ενταγμένο μέλος τους. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν άλυτος γρίφος και πραγματικό βάσανο για έναν ενήλικο, πόσο μάλλον για ένα παιδί που το μόνο που έχει δει στη ζωή του είναι ο καταυλισμός. Στον οποίο, βεβαίως, αναρωτιέμαι αν έχει πάει ποτέ κανείς από όσους αναφέρονται στο σχετικό άρθρο.

Δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς η εικόνα που έχουμε για τους “καλούς τσιγγάνους” συνοψίζεται σ' αυτό εδώ το βίντεο, το ψευδοισπανικό όνομα του κουαρτέτου και το ιταλικό όνομα του τραγουδιού, αλλά και στους υπότιτλους που εντελώς ανεξήγητα το συνοδεύουν: 


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v