Μια ιστορία με στενάχωρο τέλος

Κάποιος αποκτά αξίωμα, αρχίζει να υποστηρίζει το μνημόνιο και τσακώνεται με την παλαίμαχη αριστερόφρονα παρέα του. Γίνονται αυτά;  
Μια ιστορία με στενάχωρο τέλος
γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Πάνω από ενάμιση χρόνο τώρα ο χαρακτηριστικός προσδιορισμός των όσων πρόκειται να αποφασισθούν να γίνουν ή να πάψουν να γίνονται προς διόρθωση την ημαρτημένων είναι ίδιος. Ίδια είναι και η γενεσιουργός αιτία, ίδιος και ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να συντελεσθεί η δράση: Ο χρόνος «στο παρά πέντε», η αιτία – κίνδυνος «η κρίση» και τα μέτρα «έκτακτα»με αντίστροφη σειρά.

Μόνο που αυτά τα εκτός τάξεως, τα ασυνήθιστα, τα αιφνίδια «μέτρα», έπασχαν μειωμένης αποτελεσματικότητας με αποτέλεσμα να χρειάζονται εντός τριμήνου «εκτακτότερα», τα οποία με τη σειρά τους θα ακολουθούσαν «εκτακτότατα» που και πάλι δεν ικανοποιούν τις δάνειες δυνάμεις με προοπτική να βαδίζομεν πλησίστιοι για νέα «σούπερ ντούπερ εκτακτότατα» μέτρα και… όποιος αντέξει.

Αυτή, είναι η ιστορία, ενός που δεν άντεξε και από φιλοπαίγμων, στωικός και φιλίστωρ συνδαιτημών και φίλος, έγινε σκύλος λυσσιασμένος, που απειλούσε να εφορμήσει δάκνων τους συν-τρόφους του.

Στην γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο, που ήξερε και έπαιζε …βουζούκιον. Για την ακρίβεια, επρόκειτο περί του συν-πρωταγωνιστή βραχυβίου παλαιότερης σχέσεως συμμαθήτριας της τότε συζύγου μου – γιατί εκείνη την εποχή είχα ιδιόκτητη γυναίκα και δεν ηρκούμην, όπως χρόνια τώρα, σε χρησιδάνεια εκ των περισσευμάτων που χορηγεί η Υπερεσία – που είχε πλέον παντρευτεί με άλλη γυναίκα, την οποία γνώριζε ήδη η καλή μου και με την οποία συνήψε σχέση καλής γειτονίας.

Στις κοινωνικές συναναστροφές που μεταξύ μας ανεπτύχθησαν, αποκαλύφθηκε ότι ο Τσακ, έτσι τον έλεγα πάντα κατά συγκοπήν του επιθέτου του, έπαιζε μπουζούκι, ενώ διάφοροι φίλοι του, έκρουαν άλλα όργανα – κιθάρα, μπαγλαμά, τζουρά – άδοντες τα πιο ωραία λαϊκά, σε σπίτια με μωσαϊκά, που κατοικούσαμε τότε. Αργότερα, μετά από μια – δυο ώρες το γυρνάγαμε σε Θεοδωράκη, μεσούντος του 1974, που μόλις είχε επιτραπεί, ελέω μεταπολίτευσης.

Είχε μάθει μπουζούκι στη φυλακή, όπου εθήτευσε ως «ταραχοποιό στοιχείο» αναγράφων συνθήματα στους τοίχους, την εποχή που εγώ, κυκλοφορών μεταμεσονυκτίως χωρίς ταυτότητα, είχα κοιμηθεί σε όλα τα αστυνομικά τμήματα, συλλαμβανόμενος ως ύποπτος γι’ αυτά ακριβώς τα συνθήματα, από τα μπλόκα που έστηναν οι μπάτσοι, αναζητώντας τον Τσακ και τους λοιπούς Λαμπράκηδες συντρόφους του.

Ήταν ένα πολύ ήρεμο καλό παιδί που ζούσε ως πετεινόν του ουρανού, χωρίς καμία φροντίδα για το αύριο, με το επίδομα που έδιναν τα πεθερικά του στη γυναίκα του, με την οποία γνωρίσθηκε μετά το «ντου» της χούντας στο Πολυτεχνείο, καθώς έτρεχαν να σωθούν. Μαζευόμασταν κυρίως τα Σάββατα στο σπίτι τους ή το σπίτι μας, ενώ μεσοβδόμαδα πηγαίναμε σε ταβερνάκια όπου δειλά –δειλά σχηματίζονταν κομπανίες λαϊκών οργανοπαικτών, που πήραν τη θέση των «μπουάτ» της Πλάκας, οι οποίες επί χούντας ξεχείλωσαν.

Είχε τελειώσει σχέδιο και γραφιστική στη σχολή Βακαλό κι’ έτσι, όταν η γυναίκα του ανέφερε ότι ψάχνει και δεν βρίσκει δουλεία, πρότεινα να έρθει να βοηθήσει να φτιάξουμε τεχνικά φυλλάδια που χρειαζόμουν για την διακίνηση των χημικών προϊόντων επεξεργασίας νερού και καυσίμων για τις βιομηχανίες.

Έμεινε μαζί μου 5 ή 6 μήνες μέχρι την πρόσληψή του στη «Αυγή» ως γραφίστας και γρήγορα εξελίχθηκε σε «υλατζή». Από τότε αναδείχθηκε σε σημαντικό στέλεχος και, αλλάζοντας εφημερίδες, έφτασε να γίνει διευθυντής. Παρέμεινε καλός καγαθός, πάντα ξεκομμένος από τη διαχείριση του χρήματος, καθώς είχε αναθέσει στη γυναίκα του τα οίκο-νομικά, παραδίδοντας της ολόκληρο το μισθό του, αρκούμενος σε ό,τι εκείνη του έδινε για τα καθημερινά του μικροέξοδα.

Γρήγορα οι σχέσεις μας έγιναν σχεδόν καθημερινές και οι φίλοι μας κοινοί. Όταν φθίνοντος του ’81 ο Αντρέας Παπανδρέου έφερε την αποβιομηχάνιση– απαράλλακτα όπως τώρα ο γιός του τον αφανισμό των μικρομεσαίων – και οι καμινάδες των εργοστασίων σταμάτησαν, διαδοχικώς, να καπνίζουν, κατάλαβα ότι σύντομα δεν θα έχω που να πουλήσω τα προϊόντα των χημικών εργαστηρίων που διηύθηνα.

Δεν σκάζουμε, αλλάζουμε, θα γίνω κι΄.εγω γραφιάς, σκέφτηκα («…και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας. Λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή», μου υπενθύμιζε ο ποιητής) και απευθύνθηκα στον Τσακ. Μου στάθηκε, με έμπασε στη δημοσιογραφική πιάτσα και έκτοτε τρώγω εξ αυτού.

Δουλέψαμε μαζί σε δύο έντυπα και έναν ραδιοσταθμό και ποτέ δεν τον είδα να τσακώνεται με κάποιον, όσο δίκιο κι αν είχε. Για απροσδιόριστους λόγους, αυτή η ιδιάζουσα εφαρμογή του «ου φροντίς Ιπποκλείδη» περί τα λεφτά, κατεύναζε το θυμικό του, μεταλλασσόμενο σε «τι έχω να χωρίσω εγώ με αυτόν;».

Απομακρυνθήκαμε, με επιλογή δική του για δέκα- έντεκα χρόνια, μέχρι που, πριν 3,5 χρόνια με κάλεσε στο πάρτι που διοργάνωνε, επί τη ονομαστική του εορτή. Να ξαναφτιάξουμε την ατμόσφαιρα της προηγούμενης δεκαετίας, μου είπε. Στο μεταξύ, είχαμε κι οι δυο συνταξιοδοτηθεί, και είχε ξαναπαντρευτεί μία συνάδελφό μας, με την οποία έκαναν και ένα παιδάκι.

Τον βρήκα ίδιο, αν και όχι απαράλλακτο, καθώς είχε βαρύνει λίγο ως προς τις μετακινήσεις, πράγμα που όπως μου εξήγησε οφειλόταν στην επιμελή διακονία της ανατροφής – εκπαίδευσης της κόρης του. Ακόμα, σταμάτησε να παίζει μπουζούκι μόνος ή με άλλους και προφανώς το είχε υποκαταστήσει με την ενασχόληση του με το Διαδίκτυο. Φυσικά, είχε διατηρήσει την σοφή τακτική της ανάθεσης των οικονομικών στην συμβία του.

Οι περισσότεροι από τους καλεσμένους, όλοι γνωστοί, του συναφιού μας, πήγαιναν κάθε Παρασκευή μεσημέρι στον «Τσέλιγκα», ένα ουζάδικο στα Εξάρχεια. Άρχισα να πηγαίνω κι εγώ. Ήμασταν όλοι της ίδιας γενιάς και, με εξαίρεση εμένα που έγινα «αριστερός» επί χούντας, επειδή με κλώτσησε ένας μπάτσος, προέρχονταν από οικογένειες που είχαν υποφέρει, όπως και ο καταστηματάρχης, γιός του Τσέλιγκα, που πολλοί είχαν κάνει φυλακή μαζί του.

Σ’ αυτές τις... συνεδρίες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν δικαιολογία για προγραμματισμένη ουζοκατάνυξη, αν δεν αποτελούσαν μια κεκαλυμμένη μορφή ανομολόγητης ομαδικής ψυχοθεραπείας, από αυτές που όλα τούτα τα χρόνια διασώζουν τους Έλληνες από την ψυχαναλυτική κλίνη, σ’ αυτές τις συνεδρίες λοιπόν, πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι συζητήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς, πάντα ως κατάληξη του σχολιασμού επί της πολιτικής επικαιρότητας.

Έπονταν αναλύσεις και κριτικές επί δοκιμίων, σχολίων και άρθρων, που όλοι λίγο – πολύ, εξακολουθούσαμε να σκαρώνουμε παρέργως, σε εβδομαδιαία έντυπα, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές επιθεωρήσεις, με έντονη την παιγνιώδη διάθεση («τι μαλακίες έγραψες βρε πάλι προχθές;») αλλά και αναμνήσεις, ανέκδοτες πικάντικες ιστορίες ή δημοσιογραφικά κουτσομπολιά.

Γρήγορα, στον αρχικό πυρήνα των 6 -7 ατόμων προστέθηκαν γιατροί, δικηγόροι, εκδότες, (βράζουν τα Εξάρχεια από εκδοτικούς οίκους) κάνα- δυο βουλευτές οικονομολόγοι και πανεπιστημιακοί καθηγητές, σχεδόν είκοσι άνθρωποι, πολλοί συνοδευόμενοι πάντα από τις συμβίες τους, γιατί η συμβία στην ηλικία μας είναι σαν το κάπνισμα: Δύσκολα ξεκόβεις. Όλοι αυτοί στριμωγμένοι στο μαγαζάκι που χωράει- δεν χωράει 30 – καλόβολους – πελάτες.

Μετά τα λεφτά που υπήρξαν, για να εξαφανιστούν πριν τις πρώτες 100 μέρες, μετά το «δεν υπάρχει σάλιο» του κ. Ρέππα, τον «Τιτανικό» του κ. Παπακωσταντίνου, το περίστροφο (ΔΝΤ) πάνω στο τραπέζι του ΓΑΠ, ήρθε η εποχή που οι εταίροι πήραν το περίστροφο - από το τραπέζι - και το έβαλαν στον κρόταφό μας, προκειμένου να γίνουν δάνειες δυνάμεις. Όταν το κλείσιμο των κρουνών του δημοσίου άρχισε να φέρνει ασφυκτικά φαινόμενα, όταν το μνημόνιο προέβαλε ζοφερό και οι αυξήσεις φόρων και ΦΠΑ και οι «οριζόντιες» μειώσεις αποδοχών άρχισαν να έχουν επιπτώσεις στον τρόπο ζωής του καθενός, ακόμα αστειευόμασταν, περιμένοντας κάπου να καταλαγιάσει το κακό.

Όσοι από μας δούλευαν ακόμη εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση, καθώς εφημερίδες ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και επιχειρήσεις έκαναν μόνο περικοπές. Οι δεύτερες πάρεργες δουλειές στένεψαν μέχρι που εξαφανίστηκαν ή κρύφτηκαν καθώς ο μόνος τρόπος να κρατήσεις μια δουλειά, έγινε το να μην έχεις δεύτερη. Ο Μήτσος παραπονιόταν ότι έφτασε σε 20% απώλεια εισοδήματος, ο Πέτρος, ότι η εφημερίδα κλείνει, ο Γιάννης έκλεισε το μηνιαίο περιοδικό που εξέδιδε μαζί με δέκα φίλους και έβγαινε από την δουλειά σε λίγους μήνες, αλλά ο Τσακ, έλεγε εμένα δε με νοιάζει γιατί έχω κάνει φτωχός σ’ αυτή να τα λέτε και έδειχνε τη γυναίκα του που είχε να πληρωθεί 14 μήνες.

Τρεις από τους φίλους έκαναν εγχειρήσεις καρδιάς, ένας άλλος πνευμόνων, ο Δημητράκης που ήταν πωλητής βαρέων μηχανημάτων (για ποια τώρα βιομηχανία;) απολύθηκε και είχε προβλήματα πίεσης και σακχάρου, είχαμε φτάσει στα τρίτα έκτακτα μέτρα στο έκτο φορολογικό νομοσχέδιο και ο Παπακωσταντίνου υποσχόταν όχι άλλες οριζόντιες περικοπές γιατί τότε θα έχουμε αποτύχει. Το δεύτερο Μνημόνιο ήταν προ των πυλών.

Ο Τσακ έχασε τη μία από τις δύο αντιμισθίες που συμπλήρωναν τη σύνταξή του, η γυναίκα του κατάφερε να πάρει τα μισά μισθά της σε μεταχρονολογημένες επιταγές, εγώ αντιμετώπιζα προβλήματα νομιμοποίησης της σύμβασης με ΝΠΔΔ κι’ είχα να πληρωθώ 8 μήνες και... να:

Εμφανίζεται ο ανανίπτων από την εγχείρηση Γιώργος και καθώς συζητάμε για τα ακόμα πιο έκτακτα μέτρα του Μνημονίου 2, ελεεινολογώντας δάνειους και δανειζόμενους εταίρους, δηλώνει ότι "μπορεί να είναι σκληρά τα μέτρα αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση".

Βουβαμάρα. Ήδη έχει ανακοινωθεί το πλαφόν σε συντάξεις κι επιδόματα που θίγει τους πάντες, όχι όμως και τον Γιώργο, γιατί η δική του σύνταξη είναι από την ΕΕ, της οποίας ήταν χρόνια υπάλληλος στις Βρυξέλες.

- Ντροπή σου, του λέει η μισά μισθά φίλη μας κι’ αρχίζει μια ανοίκεια για την κατάσταση της υγείας του επίθεση, που διαρκώς εντείνεται, καθώς αυτοερεθίζεται σκεπτόμενη εάν και πότε θα πάρει τα υπόλοιπα, ενώ για δουλεία ούτε λόγος, έτσι όπως είναι τα πράγματα.

- Σιγά, ρε παιδιά, τη γνώμη του λέει ο άνθρωπος δεν έχει σημασία αν κι’ εγώ δεν συμφωνώ…, προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα ο Πέτρος, που απαρτίζει το τρίο (Τσακ, Πέτρος και Γιώργος) που συνυπήρξαν στις χουντικές φυλακές. Ο καθένας μας σκύβει στον διπλανό του και ψιλοσχολιάζει, αλλά σε πέντε λεφτά ο Γιώργος σηκώνεται και φεύγει, ενώ πίσω του ξεσπούν σχόλια για το αν και πόσο δίκιο είχε η επιτιθέμενη. Μουδιασμένοι φύγαμε εκείνη την Παρασκευή του Μαΐου από τον Τσέλιγκα.

Την άλλη Παρασκευή όμως, την παράσταση έκλεψε το ότι ο Γιώργος, είχε διορισθεί σύμβουλος του πρωθυπουργού επί θεμάτων ΕΕ. Ο Πέτρος δεν είχε εμφανισθεί αλλά κι αυτός ανήκε στη χορεία των εγχειρισμένων που εμφανίζονταν σπανιότερα τώρα. Την επομένη όμως «συνεδρία» ήταν εκεί και κάπου προς το τέλος ανακοίνωσε πως ο Γιώργος είχε πολύ στεναχωρηθεί με την επίθεση.

Οι περισσότεροι λίγο- πολύ του είπαν ότι ήταν προφανές πως είχε κάνει ήδη την συμφωνία και πως ίσως κάθε επιλογή έχει και ένα τίμημα. Ο Πέτρος επιμένει ότι κανείς δεν πρέπει να προπηλακίζεται για τις ιδέες του κι’ εγώ λέω πως καταλαβαίνω ότι ένας άνθρωπος με πρόβλημα υγείας εύκολα δελεάζεται από την ιδέα να φανεί χρήσιμος αντί να μαραζώσει σκεπτόμενος ότι περιθωριοποιείται.

- Να πα' να γαμηθεί, ξεσπάει ο Τσακ. Δε με νοιάζει αν το πίστευε αυτό που μας είπε, αλλά όχι να φτιάχνει κλίμα και να μας περνάει γραμμή σαν παπαγαλάκι. Ή σαν την αλεπού που έκοψε την ουρά της.
- Εγώ δεν συμφωνώ, λέει ο Πέτρος.
- Να πάει να γαμηθεί! Κι εσύ να πας να γαμηθείς, άμα δεν συμφωνείς. Εγώ δεν πήγα φυλακή για να καταλήξω να παίζω τα παιχνίδια της κάθε κωλοεξουσίας.
-Σιγά, ρε φίλε! Κι’ ο Πέτρος πήγε φυλακή και πολλοί άλλοι…
-Εάν είναι έτσι, εγώ δεν μένω άλλο εδώ, είπε ο Πέτρος και, ήρεμα σηκώθηκε κι’ έφυγε, χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει.

Άλλη μια απώλεια. Στο μεταξύ το Μνημόνιο 2 είναι γεγονός αρχίζουν συζητήσεις για ένα ευρωπαϊκό «σχέδιο Μάρσαλ» ο Μπαρόζο αναλαμβάνει να φτιάξει μια επιτροπή που θα το επεξεργασθεί και ο Γιώργος ορίζεται ο σύνδεσμος της Ελληνικής κυβέρνησης με την επιτροπή Μπαρόζο. Ήδη ο Τσακ έχασε το τελευταίο αντιμίσθιο, ενώ η γυναίκα του θριαμβεύει με τα υπόλοιπα μισθά στην τσάντα συνοδευόμενα όμως από μια ξεγυρισμένη απόλυση, πράγμα που διαμορφώνει την οικονομική τους θέση στο ένα τρίτο εκείνης που είχαν όταν ο ΓΑΠ αναλάμβανε την... κωλοεξουσία, που όμως είναι ακριβώς το διπλάσιο της ιδικής μου που μειώθηκε μόνο κατά 50%.

Κι΄ έτσι όμως, έχουμε ακόμα όρεξη για αστειάκια και το συνηθισμένο είναι ότι αν δεν τσακώνονταν οικογενειακώς με τον Γιώργο, θα μπορούσε να ελπίζει σε μια... παρέμβαση Μπαρόζο για μια υποτυπώδη βελτίωση. Με αυτά και με εκείνα όμως είχαμε φτάσει στις αρχές Αυγούστου και είναι η τελευταία μέρα που ο Τσέλιγκας μένει στα... χειμαδιά. Από την άλλη εβδομάδα παίρνει τα βουνά και τις στάνες και ραντεβού τον Σεπτέμβρη με τις καλύτερες ταινίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Αλλά …

Έρχεται ο Μήτσος αργοπορημένος ως συνήθως με την αχώριστη σάκα του, όπου κουβαλάει κάμποσα από τα 16 βιβλία που έχει συγγράψει γιατί στη διαδρομή που καθημερινώς χαράζει σταματάει από στέκι σε στέκι και τσιτάρει αποσπάσματα από όσα προφητικά περιλαμβάνουν. Εις επίρρωση δε των λεγομένων ανοίγει, βρίσκει το απόσπασμα και σου λέει ορίστε, εδώ το γράφω.

Χαιρετάει, κοντοστέκεται και λέει στον Τσακ:

- Ρε συ, είδα τον Πέτρο. Τούχει στοιχίσει πολύ, τα μάτια του σχεδόν βούρκωσαν…
- Δε μ’ ενδιαφέρει! Να πα να γαμηθεί κι’ αυτός και ο άλλος ! Κι’ εσύ να πας να γαμηθείς, γιατί εγώ από 15 χρονών δουλεύω και ποτέ δεν πήρα μια δραχμή από το κράτος …
- Μη μου μιλάς εμένα έτσι, λέει ο Μήτσος που σε αντίθεση με όλους μας, είναι πολύ οξύθυμος.
- Έτσι σου μιλάω . Όλοι σας! Παράτα με, λέει ο Τσακ, όρθιος και κατακόκκινος.
- Αδερφέ, να χαρείς, θα μας ξεκατινιάσεις όλους, πετάγεται κάποιος που καταφέρνει να εκτονώσει τη κατάσταση σε σημείο που ο Μήτσος ξέχασε να σηκώσει την σάκα του, αφήνοντας τη φροντίδα της στην γυναίκα του, που έμεινε – και αυτή – αποσβολωμένη.

Λογαριάζαμε όλοι, ότι μετά τις διακοπές θα καλμάρουν τα πνεύματα. Όμως την Παρασκευή που πέρασε κάνεις από τρεις υβρισθέντες δεν φάνηκε στον Τσέλιγκα. Αποδείχθηκε πάντως, ότι ο όρος «έκτακτα» έχει διττή σημασία, με δεύτερη το «θαυμάσια– θαυματουργά» όταν πρόκειται για μέτρα που λαμβάνουν κάλπεις υπουργοί Οικονομικών.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v