Εορτές και θέσμια

Οι εορτές εξάπτουν την παιδική φαντασία και εξαίρουν το μητρικό ρόλο. Ακόμη και σήμερα; Πως το Πάσχα μπορεί να θυμίζει... Χριστούγεννα.     
Εορτές και θέσμια
γράφει ο Χριστόδουλος Γλύστρας
 
Θεσμικά, τοποτηρητές της τακτής άμα και ορθής εφαρμογής των εθιμικών, θρησκευτικών και κοινωνικών κανόνων, είναι οι γυναίκες της ώριμης ηλικίας. Αυτές είναι που προστατεύουν την ψυχική υγεία της φαμίλιας εφαρμόζουσες το γνωμικό «βίος ανεόρταστος οδός απανδόκευτος».

Προαπαιτούμενο της γιορτής είναι η τυπολατρία, που θέτει το πλαίσιο, την αρχή και το τέλος της, τα δρώμενα και τις εύχαρεις επιπτώσεις τους στον κηδεμονευόμενο πληθυσμό, τα παιδιά. Και τα οιονεί παιδιά, τους άντρες τους, που αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία της συζύγου εις τα του οίκου και διαφοροποιούνται από τα βλαστάρια τους, μόνον εξ αιτίας του βοηθητικού ρόλου που τους ανατίθεται στην εξοικονόμηση των αναγκαίων υλικοτεχνικών υποδομών.

Άλλωστε, τ' αγόρια ψάχνουν να βρουν μια κοπέλα που να μοιάζει με τη μάνα τους για να κάνουν μαζί της το δεσμό που είχε ο πατέρας τους με τη δική τους μάνα, ενώ αντίστοιχα τα κορίτσια ψάχνουν το ανδρικό πρότυπο του πατέρα τους για να παίξουν τον ρόλο της μάνας τους. Αυτά βέβαια όταν το είδωλο των προτύπων δεν εσκιάζετο από τα επάλληλα προφίλ που δημιούργησε η κρατούσα σήμερα ασάφεια των ρόλων, μεταξύ γονέων, που εν πολλοίς οφείλεται στην επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών.

Ούτως ή άλλως η απόσταση, σήμερα δεν είναι αγεφύρωτη, καθώς οι μνήμες αγοριών και κοριτσιών είναι νωπές και οι οικογενειακές παραδόσεις είναι ακόμη τόσο εναργείς, ώστε να επιβάλλουν την - στο μέτρο του δυνατού - συνέχειά τους

Έτσι, στις σημερινές οικογένειες, ο παραδοσιακός εορτασμός των Χριστουγέννων π.χ. είναι ένα κράμα της μητριαρχικής ανάμνησης και των δυνατοτήτων -αναγκών της σύγχρονης εργαζόμενης μητέρας, η οποία προετοιμάζει μεν το σπίτι για τη γιορτή, καθαρίζοντας, στολίζοντας και εξοπλίζοντας το, ενώ παράλληλα αξιοποιεί τις αργίες και το υπόλοιπο αδείας που κράτησε από το καλοκαίρι, για μια τονωτική απόδραση.

Το Πάσχα πάλι, το παραδοσιακό χωριάτικο «ασβέστωμα», έχει αντικατασταθεί από μια «γενική καθαριότητα» στην οποία μετέχουν όλα τα θήλεα μέρη της οικογένειας από πρώτου έως και δεύτερου βαθμού συγγενείας της οικοκυράς συν όσων παραδουλεύουν χάριν αυτής. 

Mου έλεγε ο αγαπητός Φώτης, όστις υπηρέτησε την 28μηνη θητεία του ως Νάπτης με την ειδικότητα του καμαρώτου, δήθεν αποσπασμένος στον θείο του υπουργό, αλλά με την ατυχία, ένα μήνα, μετά να πέσει πάνω στην κοσμογονία της Χούντας, οπότε, διετέθη εις την υπηρεσία βαρβάρου Πλωτάρχου, που με την σειρά του τον εκχώρησε στην βλαχάρα πλωταρχίνα, που τον έστελνε με το τζιπ για ψώνια ή για να φέρει τα μούλικά της απ΄το σχολείο, έλεγε λοιπον ο Φώτης ότι περισσότερο απ' όλα μισεί το Πάσχα. Γιατί τότε, τον έβαζε η βλάχα να τρίβει το παρκέ. Πρώτα με βενζίνη, ύστερα με χοντρό και ψιλό «σύρμα»,για να ακολουθήσει η επάλειψη με παρκετίνη και μετά το τρίψιμο με πανιά, μέχρι που να γυαλίσει και να βλέπει η χοντρή τα ξύγκια της, σαν σε καθρέφτη μέσα. Αυτόν, που στο σπίτι του, μόνο σβουνιές δεν έκανε στο παρκέ!

Δύο Πάσχατα πέρασε στα... γόνατα και το τρίτο, τρύπωσε σ' ένα νοσοκομείο που διηύθυνε ένας μασόνος φίλος του πατέρα του κι' έβγαλε την υγιή σκωληκοειδή του απόφυση, γιατί ο γιατρός φοβόταν μην τον πιάσει οι Πλωτάρχης για συνέργεια σε λιποταξία.).  

Και οι δυο γιορτές, έχουν ευφραντικά της όσφρησης προεόρτια, που σήμερα βέβαια είναι μόνο προς το θεαθήναι, αφού τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, τα τσουρέκια ακόμα και τα κόκκινα αυγά, αγοράζονται βαμμένα και βρασμένα. Τα παραδοσιακά γλυκά και εν γένει εδέσματα, πριν φαγωθούν αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία που μαζί με τα άλλα στολίδια, δέντρα, φωτάκια, φάτνες, γκυ ή πασχαλινά αυγά με κόκκινες κορδέλες, γιρλάντες κλπ, ταυτοποιούν τον κάθε ένα από τους πανηγυρικούς εορτασμούς.

Θυμάμαι πόσο αντιπαθούσα στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια τους επαγγελματίες εκείνους της εσπερινής εστίασης που άφηναν τις στολισμένες για τα Χριστούγεννα αίθουσές τους, με τον ίδιο στολισμό για τις Απόκριες και εν συνεχεία για το Πάσχα. Τσιφούτηδες, κακόγουστοι, ωχαδερφιστές και ανεπρόκοποι, φάνταζαν στα μάτια μου. Ποτέ δεν θα φανταζόμουν τότε, ότι θα έκανα το ίδιο, έστω άθελά μου, στο σπίτι μου κάποτε.

Συμβιώναμε στην δεκαετία του '80 με την Κυριακή, μια ευαίσθητη κοπέλα που είχε παθολογική αγάπη στα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα στολίδια τους. Είχε ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον Γλόμπο και από παντού έφερνε χριστουγεννιάτικα στολίδια που μέσα στις συσκευασίες τους σχεδόν γέμιζαν ένα δωμάτιο -αποθήκη, που διατηρούσε πάντα.

Από τον καιρό που μέναμε μαζί, έθεσε σαν όρο να αγοράζω ένα πελώριο έλατο, το οποίο επί πέντε μέρες στόλιζε με μια περίεργη φιλοσοφία που είχε αναπτύξει. Η επιλογή να κατοικούμε σε ψηλοτάβανα ευρύχωρα νεοκλασικά σπίτια, βοηθούσε στην πραγμάτωση της επιθυμίας της. Και πάλι, η κορυφή του λυγιζε ως ένα μέτρο, στο ταβάνι.

Κάθε χρόνο, ξεκινούσε τις επισκέψεις στις αυτοσχέδιες υπαίθριες δέντρο-αγορές, στα μέσα Νοεμβρίου. Αργότερα, έλεγε δεν βρίσκεις μεγάλα έλατα γιατί τα παίρνουν τα ξενοδοχεία. Μετά από αναζητήσεις δέκα ημερών εύρισκε 3 ή 4 του γούστου της είτε στην αγορά της Αλεξάνδρας είτε στου Μαρουσίου είτε στην πλατεία Μαβίλη, είτε μπροστά στα Νοσοκομεία Παίδων, στου Γκύζη. Τις περισσότερες φορές και στις τέσσερεις.

Έπρεπε τότε να πάμε μαζί, να τα δω κι εγώ και να παζαρέψω (γιατί όταν κάποιο πληρούσε της προδιαγραφές της, δηλαδή να είναι 4,5 με 5,5 μέτρα ψηλό, φουντωτό με ακτίνα 2,5 μέτρων και με φύλλωμα σκούρο πράσινο- μπλεδίζον, την έπιαναν κορόιδο) και να κανονίσω την άμεση μεταφορά του. Γιατί αν δεν προσέχαμε μπορεί να φόρτωναν κανένα μεγάλο μεν, αλλά κακομοιριασμένο, τάχα κατά λάθος.

Έτσι γινόταν πάντα, με πρόσθετη υποχρέωση μου να φροντίσω να αντικαταστήσω τις σειρές απ' τα φωτάκια που είχαν καεί, τα οποία θα τοποθετούσα μετά τον στολισμό. Μετά τ' Αη Γιαννιού, εγώ ξεκρέμαγα τα φώτα και η Κυριακή τα στολίδια και τρεις μέρες αργότερα, με ένα ηλεκτρικό πριόνι τεμάχιζα το έλατο και καίγαμε τα κλαδιά του σε σόμπα ή στο τζάκι, γιατί έχει μια υπέροχη, σαν κέδρου, μυρωδιά.

Εκείνη τη χρονιά αμέλησα όμως την ετήσια υποχρέωση, ισως γιατί έμπλεξα με δεύτερη δουλειά. Η Κυριακή, κουράστηκε να με παρακαλεί και πήρε να μαραζώνει. Διανύαμε ήδη το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου όταν αποφάσισα να ενδώσω. Τελικά κανένα μεγάλο έλατο δεν είχε μείνει σε όλην την Αθήνα! Τα μεγαλύτερα που βρήκαμε ήταν 3 με 3.5 μέτρα ύψος και 1,2 με 1,5 μέτρα ακτίνα.

-Φέτος θα πρωτοτυπήσουμε. Αντί για ένα έλατο θα στολίσουμε ένα μικρό δασάκι. Θα πάρουμε τέσσερα από αυτά. Θα δεις θα είναι πιο ωραία, της είπα για να σταματήσω τα δάκρυα που ήδη άρχισαν να σχηματίζονται.

Με βαριά καρδιά διάλεξε τελικά τρία, για τα 4, μας έβγαζαν στα επτά τετραγωνικά από τα πέντε που άντεχε ο χώρος , τα φορτώσαμε και φύγαμε για το σπίτι. Η τακτική του στολισμού άλλαξε και το κάθε δέντρο στολίστηκε χωριστά από την Κυριακή, το γιό μου και τα δύο ανιψάκια μου, που πάντα μετείχαν του πανηγυριού, και φωταγωγήθηκε. Μετά συρθήκαν στην τελική τους θέση, όπου για την αποφυγή φαινομένου «ντόμινο», λόγω διαφορετικής ισορροπίας ενός εκάστου, βίδωσα στο πάτωμα την σταυροειδή βάση τους.

Τα παιδιά εντυπωσιαστήκαν πιο πολύ από το πλήθος απ' ό,τι απ' το μέγεθος, καθώς ήταν πρωτοφανές να βλέπεις μια συστάδα στολισμένη, αντί ενός, έστω μεγάλου ελάτου. Το ίδιο και οι καλεσμένοι μας το βράδυ των Χριστουγέννων. Που κάθε χρόνο, εξέφραζαν θαμιστικά σχόλια για το δέντρο της Κυριακής.

Όμως για εκείνην, κάτι έσπασε στην υποκατάσταση του πατρικού ρόλου που μου είχε μυστικά αναθέσει . Τ' Αη Γιαννιού, μάζεψε τα στολίδια, μαζί και τα πράγματά της και μου ανακοίνωσε ότι «δεν την καταλαβαίνω» κλπ.

Δεν τεμάχισα τα δέντρα, εκείνον τον χρόνο. Αντίθετα έκλεισα την κεντρική θέρμανση (πάλι είχε ακριβύνει απότομα το πετρέλαιο) και περιορίστηκα στην κρεβατοκάμαρα, με μια σόμπα γκαζιού, βιώνοντας εκείνο που έλεγε ο Σαββόπουλος, έφυγε η κοτσυφίνα, πάει η φωλιά, παν τα κοτσυφόπουλα. Στο μεταξύ προέκυψε τρίτη δουλειά και γύριζα σπίτι στις 03.00 τα ξημερώματα, μόνο για να κοιμηθώ, να πλυθώ, να αλλάξω και να φύγω στις 9.00 το πρωί.

Το σπίτι, 175 τ.μ., έχασκε έρημο και μόνο όταν έφευγα, το μάτι μου έπεφτε στα τρία πακτωμένα έλατα, που άρχισα να τα θεωρώ μέρος του τοπίου. Πέρασε ο καιρός κι' ήρθε το Πάσχα. Ήταν αργία, Μ. Παρασκευή πρωί, όταν χτύπησε το κουδούνι.

Στην πόρτα, μια φίλη, η Βενεδικτίνη μαζί με το ανιψάκι της, ένα αγοράκι ετών τρία παρά τέταρτο, που έμενε τα τελευταία δύο χρόνια στο Κάιρο, όπου υπηρετούσε διπλωματικός υπάλληλος ο πατέρας του, ενώ η μάνα του ήταν Γιουγκοσλάβα (του «υπαρκτου», ακόμα). 

Η  προηγούμενη φορά που είχε έρθει ήταν τα περασμένα Χριστούγεννα και η θεία του, υποκαθιστώντας την αλλοδαπή κι' άθεη μάνα του, προσπάθησε να του εξηγήσει την εορταστική ατμόσφαιρα, τον διάκοσμο στα μαγαζιά, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα στολίδια, τα δώρα, τις εκκλησιαστικές τελετές, να μη μεγαλώσει το παιδί σαν "αλάδωτο".

Τώρα, ο μικρός αναγνώρισε τα σημάδια της γιορτής και νόμιζε ότι ήρθαν πάλι τα Χριστούγεννα. Του εξήγησαν πως ήταν άλλη γιορτή, το Πάσχα και πως δεν είχε ούτε Άγιο Βασίλη, ούτε έλατα, ούτε κάλαντα και δώρα αλλά μόνον αρνί στη σούβλα, πασχαλινά αυγά, λαμπάδες και άσπρα παπούτσια για δώρο. Ο μικρός δυσπιστούσε, καθώς μύριζε γιορτή αλλά δεν έβλεπε κανένα από τα σημάδια που τούλεγαν.

Μετά τις χαιρετούρες και τις συστάσεις (αυτός είναι ο γιος του αδελφού μου, ο Στέφανος - Στεφανάκο, πες «καλημέρα» στον φίλο μου τον Τόλη,-«Καλημέα») ο μπόμπιρας βάλθηκε ριζωμένος στην πόρτα, να εξερευνά το περιβάλλον με την επιφυλακτική παρατηρητικότητα των νηπίων. Ξαφνικά, σήκωσε το αριστερό του χεράκι -το δεξιό το κρατούσε η θεία - έδειξε τα τρία έλατα, στο βάθος και την κεραυνοβόλησε:

- Ψεύτα! ΕΙΝΑΙ Χιστούγεννα. Γιατί λες ψέματα, ε;
Προαπαιτούμενο της γιορτής είναι η τυπολατρία, που θέτει το πλαίσιο, την αρχή και το τέλος της, τα δρώμενα και τις εύχαρεις επιπτώσεις τους στον κηδεμονευόμενο πληθυσμό, τα παιδιά.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v