Μάθε τέχνη κι’ άστηνε...

Θυμήθηκα τον παμπόνηρο Σαύλο της πλέον διάσημης ”προς Κορινθίους επιστολής” τώρα που στα γεράματα, βρέθηκα υποχρεωμένος να αυτοεξυπηρετούμαι με ένα χέρι, λόγω ατυχήματος, που όμως με βρήκε ”σαν έτοιμο από καιρόν”, όπως λέει και ο μεγάλος Αλεξανδρινός.
Μάθε τέχνη  κι’ άστηνε...

Γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Όταν ήμασταν Teenagers, μας άρεσαν πολύ τα χωρατά. Ιδίως τα χωρατά πού είχαν να κάνουν με την δυσκολία των ”μεγάλων” να μπουν στο πετσί της παιχνιδιάρικης διάθεσής μας, κρίνοντες τα πράγματα από τα επιλεγμένως λανθασμένα στοιχεία που τους δίναμε, προκειμένου να σχηματίσουν λανθασμένες εντυπώσεις και να συναγάγουν εξωπραγματικά συμπεράσματα με εκείνη την απολυτότητα της αυθεντίας, που μας δαιμόνιζε.

Όπως ακριβώς σήμερα δαιμονίζει η ”από καθ’ έδρας” άποψή μου, την δεκαπεντάχρονη θυγατέρα μου.

Είχα δυο φίλους γκαρδιακούς, τότε, σήμερα πεθαμένους από λογής –λογής καταχρήσεις- που είχαμε ανακαλύψει πως ποικίλουν τη ζωή- και επιδιδόμασταν σ’αυτές με το πάθος του νέο–προσύλητου. Μία απ’ αυτές, τα ταβερνάκια της Πλάκας, των οποίων οι χάρες και οι περιγραφές, ήσαν ζωηρά εντυπωμένες στο μυαλό μας καθώς, στα κρατικά τότε ραδιόφωνα, εκθειάζονταν από τα τραγούδια της ρετσίνας, προς τέρψιν των γονιών μας, που διεκδικούσαν τον χρόνο τους στην ακρόαση, μεταξύ των δικών μας ”μοδέρνων” ακουσμάτων.

Ο Νίκος έφερε την πρόταση για την ”Παλαιά ταβέρνα του Τσεκούρα”, όπως έγραφε η συλλεκτικής αξίας ταμπέλα της, όπου, όπως μας είπε, πήγαιναν μόνον ιθαγενή γεροντάκια. Συμφωνήσαμε, ο Πάνος κι’ εγώ, να πάμε την Τετάρτη, σε δυο μέρες, δηλαδή.

Την Δευτέρα το βράδυ, όταν γύρισα στο σπίτι, είχα να επιλύσω ένα αισθηματικής φύσης πρόβλημα που ανέκυψε με την Μάρη– που ίσως να την πήδηξε και ο Λουκιανός, τότε φοιτητής και γνώριμος από το σφαιριστήριο του Άγγελου στην Κυψέλη, μετέπειτα λαμπρός τραγουδοποιός– που ήθελε περισσότερη διάρκεια (ή μήπως πυκνότητα;) στις μεταξύ μας επαφές.

Τέτοιας φύσεως προβλήματα αντιμετωπίζονταν από το τηλέφωνο, που την εποχή μας δεν είχε χρονοχρέωση, αλλά ούτε και μακρύ καλώδιο. Το έβαζε ο ΟΤΕ όπου τον βόλευε, με 1,5 μέτρο καλώδιο και οι νοικοκυραίοι, προσάρμοζαν στην επιλογή του, την οικιακή υποδομή. Επί δυόμιση ώρες ανέπτυσσα τα επιχειρήματα μου καταρρίπτοντας τα δικά της, καθισμένος σε μια άβολη– επί τούτου– καρέκλα, μέχρι που κάποια στιγμή, έβαλα το αριστερό μου χέρι κάτω από τον αριστερό μηρό μου που τον ενοχλούσε το ξύλο της καρέκλας.

Μετά από 120 λεπτά η Μάρη πείστηκε πως οι προθέσεις μου ήσαν αγνές και οι τρισεβδομαδιαίες συναντήσεις, ήταν αρκετές για να εκτονώσουν το αμοιβαίο πάθος μας που, ίσως... σάχλιαζε αν το παρακάναμε. Με ανακούφιση σηκώθηκα να πάω στο δωμάτιο μου, για να διαβάσω λίγο πριν κοιμηθώ, όταν διαπίστωσα πως το αριστερό χέρι, από τον καρπό και κάτω, ήταν αναίσθητο. Οι μαλάξεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα κι έτσι, μισή ώρα μετά, ανήσυχος, αποφάσισα να ξυπνήσω τον πατέρα μου.

”Μπαμπά” του είπα ταρακουνώντας τον, ”το αριστερό μου χέρι παρέλυσε!” Μισοξύπνησε, άνοιξε τα μάτια του, με κοίταξε επιτιμητικά και μου είπε: ”με τη ζωή που κάνεις, θα παραλύσεις ολόκληρος!”, πριν τα ξανακλείσει δικαιωμένος με το πάθημά μου, επί τω ότι οι συμβουλές του περί αποφυγής της άσωτης και επιπολαίας ζωής που διήγον, ήσαν ορθές.

Παρά το προχωρημένο της ώρας για τον πατέρα, έναν ανεξίκακο, συντηρητικό, ήπιο και χωρίς πάθη– δεν έπινε, δεν κάπνιζε ούτε πήγαινε με (άλλες) γυναίκες, χώρια που ήταν και ”κουβαλητής”- άνθρωπο, που ονειρευόταν τα παιδιά του να γίνουν σαν αυτόν, παρά λοιπόν το προχωρημένο της ώρας, δέκα λεπτά μετά, ήταν δίπλα στο μαξιλάρι μου, μού έκανε εντριβές και όταν διαπίστωσε την αναποτελεσματικότητά τους με καθησύχασε λέγοντας ότι αύριο θα πηγαίναμε μαζί σε ορθοπεδικό.

Τελικά πήγαμε σε νευρολόγο, όστις διαπίστωσε ”πάρεση της αριστεράς χειρός”, έδωσε χάπια πρωί- βράδυ και τρεις ενέσεις, μία την ημέρα και είπε πως πιστεύει ότι σε 5 με 10 μέρες θα περάσει γιατί είμαι λεβέντης κι αν δεν περάσει, να ξαναπάω. Επωφελήθηκα της ευκαιρίας που με έβγαλε ”ελεύθερο υπηρεσίας” και αντί για τη δουλειά - δούλευα στου Σαρακάκη, τότε, βοηθός λογιστού για τα έξοδα των σπουδών μου – πήγα για καφέ, τηλεφωνώντας παράλληλα στον Νίκο, να παίξουμε τάβλι.

Μέχρι να έρθει, παράγγειλα τον καφέ μου και απλώθηκα ως γνήσιος Έλλην, σε τρεις καρέκλες, η μία για τα πόδια, η άλλη για το δεξί μου χέρι και η τρίτη στερεωμένη στα δυο της πίσω πόδια για πλάτη- ποπό.

Το αριστερό προσβεβλημένο χέρι το άπλωσα στην μακρόστενη πλευρά του μαρμάρινου τραπεζιού και, όταν με το καλό ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ και το τάβλι που είχα παραγγείλει, έπιασα μ’ αυτό το φλιτζάνι από τη λαβή και δοκίμασα να πιω με το βλέμμα στο άπειρο.

Γύρισα στην πραγματικότητα επώδυνα και ταχύτατα, καθώς, ο καρπός μου ουδέποτε ακολούθησε την εντολή που έδωσα στο χέρι, να φέρει το φλιτζάνι στο στόμα μου. Ο πόνος εντοπίστηκε στο πάνω μέρος του παντελονιού μου και ήταν οξύς, ένα τσουρούφλισμα από τον καυτό καφέ, που το βλαμένο άκρο μου είχε κρεμάσει πάνω από την κοιλία μου σαν για να απαλλαχθεί από το περιεχόμενο βάρος.

Αφιχθέντος του Νικολάκη και υπό το δύσθυμο βλέμμα του καφετζή από τον οποίο είχα προμηθευθεί ήδη υλικά καθαρισμού, εξήγησα τα της παρέσεως, της προηγηθείσης τρομάρας μου και του καθησυχασμού μου από τη νευρολογική εξέταση. Οι γκριμάτσες του επιτηδευματίου, ο οποίος δεν πίστευε μάλλον πως το να παραλύσει το χέρι ενός νεαρού ήταν μικρό πράγμα, μας έδωσε την ιδέα. Το βράδυ της Τετάρτης θα διασκεδάζαμε.

Η παλαιά ταβέρνα του Τσεκούρα, ένα αναφιώτικο κτίσμα μακρόστενο με μια αυλή σκεπασμένη με τσίγκους, τσιμεντοστρωμένη αλλά και πλακόστρωτη και ένα τεράστιο πεύκο που διαπερνούσε το χάρμποτ και τους τσίγκους της οροφής, (προφανώς το καλοκαίρι γινόταν ”αίθριο”) ήταν ημιυπόγεια από τον πάνω δρόμο και ισόγεια από τον παράλληλό του.

Άρχισε να γεμίζει από τις επτά το βράδυ με μικρές παρέες θαμώνων, όλων γνωστών μεταξύ τους και μάλλον γειτόνων της ίδιας περίπου ηλικίας.

Βάσει του σχεδίου, πρώτοι έκατσαν ο Πάνος και ο Νίκος, που διάλεξαν ένα τραπέζι κοντά στους πιο τακτικούς πελάτες. Από αυτούς δηλαδή που φαίνονται πιο άνετα όταν είναι στην ταβέρνα, παρά στο σπίτι τους. Ήταν κεφάτοι, αλλά κόσμιοι, όπως ακριβώς περίμενε ένας μεσόκοπος μεροκαματιάρης με γνώσεις δημοτικού, πως είναι τα ”μορφωμένα” παιδιά.

Όταν εμφανίστηκα εγώ, μια κατήφεια τους κάλυψε και αυτοί προσπαθούσαν να δείξουν ότι όλα ήταν φυσιολογικά. Πλησίασα με αξιοπρέπεια και καλά κρυμμένη έκφραση ”γιατί –γαμώτο - σε μένα – κι όχι σ΄ άλλον;”, χαιρέτισα εγκάρδια, ενώ οι δυο τους είχαν πεταχτεί από τις καρέκλες τους και προσπαθούσαν να με πείσουν πως στη δική τους θέση θα ήμουν πιο άνετα. Διάλεξα την καρέκλα που έδινε πρόσβαση στην αριστερή πλευρά μου στο τραπέζι και αφού την τακτοποίησα πάντα με το δεξί, κάθισα προσεκτικά, ενώ το αεικίνητο δεξί μου χέρι, χωμένο στο μανίκι του αριστερού, σήκωνε ως νάρθηξ το άλλο, το παρεσηπαθές, για να το ακουμπήσει μαλακά στο τραπέζι, όπου οι φίλοι είχαν τσακιστεί να κάνουν θέση.

Ο Νίκος εξήγησε ότι ο πατέρας του ανεκάλυψε την ταβέρνα και του τη σύστησε θερμά, ως εκ τούτου είπε νάρθουμε σήμερα που είχαμε τόσο καιρό να συναντηθούμε. Μετά τα διαδικαστικά εξήγησα διακοπτόμενος από τις παραγγελίες πως ξύπνησα μια μέρα με τον καρπό... ανυπάκουο, πως οι γιατροί με ενεθάρυναν αλλά και πώς μετά από έναν μήνα όχι μονό δεν πήγαινε καλύτερα, αλλά και ότι φαινόταν η δυσκινησία να προχωρεί προς τον αγκώνα.

Δήθεν ξεχασμένος, έπιασα δύο φορές το ποτήρι με το ζαβό και γέμισα κρασιά το τραπέζι, μιλήσαμε για δίσκους για βιβλία για μια παράσταση του Κουν και φύγαμε καληνυχτώντας και αστειευόμενοι.

Καθιερώσαμε δισεβδομαδιαία εμφάνιση, γνωριστήκαμε και ανταλλάσαμε απόψεις, στα θέματα που συζητούνται στις ταβέρνες. Στο μεταξύ με μοντέλο έναν μονόχειρα συνάδελφο, εξασκούμην μανιωδώς στην χρήση του ενός μόνον χεριού, αν και η πάρεσή μου είχε προ πολλού γιατρευτεί.

Τώρα, εξηγούσα, όλες οι ελπίδες των γιατρών, είχαν κρεμαστεί στο καινούργιο φάρμακο από την Αμερική που αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή και βοηθούσε τα εκφυλισμένα νεύρα –σαν τα δικά μου – να ανακάμψουν. Την δέκατη Τετάρτη από την πρώτη μας επίσκεψη, οι φίλοι πήγαν μόνοι τους και είπαν πως έφυγα επειγόντως για το Λονδίνο όπου ένας νευροχειρουργός που κάνει θαύματα κλπ, κλπ.

Πήγαν δυο –τρεις φορές ακόμα, πάντα λυπημένοι από την κατάστασή μου για την οποία μάθαιναν από μισόλογα που έλεγαν οι δικοί μου, διόλου ενθαρρυντικά βεβαίως. Μετά για κανένα μήνα εξαφανίστηκαν, όπως κι’ εγώ άλλωστε, που στο μεταξύ έκανα... ιδιαίτερα, με τον Τάκη το συνάδελφο από του Σαρακάκη, του οποίου το αριστερό χέρι ήταν κομμένο από τον ώμο.

Έμαθα να βγάζω τσιγάρα από το πακέτο –κασετίνα- να τα ανάβω με σπίρτο με το δεξί, να βγάζω από τις τσέπες και να ξεδιπλώνω με τη βοήθεια του σαγονιού χαρτιά να χρησιμοποιώ σαν χέρι το μπούτι του ενός ποδιού μου που το σταύρωνα πάνω στο άλλο πόδι μου, και το κυριότερο να συνθλίβω την τροφή με το μαχαίρι χωρίς πριόνισμα που απαιτεί δύο χέρια.

Πάνοπλος για το ”κόλπο γκρόσο”, εμφανίστηκα στην ”παλαιά κλπ. κλπ.” με τους δύο φίλους μου, οι οποίοι έδειχναν εμφανώς πως έκαναν κουράγιο για χατίρι μου, με το αριστερό χέρι μέσα από το παντελόνι, δεμένο σφικτά κατασαρκα στο αριστερό ημιθωράκιο, την κοιλία και τη λεκάνη μου, με την παλάμη φωλιασμένη στην αριστερή κλείδωση των μηρών και τρυπωμένο στην κρύπτη που έχουν τα παντελόνια για το ανδρικό μόριο, αριστερά συνήθως, ενώ το μανίκι του σακακιού μου άδειο, ήταν επιμελώς διπλωμένο και πιασμένο λίγο κάτω από τον ώμο, με μια παραμάνα, όπως ακριβώς του Τάκη.

Όλη η ταβέρνα βουβάθηκε επί τη εμφανίσει μου και μόνον οι φίλοι, έκαναν πως δεν συμβαίνει τίποτα ενώ εγώ, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, έκανα αστεία, με τα οποία δεν γελούσε κανείς.

Σαν έτοιμος από καιρό κάθισα σε μια καρέκλα και, εν μέσω συμβατικά ευτράπελης ατμόσφαιρας, αρχίσαμε να τρώμε συζητώντας ζωηρά για την επικαιρότητα, με τις γνωστές παρεμβάσεις στα τεκταινόμενα εντός του φιλίου περιβάλλοντος, των μουδιασμένων ”κοινωνικών γνωστών” μας, ήγουν των θαμώνων.

Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει και μέσα στα μάτια τους έβλεπα χωρίς να φαίνομαι την θλίψη για την κακή μου τύχη. Το παιχνίδι μας συνεχίστηκε για όσο καιρό μας επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες Είχαμε ξεκινήσει Φθινόπωρο και ήδη βρισκόμασταν στο μέσον της Άνοιξης, πράγμα που σήμαινε ότι το σακάκι, το οποίο κάλυπτε τη... βρωμοδουλειά μου, με τις βάτες του και το χαχόλικό στυλ του συρμού της εποχής εκείνης, έπρεπε να αντικατασταθεί.

Έξοδος, όπως αρμόζει στις τραγωδίες, λοιπόν.

Ήταν Σαρακοστή, όταν εμφανίστηκα στου Τσεκούρα με τη Μάρη κι’ ένα ζευγάρι άλλων φίλων, αρτιμελής, με σπορ ρούχα, τη χωρίστρα στα δεξιά και την επιδοκιμασία στα χείλη για τον χώρο, που επιβεβαίωνε το καλό γούστο αυτών που μου τη σύστησαν.

Ο ταβερνιάρης πρώτος και οι έξι–επτά, φίλοι μας πιά, θαμώνες, είχαν αποβλακωθεί. Φυσικά, κανείς δεν ρώτησε τίποτα κι’ εμείς μιλάγαμε για το Παρίσι, όπου υποτίθεται πως εγώ και ο κολλητός μου σπουδάζουμε– ήρθαμε για το Πάσχα εκμεταλλευόμενοι τις Καθολικές αργίες– ενώ τα δυο κορίτσια ζηλοφθονούν τις τρυφερές Παριζιάνες, που σίγουρα μας είχαν πάρει τα μυαλά...

Πάνω που εξηγώ στην κοπέλα του φίλου μου ότι το Χρίστος, το όνομά μου το γράφω με Ιώτα γιατί προέρχεται από το Χριστόδουλος και να η ταυτότητά μου εις πίστωσιν των λόγων μου, μπαίνει ο Νίκος, τακτικός επισκέπτης –φοιτητής στο Παρίσι, με έναν φίλο του. Αγκαλιές, φιλία ”καλώς όρισες απ’ τα Παρίσια”, κλπ.

”Πού ναι ο Τόλης;” με ρωτά. ”Είπε πως μπορεί να περάσει αργότερα, κάτι ψήνει με μια πιτσιρίκα μου φαίνεται”, λέω εγώ.

”Κύριε Νίκο, μπορώ να σου πώ;” ρωτάει ο μπαρμπέρης, ο... λόγιος των θαμώνων, λόγω που είχε επαφές με ένα γιατρό και δύο δικηγόρους, πελάτες του. ”Ό,τι θέλεις κυρ-Μήτσο” απαντά αυτός και σκύβει μπροστά του: ”Αυτός δεν είναι ο φίλος σου, ο Τόλης, με το ατύχημα;”

-”Όχι, κυρ Μήτσο, είναι δίδυμοι και μάλιστα ομόζυγοι, απ’ το ίδιο αβγό πα να πεί. Αφού για να ξεχωρίζουν, ο ένας κάνει τη χωρίστρα αριστερά και ο άλλος δεξιά. Χώρια που ο Τόλης ντύνεται ”κυριλέ” και ο Χρίστος χίπικα... ”Α, είπα κι’ εγώ!” έκανε σαστισμένος ο Χριστιανός, ενώ ο Νικολάκης μπουκωμένος απ’ τα γέλια που έπνιγε, πηρέ το δρόμο για την τουαλέτα κι εγώ, ένευα συγκαταβατικά στους φίλους του μπαρμπέρη.

Δεν ξαναπήγα στου Τσεκούρα, που τον έβλεπα τα Καλοκαίρια από μακριά και πάντα μου φαινόταν ότι με κοιτάει εξεταστικά. Ούτε μετά που αποσυρθηκε –ίσως και πέθανε- και ανέλαβε ο γιος του, γκαρσονάκι που έπιανε το κρασί απ’ το βαρέλι τότε, γιατί ντρεπόμουν για το νεανικό ολίσθημα.

Όμως, τώρα, που χρειάστηκε να έχω σε νάρθηκα το αριστερό μου μπροστινό πόδι –τέτοιος πίθηκος που είμαι! –, επι 15 μέρες, επειδή ”έβγαλα” τον ώμο μου πέφτοντας από το μηχανηματάκι, με το οποίο κυκλοφορώ στο κέντρο της Αθήνας, ένοιωσα σαν ... ”έτοιμος από καιρό” για την κατάσταση που βρέθηκα και μακάρισα εαυτόν για τα εντατικά μαθήματα αναπηρίας που είχα τότε, ως φαρσέρ, πάρει...

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v