Όλο νόμοι και αστυνόμοι

Oι χοντράδες στα Σώματα Ασφαλείας, είναι σύμφυτες με την ύπαρξή τους. Όταν οι άνθρωποι ήσαν χρηστοί, πριν 2.500 χρόνια, εξέλεγαν, μαζί με τον άρχοντα- πολέμαρχο και τους άλλους επί των οικονομικών, των θρησκευτικών των γυμνασιακών και των τελετουργικών άρχοντες, τον ”Αστυνόμο” που ως εκτελεστικά όργανα είχε 100 περίπου ”κορυνηφόρους”. Δηλαδή, άτομα οπλισμένα με ρόπαλα ή μακριά ραβδιά.
Όλο νόμοι και αστυνόμοι

γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Τα έργα και οι ημέρες των αστυνομικών οργάνων βρίσκονται για άλλη μια φορά στην επικαιρότητα, όπως συμβαίνει πάντα σε καιρούς χαλεπούς. Οι αστυνομικοί δεν κάνουν τίποτα πάρα πάνω από αυτό που τους έμαθαν να κάνουν όταν αντιμετωπίζουν ανθρώπους που συντεταγμένα διεκδικούν κάτι, ενώ οι εικόνες στις ειδήσεις εκθέτουν τις πράξεις τους και όσοι είναι νουνεχείς σκέπτονται ότι ”σκασίλα τους μεγάλη και δέκα παπαγάλοι”, που τους εκθέτουν.

Η όλη τους συμπεριφορά παραπέμπει στα κείμενα του Μπόστ, που στην δεκαετία του ’50 σκιτσάριζε, συνοδεύοντας την γελοιογραφία με απαράμιλλα γραπτά, την επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, από τον οποίο η Ελλάδα, ζητούσε ταπεινά βοήθεια έναντι των πολεμικών επανορθώσεων. Ο ταλαντούχος σκιτσογράφος, παρουσίαζε τον χοντρουτσικούλη Γερμανό υπουργό δρ. Ερχαρτ, (καγγελάριο της Δ. Γερμανίας, μετά τον Αντενάουερ) την εξαθλιωμένη μισότριβη ”μαμά Ελλάδα”, που έτεινε το χέρι σε ζητιανιά, ενώ πίσω και δίπλα της χοροπηδούσαν τα παιδάκια της, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα, ψάχνοντας σε έναν σκουπιδοντενεκέ.

Ο Πειναλέων τραγούδαγε ένα παραλλαγμένο σουξέ της εποχής και το συννεφάκι έγραφε: ”Ψάχνω για κασέρι / κασέρι, κασεράκι / που είμαι χλωμόοο/ ΄θεμά το γονιό μου”, αντί για το τραγούδι του Μ. Πλέσσα ”Ξέρω εν’ αστέρι/ αστέρι αστεράκι /που λάμπει χλωμόοο”.

Ο κ. Ερχαρτ, με το κεφάλι απαξιωτικά ψηλά, έλεγε ”νάιν” στη ρακένδυτη Ελλάδα και ο Μπόστ σχολίαζε: ”η ιστορία μίας άφρονος κόρης, που περίμενε λεπτότητες από έναν χονδρό”.

Είναι αμαρτία να πει κανείς πως οι σημερινοί μπάτσοι κάτω των 36 χρόνων, είναι χοντροί. Όχι γιατί δεν μασάνε απ’ όπου μπορούν, αλλά γιατί οι προοπτικές του επαγγέλματος, είναι να γίνουν ”body guards”, στην ακμή της θητείας τους, εάν αυτό ήθελε προκύψει από τύχη αγαθή.

Ακριβώς ως εκ τούτου, αμιλλώνται στην απόκτηση εμπειριών, που θα καταξιώνουν τις απαιτήσεις τους από τα μελλοντικά αφεντικά, βάσει των... πεπραγμένων. Όπως λέει και ο ”τη γλώττα χρυσορρύμων” κ. Δ. Βερύκιος, ”κακά τα ψέματα”. Αν δεν έχεις σπάσει δέκα κεφάλια, αν δε μάθεις ”στου κασίδη (όπου ”κασίδης” διάβαζε δάσκαλος ή φοιτητής επί Ν.Δ, συνταξιούχος ή αγρότης επί ΠαΣοΚ) το κεφάλι” πως θα σπάσεις τη γκλάβα του αυθάδη που ενοχλεί τ’ αφεντικό, στο πιτς– φυτίλι;

Ωστόσο, οι χοντράδες στα Σώματα Ασφαλείας, είναι σύμφυτες με την ύπαρξή τους. Όταν οι άνθρωποι ήσαν χρηστοί, πριν 2.500 χρόνια, εξέλεγαν, μαζί με τον άρχοντα- πολέμαρχο και τους άλλους επί των οικονομικών, των θρησκευτικών των γυμνασιακών και των τελετουργικών άρχοντες, τον ”Αστυνόμο”. Ο άρχων αυτός είχε ως εκτελεστικά όργανα 100 περίπου ”κορυνηφόρους”, δηλαδή άτομα οπλισμένα με ρόπαλα ή μακριά ραβδιά- σαν τους ΚΝήτες στις σημερινές πορείες- οι οποίοι ήσαν αγροίκοι δούλοι, συνήθως Σκύθες, που είχαν... μάθει– στο πετσί τους– να υπακούν, στα κελεύσματα μόνον του Αστυνόμου, στην Αθήνα- ή του Αστυδίκη, στη Ρώμη 200 χρόνια μετά.

Η εξαθλίωση του σώματος αυτού, επέστη μετά το … κατόρθωμα του Πεισιστράτου, να αποσπάσει 50 κορυνηφόρους ως σωματοφυλακή του, επί τω ότι, δήθεν, τον τραυμάτισαν οι πολιτικοί του εχθροί, ενώ όλα ήταν ”σικέ”, όπως στους αγώνες ”κατς” και στην περίπτωση των Γ. Τράγκα και Μ. Τριανταφυλλόπουλου, στα καθ’ ημάς.

Η Ιστορία λέει, ότι ο Πεισίστρατος, ήταν ”Ο ΑΡΙΣΤΟΣ” τύραννος. Το κατ’ εμέ, σκατά στην ψυχή του, αφού έμαθε τους δούλους να παραγοντίζουν. Δυστυχώς, δεν σταμάτησαν από τότε. Αργότερα ως δορυφόροι, απέκτησαν αγχέμαχα και φονικά όπλα. Δηλαδή ως φέροντες δόρατα αντί για κορύνες, περιεστοίχιζαν το αφεντικό τους, τρέχοντας γύρω του, εξ ου και η Σελήνη αποκλήθηκε ”δορυφόρος”.

Στην παρακμή της Ρώμης μπορούμε να μιλήσουμε για εξαχρείωση όταν δημιουργήθηκαν τάγματα ”στρατοχωροφυλάκων”, τους παριατωριανούς, από παλιούς, 35αρηδες- 40άρηδες λεγεωνάριους, οι οποίοι, όχι μόνον δεν προστάτευαν τους πολίτες, αλλά αντίθετα τους πετσόκοβαν μ’ ένα νεύμα του αρχηγού τους.

Παρεμφερείς και επώδυνες μνήμες έχουν και οι συν- Έλληνες που έχουν ξεπεράσει τα εβδομήντα σήμερα, ή οι πρεζάκηδες της Ιστορίας, από τους ξακουστούς Τσολιάδες, τ’ αποβράσματα που στρατολόγησαν οι Γερμανοί κατά των αντιστασιακών (κυρίως του Ε.ΛΑ.Σ) που τους ονόμαζαν ”ληστοσυμμορίτες” αλλά και το ΕΑΜ- Ε.ΛΑ.Σ με την ματωβαμένη ΟΠΛΑ που δήθεν σκότωνε τους ”εχθρούς του λαού (μαυραγορίτες, γερμανόφιλους και πράκτορες των Αγγλων). Στην Πραγματικότητα και οι τσολιάδες και η ΟΠΛΑ, σκότωναν καθ’ υπόδειξη των αφεντικών τους, μεγάλων ή μικρών.

Το ακόμα χειρότερο κακό, είναι ότι όταν ο σπαραγμός έλαβε τέλος με την επικράτηση των αμερικανόφιλων ”εθνικών” δυνάμεων, οι Τσολιάδες εντάχθηκαν στην αστυνομία, το κύριο έργο της οποίας έγινε ο φρονιματισμός του 35% των παραστρατημένων Ελλήνων, έναντι κάθε τιμήματος. Οίκοθεν νοείται ότι τα λοιπά καθήκοντα τους φορτώθηκαν στον... κόκορα, με μόνη εξαίρεση το ξυλοφόρτωμα των σεσημασμένων μικροκακοποιών, ώστε να παραδέχονται ό,τι τους καταλόγιζαν.

Το ΠαΣοΚ που διαδέχθηκε τη δεξιά, άλλαξε τους όρους επιτρέποντας στους επίγονους των παλιών αριστερών να εισέλθουν αθρόα στην αστυνομία, με την κατάργηση των πιστοποιητικών φρονημάτων. Δεν κατάφερε όμως να κρατήσει μακριά τα όργανα της Τάξης, από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι της εξουσίας.

Κοινός τόπος αστυνομικών της δεξιάς και του σοσιαλισμού (;) είναι η επιμέλεια τους στα μπλόκα κατά των διαδηλωτών.

Είναι η δουλειά τους, μας λένε υπουργοί που πριν τους βάλουν στον άχαρο θώκο των επικεφαλής τους, διεκδικούσαν περγαμηνές πεφωτισμένων, έστω της δεξιάς, αρχόντων, όπως ο Β. Πολύδωρας, για τον οποίο τα περί των Ελληνικών επιθέτων συγγράμματα, υπαινίσσονται ότι ανήκει στη χορεία εκείνων, που άλλαξαν το επώνυμό τους για να μην είναι κακόηχο. Λένε λοιπόν αυτοί, ότι ο εξ Αρκαδίας πολιτευτής, προσπάθησε να αποφύγει το ομοιοκατάληκτο έμμετρο σκώμμα (χέστηκ’ ο Πολύδωρος κι’ είναι στα πόδια γρήγορος) που υφίσταντο οι συνεπώνυμοί του Αρκαδείς.

Δεν θα συμφωνούσα μαζί τους, κηδόμενος της αξιοπιστίας του πολιτικού ανδρός, ακριβώς όπως πράττω με όσα λέγονται περί της μετονομασίας του κ. Ευαγγέλου Βενιζέλου, (για τον οποίο διηγούνται ότι επέλεξε το επίθετο του εθνάρχου, αντί του οικογενειακού ”Τούρκογλου”, που με αυτό ήταν γνωστοί στην Ηλεία οι ανιόντες του) αν δεν είχα το απτό παράδειγμα οικιακής μας βοηθού, ορμωμένης από διπλανό με τον κ. Βύρωνα χωρίου, ήτις εδήλωνε, πως ο πάππος της μετώκησε απ’ αυτό κατόπιν τοπικής έριδας και πως ονομάζετο Γεωργία Πολυδώρου, ενώ τα αδέλφια της Γιάννης και Νικος ”Πολύδωρος”.

Στο κάτω-κάτω, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για το οποίο χύθηκε πολύ αίμα και εμπεριέχει τον αυτοπροσδιορισμό, κατέστη σεβαστό εδώ και έναν αιώνα παρέχοντας την δυνατότητα στον καθένα να ορίζει το όνομα του, είτε αποδεχόμενος αυτό της οικογενείας του, είτε άλλο, που νομοτύπως θα δηλώσει και θα καταγραφεί στο ληξιαρχείο.

Δεν θα διαφωνήσω, όμως με τον κ. (έστω και εκ μετονομασίας) Πολύδωρα και για κάτι άλλο που έχει δημόσια ειπεί, παρά το γεγονός ότι οι επικρίσεις που ακολούθησαν, υπήρξαν καταιγιστικές. Ή τουλάχιστον, δεν θα διαφωνήσω ”κάθετα”, ως άλλος Α. Παπανδέου(+), με την θεωρία του ότι το αστυνομικό Σώμα είναι ”praetor urbanus”. Η εν σπέρματι αλήθεια που περιέχει η θεώρηση του νομομαθούς υπουργού, μόνον με την ανάγκη του να περιποιήσει τιμή στο σύνολο του Σώματος μπορεί να ερμηνευθεί για να μην εκληφθεί ως φληνάφημα.

Και αυτό κατά παραχώρηση στον ποιητικό του οίστρο, ποιητική αδεία, όπως λέμε για να δικαιολογήσουμε την υπερβολή ή την ακυρολεξία που μετέρχεται ο ποιητικός λόγος τραυματίζοντας την κυριολεξία.

Γιατί όλοι οι τριτοετείς φοιτητές της Νομικής που επιτυχώς διεξήλθαν τις εξετάσεις στο Ρωμαϊκό Δίκαιο του 2ου έτους γνωρίζουν, ότι ο praetor urbanus ή praetor urbis είναι Ρωμαϊκή Αρχή, με κύριο έργο την διαφύλαξη της δικονομίας, την οποία δημιούργησαν οι πατρίκιοι προκειμένου να αποκλείσουν τους ύπατους από το έργο αυτό, καθώς ήδη οι πληβείοι είχαν αλώσει την υπατεία με τις… κουμπαριές.

Ο κ. Βύρων, θα μπορούσε να αποδώσει και στα ελληνικά τον όρο χρησιμοποιώντας την δόκιμη μετάφραση του που είναι ”αστυδίκης”, έτσι όμως θα περιέβαλε με υπερβολικές εξουσίες τους απλούς αστυνομικούς υπάλληλους, χώρια που θα κατέστρεφε το ακατάληπτο του όρου, με τον οποίο τους καλόπιασε.

Όπως ακριβώς κάθε αρχοντοχωριάτης προτιμά να ακούει τον ευεργετούμενο από αυτόν να τον αποκαλεί ”μαικήνα”, παρά ”το κορόιδο που με ταΐζει”, έτσι και ο απλός αστυφύλακας, προτιμά το praetor urbis, από το ”κορυνηφόρος”, ”δορυφόρος” ή ”πραιτοριανός”.

Πολλοί από τους επικριτές του υπουργού Δημοσίας Τάξης, ισχυρίζονται ότι το ”κινούν αίτιο” του κ. Βύρωνος, ήταν μία αστραπιαία αναδρομή στα φοιτητικά του χρόνια σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις του από την εποχή που ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ήταν υποχρεωμένος να αντικρούει τον τελευταίο αυτόν όρο, με τον οποίο οι διαδηλούντες την οργή τους πολίτες, συνηθίζουν να στολίζουν τα Σώματα Ασφαλείας. Ουδέν ψευδέστερον αυτού.

Το πιο πιθανό, είναι ότι όταν ο Κ. Β. Πολύδωρας έλαβε το τηλεφώνημα του πρωθυπουργού για την υπουργοποίησή του, έκατσε και σκέφτηκε σοβαρά αν πρέπει να πει όχι, στην ταπεινωτική πρόταση, με την οποία θα ετίθετο επικεφαλής σε ένα τόσο …ακούλτουρο υπουργείο. Η δική του κουλτούρα βοήθησε να βρει παρηγοριά στη σκέψη πως ουσιαστικά κατέλαβε την θέση του praetor urbis, του πρώτου τη τάξει πραίτωρα, αμέσως επομένου από τον ύπατο.

Ε, αυτή την ευχάριστη θέση, θέλησε εν τη μεγαλοθυμία του να μοιραστεί με τα κατώτερα στελέχη του, καθιστώντας τους κοινωνούς του λειτουργήματος το οποίο του ανετέθει. Αυτός είναι και ο λόγος που τους απέτρεψε από την ευθεία σωματική επαφή, συμβουλεύοντας την χρήση των χημικών αντί της βαρβάρου γρονθοκοπήσεως.

Όλα κι’ όλα! Δεν ρίπτουμε τα άγια τοις κυσί...

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v