Κουμπαριές και... ”πράσσειν άλογα”

Η κουμπαριά, είναι χριστιανικός θεσμός, που οι ρίζες του ανάγονται στην αυστηρά δομημένη Ρωμαϊκή Πολιτεία. Ουσιαστικά είναι ένα τέχνασμα με το οποίο οι Ρωμαίοι ξεπερνούσαν τα όρια που έθετε η αυστηρά ταξική δομή της πολιτείας τους σύμφωνα με την οποία, κανείς δεν μπορούσε να αναλάβει ανώτατα αξιώματα στο Ρωμαϊκό Κράτος, αν δεν ανήκε στην ”ανώτατη τάξη”.
Κουμπαριές και... ”πράσσειν άλογα”

γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Σιχάθηκα να ακούω για Κουμπάρους. Εδώ και δέκα μέρες, δεν υπάρχει κρετίνος με εκπομπή στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, που να μην την αναφέρει, με ένα σαρδόνιο γελάκι, υπονοώντας πράματα και θάματα, που γίνονται χαριστικά υπέρ ενός ατόμου, το οποίο απέκτησε μια οιωνεί συγγενική σχέση, με κάποιον, που, κατά τύχη καβάλησε την εξουσία.

Δεν θέλω να αναφερθώ στους ευτράπελους τίτλους των εφημερίδων, όπου γίνεται μνεία συνειρμών του τύπου ”ο κουμπάρος την κουμπάρα μια φορά την εβδομάδα”. Και αυτό για δύο λόγους ο σπουδαιότερος εκ των οποίων είναι, ότι είμαι ”εφημεριδάς”.

Ο καμβάς, στο 98% των αηδιαστικώς τάχαμ- ευτράπελων σεναρίων, που πλάθει καθείς εκ των αυτόκλητων διασκεδαστών της τηλοψίας ή των ερτζιανών, δεν αφίσταται της παντάπασιν γνωστής ρήσης, που χαρακτήρισε την ελληνική πολιτική ζωή του 19ου αιώνα και αναφέρονταν, στον ”μπάρμπα απ΄ την Κορώνη”.

Η σύγχυση που προκαλείται από τον παραλληλισμό των όρων κουμπάρος και μπάρμπας, είναι τόση, που αν ήξεραν το μέγεθός της οι συγχέοντάς τα καραγκιόζηδες, θα προτιμούσαν να πάθουν αφωνία, παρά να λένε όσες ανοησίες ακούμε, ως ευφυολογήματα επί της επικαιρότητας.

”Μπάρμπας”, λοιπόν, είναι ο μικρότερος αδελφός, της μητρός συνήθως, (χωρίς να αποκλείεται και η εκ πατρός συγγένεια) που έχει ήδη αποκτήσει πρωτόλεια ”barba” (= γενειάδα), είναι πιο κοντά στην ηλικία με τα παιδιά απ΄ ότι ο πατέρας τους και αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, ως ένα είδος προτύπου, ιδίως στην ηλικία που οι έφηβοι απομακρύνονται, ξεκόβουν, από τα γονικά πρότυπα. Η σχέση αυτή, δεν αφήνει αδιάφορο και τον εμπνευστή ”μπάρμπα”, που συνδέεται με τον …ειδωλολάτρη ανεψιό, με έναν δεσμό εξάρτησης του ειδώλου προς τον θαυμαστή, παραπληρωματικό εκείνου, του θαυμαστή προς το είδωλο.

Αν τύχει να προκόψει ο μπάρμπας, φυσικό είναι, μεταβαίνων στην Κορώνην (από το άσημο χωριό που έως τότε ζούσε μαζί με το ανηψούδι του), να προσκαλεί τον αγαπημένο του προστατευόμενο και να του αναθέτει δουλειές, τις οποίες θα διεκπεραιώνει χάριν αυτού, προστατεύοντας τα συμφέροντά του ως άξιος – και έμπιστος, κυρίως – μαθητής και αντίκλητός του. Η συνεπαγόμενη πρόοδος του ευεργετουμένου, προκαλούσε τον φθόνο των συν - χωριανών, οι οποίοι, απέδιδαν μικρόψυχα την προκοπή του στην συγγένεια, όχι στα προσόντα του, με την υποτιμητική αυτή φράση.

Η κουμπαριά, είναι χριστιανικός θεσμός, που οι ρίζες του ανάγονται στην αυστηρά δομημένη Ρωμαϊκή Πολιτεία. Ουσιαστικά είναι ένα τέχνασμα με το οποίο οι Ρωμαίοι ξεπερνούσαν τα όρια που έθετε η αυστηρά ταξική δομή της πολιτείας τους σύμφωνα με την οποία, κανείς δεν μπορούσε να αναλάβει ανώτατα αξιώματα στο Ρωμαϊκό Κράτος, αν δεν ανήκε στην ”ανώτατη τάξη”. Η καταγωγή, ήταν το μόνο στοιχείο κατάταξης στις τρεις τάξεις στην - άκρως συντηρητική - Ρωμαϊκή Δημοκρατία.

Όπως όμως είναι γνωστό, οι δημοκρατίες λειτουργούν άψογα, μόνον όταν είναι... φτωχές. Γιατί τότε, οι πλούσιοι ασκούν την εξουσία που ”δικαιούνται”, χωρίς να αμφισβητούνται από τους λιγότερο πλούσιους και τους φτωχούς, που είναι απασχολημένοι με την επιβίωση.

Τα προβλήματα για την άρχουσα τάξη αρχίζουν, όταν η καλώς δομημένη κοινωνία τους, αρχίζει να ευδοκιμεί. Δυστυχώς για τους άρχοντες, φορείς της ευμάρειας είναι αυτοί που επωφθαλμιούν τη θέση τους, μιας και οι ίδιοι, ενδιαφέρονται μόνον για τη διατήρηση - συντήρηση των κεκτημένων. Οι νεόπλουτοι, διεκδικούν τα προνόμια των ολιγότερο πλούσιων από αυτούς αριστοκρατών. Και αλίμονο στην κοινωνία που δεν έχει ασφαλιστικές δικλείδες προς ικανοποίησή τους.

Η ”κουμπαριά” είναι η δικλείδα, χάρις στην οποία οι συγκλητικοί Ρωμαίοι, γλίτωσαν την επανάσταση των μεταπρατών – εμπόρων μεσοαστών, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ενσωματωθούν με αυτό το τερτίπι, στην τάξη των αριστοκρατών. Η nobilita (ευ-γένεια ) εξασφαλίζετο μόνον από το γενεαλογικό δέντρο και μόνον όσοι την είχαν, δικαιούντο αξιώματα ανώτερα του χιλιάρχου (περιλαμβανομένου) ή του συγκλητικού. Το ”παράθυρο” παραβίασης του αυστηρότατου νόμου, βρέθηκε στην υιοθεσία.

Δειλά –δειλά στην αρχή και σωρηδόν αργότερα, οι Πατρίκιοι άρχισαν, έναντι υπερόγκων ανταλλαγμάτων, να υιοθετούν τα ενήλικα παιδιά πλουσίων, που υπόσχονταν ότι θα ξεχωρίσουν, ώστε να μπορούν να καταλάβουν απροσπέλαστα έως τότε αξιώματα. Ένας εκ των επιφανέστερων Ρωμαίων που προσέφυγε στον εσμό των ”con patres”(συν και πατέρας, μαζί με τον πατέρα, κηδεμόνας, και κατά παραφθορά κουμπάρος), ήταν ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, προκειμένου να γίνει χιλίαρχος, ενώ ένας άλλος, ο πιο γνωστός στην ιστορία snob (εκ του Sine NOBilitas, δηλαδή ”άνευ ευγενείας”), ήταν ο Κικέρων, που κατακεραύνωνε ως πολιτικός ρήτωρ, όσους δεν ήταν... ευγενείς! Ο (κυρίαρχος) ρωμαϊκός λαός, σχετλίαζε τους ευργετούμενους υιοθετηθέντες με τον χαρακτηρισμό του ”σνόμπ”, όμως ποτέ δεν ακούστηκε ψόγος για τους εξωνημένους Πατρίκιους ”κον- πάτρες”.

Όταν ο Πέτρος θεμελίωνε τον Χριστιανισμό ως Θρησκεία, χρειάστηκε κάποιο πρόσωπο να παίξει τον ρόλο του Ιωάννη του Βαπτιστή, ένα πρόσωπο που θα οδηγούσε τους ώριμους νεοπροσύλητους, στον Χριστιανισμό. Ο φυσικός πατέρας, αποκλείστηκε, γιατί άλλες, τις περισσότερες φορές, δεν ήθελε, ενώ άλλες, δεν υφίστατο στον κόσμο των εν ζωή.

Ο ευφυής ψαράς από την Γαλιλαία (γιατί όποιος νομίζει ότι δεν είναι τετραπέρατος εκείνος που έστησε μια οργάνωση που κυριαρχεί σχεδόν, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, είναι ηλίθιος), έκανε ένα χρησιδάνειο, από τα ισχύοντα στην κοινωνία της Ρώμης, με το οποίο προσέδωσε αυξημένο κύρος στο άχρωμο μυστήριο της βάπτισης: Υιοθέτησε τους Υιοθέτες, με μόνην την διαφορά, πως η Εκκλησία, δηλαδή οι πιστοί, έκριναν τον μεταξύ τους άξιο να κατηχήσει τον νεοπροσύλητο στα καθήκοντά του.

Ενώ όμως ο εσμός του κουμπάρου παρέμεινε στα Χριστιανικά του πλαίσια σε όλη την Μεσευρώπη, στα καθ’ ημάς αλλοτριώθηκε λόγω της αταξικής κοινωνίας αφενός και της παρανοϊκής προσπάθειας ανέλιξης αφετέρου.

Έτσι τον κουμπάρο τον διαλέγει η οικογένεια, με γνώμονα το πόσο ωφέλιμος θα αποδειχθεί στο βαφτιστήρι του αργότερα, ενώ η κουμπαριά, επεκτείνεται και στον γάμο, εξοβελίζοντας τον θεσμό του ”μάρτυρα” που έχουν οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες. Ο επιλεχθείς δηλαδή από την οικογένεια προύχοντας, βαφτίζει, άρα φροντίζει το παιδί, μετά το παντρεύει και αν παραμείνει ζωντανός, βαφτίζει και τα παιδιά του ζευγαριού, που σε ακραίες περιπτώσεις μακροζωϊας, παντρεύει κιόλας. Σε πολλές περιοχές μάλιστα η κουμπαριά περνάει κληρονομικά στα... παιδιά του κουμπάρου, με την λογική ότι ένα μεγάλο ”τζάκι” κληρονομείται, άρα και οι επίγονοι είναι χρήσιμοι.

Τα τελευταία χρόνια όμως, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις που έφεραν οι δύο πόλεμοι, ο χωρισμός των τοπικών κοινωνιών σε αριστερούς και δεξιούς, αλλά και κυρίως ο μαρασμός των πάλαι ποτέ ισχυρών και η αντικατάστασή τους από όσους κατάφεραν να πλουτίσουν γρήγορα και εντυπωσιακά με πολιτικά ή άλλα έστω αθέμιτα μέσα, άλλαξαν τις προτεραιότητες. Αλλωστε τα τζάκια στην Ελλάδα κρατάν δυό το πολύ τρείς γενιές.

Οι συν-Ελληνες πλέον διαλέγουν όχι τον καινούργιο πατέρα τους, αλλά τον προστάτη– αρωγό στον έγγαμο βίο τους. Υπό την σκέπη του, θα τεθούν για να εξασφαλίσουν είτε κοινωνικό κύρος, είτε πολιτική ή οικονομική οντότητα, κάτι που θα υποκαταστήσει, εν πάσει περιπτώσει το οικογενειακό έλλειμμα που αισθάνονται. Στην καλύτερη περίπτωση, ανθρώπων με οικονομική επιφάνεια ή και μόνον υψηλό αίσθημα αξιοπρεπείας, επιλέγεται ως μάρτυρας- κουμπάρος συγγενής ή καλός και ισάξιος φίλος από τα νέα ζευγάρια.

Αλλωστε οι πολιτικοί, που από την εποχή του Κωλέττη, του Τρικούπη και του Δελληγιάννη, επελέγοντο με σκοπό τον διορισμό του αναδεξιμιού στο δημόσιο, αχρηστεύθηκαν λόγω... ΑΣΕΠ, με τελευταίους τυχερούς τα βαφτιστήρια πολιτικών της γενιάς του Μητσοτάκη.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι η παρακμή, ακολουθεί σχεδόν πάντα την πεπατημένη. Το ”πόθεν έσχες” δημιούργησε περισσότερα από όσα έλυσε προβλήματα, περιορίζοντας την οικογενειοκρατία τουλάχιστον εκεί, όπου τα προσχήματα είναι απαραίτητα, όπως η αρετή στην γυναίκα του Καίσαρα. Η συνταγή της Ρώμης του τέλους των προχριστιανικών χρόνων, επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς οι φθίνοντες πολιτικοί, σαν τους παλιούς πατρίκιους – συγκλητικούς αναγκάζονται να εκχωρούν την δήθεν κηδεμονία-κουμπαριά έναντι υψηλού τιμήματος που ο υπόχρεως αποδίδει κατόπιν... εορτής (βλέπε διορισμού), ως ανταποδοτικό τέλος, καθώς ο ”con patre” δεν θα μπορούσε χωρίς αυτόν να έχει πρόσβαση στον μπεζαχτά.

Η άλλη λύση, αυτή του ”μπατζανάκη”, εζυγίσθη, εμετρήθη και ευρέθη ελλιπής, καθώς τα στοιχεία τόσο του διοριζόμενου, όσο και του διορίζοντος αυτόν δημοσιοποιούνται και πας όστις βούλεται, είναι σε θέση να κάνει τους απαραίτητους συνειρμούς. Τελικά οι κουμπαριές, ήταν μια κάποια λύση, δυστυχώς όμως υπάρχουν ακόμα οι... κοσμικογράφοι, έστω μεταμφιεσμένοι σε δημοσιογράφους.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v