Οι γυναίκες στην παραγωγή

Όταν οι παλαιοί και βούλιμοι Εγγλέζοι επιτηδευματίες προσπάθησαν λυσσαλέα να αυξήσουν την παραγωγή τους, δεν κατάλαβαν ότι η ”από Θεία Φώτιση” λύση που προέβαλε στα κομπιουτεράιζντ μυαλά τους για την χρησιμοποίηση στην παραγωγή των γυναικοπαίδων θα δημιουργούσε άλυτα προβλήματα.
Οι γυναίκες στην παραγωγή

Γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Όταν εκείνοι οι βούλιμοι Εγγλέζοι επιτηδευματίες προσπάθησαν λυσσαλέα να αυξήσουν την παραγωγή τους, πιεζόμενοι από τους στυγνούς εμπόρους –πλοιοκτήτες, την ραχοκοκαλιά της Βρετανικής αυτοκρατορίας από τον 17ο αιώνα, δεν κατάλαβαν ότι η ”από Θεία Φώτιση” λύση που προέβαλε στα κομπιουτεράιζντ μυαλά τους για την χρησιμοποίηση στην παραγωγή των γυναικοπαίδων, θα δημιουργούσε στην ανθρωπότητα πρόβλημα μπροστά στο οποίο η ανέωξη από τους περίεργους συντρόφους του Οδυσσέα εκείνου του ασκού, που ο Αίολος χάρισε στον Ομηρικό ήρωα για να διευκολύνει την επάνοδό του στην Ιθάκη, θα φάνταζε ως μηδαμινό πλημμέλημα.

Βέβαια, οι ανάγκες παραγωγής αγαθών, τα οποία θα γέμιζαν τα αμπάρια του Βρετανικού εμπορικού στόλου που έως τότε ξεκινούσε σχεδόν άδειος για τα μακρινά λιμάνια, απ’ όπου φόρτωνε τα πανάκριβα αποικιακά προϊόντα, καλύφθηκαν, ενώ οι Βιομήχανοι είχαν την χαρά να διαπιστώσουν πως το... εμπλουτισμένο εργατικό δυναμικό τους, άφηνε περισσότερα από πριν κέρδη, λόγω της μειωμένης αμοιβής γυναικών και παιδιών, που σε ελαφρότερες εργασίες, είχαν την ίδια απόδοση με τους άνδρες, καμιά φορά μάλιστα, όταν η εργασία απαιτούσε επιδεξιότητα και υπομονή, πολύ περισσότερη.

Και ύστερα, ήρθαν οι σουφραζέτες (1865) να οχλήσουν με τσιμπήματα ανησυχίας τον κάθε ευτυχισμένο ”μάστερ”, ο οποίος έως την εμφάνισή τους, εσόδευε ”φαιδρώ τω προσώπω”- σαν τον Αγησίλαο του Ξενοφώντα στην ”Κύρου ανάβαση”- σίγουρος πως ο ιδρώτας των προλεταρίων, γεμίζει με το λίπος που χάνουν την κοιλία του πατρώνου τους.

Από κοντά, άρχισε να ”τσιμπιέται” και ο προλετάριος, που μετά την Ρώμη αλλά και εξ αιτίας του ίδιου φαινομένου, της αστυφιλίας, επανεμφανίστηκε ως παρίας των εμπορό–βιομηχανικών πολισμάτων. Ξαφνικά, χάρη στο ντελίριο για εργατικά χέρια, είδε να μεταμορφώνεται το βάρος, ο... πιστός του ακόλουθος, (και η μόνη παρηγοριά του) η γυναίκα του, σε παραγωγική πηγή για το νοικοκυριό, ενώ παράλληλα γινόταν σαφές, ότι όσο περισσότερο είχε επενδύσει στην οικιακή ηδυπάθεια που λυτρώνει από το άγχος της υπ– αλληλίας (με μόνο, έως τότε μειονέκτημα, την υπέρ –παραγωγή απογόνων), τοσο πιο ωφελημένος βρέθηκε.

Ήταν ακριβώς η εποχή, που ο προλετάριος, ένοιωσε ξανά, πως ο πλούτος του, (proles= γόνος, τέκνον,) είναι τα παιδιά του, αφού κατά τους μετριότερους υπολογισμούς, κάποιος που είχε 14 έως 11 παιδιά εξ ών εργάζονταν τα πέντε (σύν την γυναίκα), τριπλασίαζε το εισόδημά του.

Όταν λοιπόν ”αφεντικά και δούλοι” ένα γίναν ούλοι επί τω ότι στασίασαν οι γυναίκες και γύρευαν δικαιώματα που μέχρι τότε δεν διανοούνταν πως μπορεί να έχουν, ο εις εκ των δύο παραγόντων, αντελήφθη πως κάτι δεν πάει καλά.

Οι άρχοντες της εποχής εκείνης ήξεραν πολύ καλά να τσακίζουν τους επαναστάτες, δεν είχαν όμως καμία τύχη στην αντιμετώπιση των επαναστατριών των οποίων το σθένος μόνον αυτοπεριοριζόμενο κάμπτεται και αυτό, μόνον όταν εκείνες, πέραν πάσης– ανδρικής– λογικής, αποφασίσουν να υποστείλουν.

Φθάσαμε, τότε στις αρχές του 20ου αιώνα στην πρωτοφανή διεκδίκηση του δικαιώματος της ψήφου, της ισότητας και της χορήγησης των όσων οι φτωχοί (όχι βέβαια οι φτωχές) εκέρδισαν μετά τη γαλλική επανάσταση.

Ο παγκόσμιος πόλεμος, που στέρησε εργατικά χέρια από τις φάμπρικες χάριν των χαρακωμάτων, ακριβώς την εποχή που λόγω εντατικοποίησης τα είχαν πιο πολύ ανάγκη, ήρθε αρωγός στο γυναικείο κίνημα που τώρα πια απλώνονταν παντού, με σημαία το ”δικαίωμα στην εργασία”.

Ο μεσοπόλεμος και οι ανάγκες αποκατάστασης παρά την έλλειψη των εκατομμυρίων νεκρών, η προετοιμασία για τον ερχόμενο δεύτερο πόλεμο και η πενταετής διάρκεια του, παγίωσαν την γυναικεία εργασία, την χρησιμότητά της οποίας, όχι μόνον δεν τολμούσε κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αντίθετα, ελάχιστοι εσκέπτοντο να απεμπολήσουν θεωρώντας την, ως ”μάννα εξ ουρανού”.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της κατάκτησης του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στα δύο τρίτα των κρατών την εποχή εκείνη, όπως δεν είναι τυχαίο γεγονός η μείωση των γεννήσεων, που αρχικά εξελήφθη ως απροθυμία τους να ”δίνουν τροφή στα κανόνια”.

Πολύ νερό στο μύλο της... δράσης, για να θυμηθούμε και τα αριστερίστικα τσιτάτα, έριξε και ο κομμουνισμός με τις ανίατες ανάγκες του για ”παραγωγή”, που βαφτίστηκαν σε πολλά και διάφορα λατινοπρεπή επιθετικοποιημένα ονόματα όρων με κοινό παρονομαστή την κατάληξή τους σε –ισμός.

Ντρέπομαι ενθυμούμενος εαυτόν να προτρέπει τη νεαρή τότε, μεσόκοπη και τέως πλέον σύζυγό μου, να βγει στην αγορά εργασίας, έστω ως εργάτρια- που τότε, μεσούσης της δεκαετίας του ’70 όλες οι μικρομεσαίες επιχειρησούλες αναζητούσαν– προκειμένου να μην αργεί, έως ότου βρεθεί κάτι ανάλογο των προσόντων της, μιας και ”ο άνθρωπος ολοκληρώνεται με τη δουλειά”.

Δυστυχώς, επείσθη και από τότε, πολλές φορές ένοιωσε άθλια, αδύναμη και αναξιοπαθούσα, όπως όλοι μας θαρρώ, όταν οι εργοδότες έκλειναν επιχειρήσεις ή απέλυαν προσωπικό εκβιάζοντας για δάνεια και επιχορηγήσεις.

Δεν αντιλέγω, δεν είναι προς θάνατον το να σε απορρίπτουν ενίοτε, άλλωστε ψάχνοντας την αγωνιστική μου μνήμη ενθυμούμαι το ρητό ”ό,τι δεν με σκοτώνει με ατσαλώνει” και άλλες συναφείς μαλακίες.

Βλέποντας όμως τις τριαντάχρονες μανάδες μικρών παιδιών να κάνουν απεγνωσμένα σινιάλα στους ταξιτζήδες κάθε πρωί στις 08.40 και κάθε μεσημέρι στις 16.15, προκειμένου να πάνε και να γυρίσουν από τη δουλειά, όπου το αφεντικό όλο και ”θέλει να τους πιάνει και τον κω-” και όπου συντελείται η ”ολοκλήρωση” τους έναντι 814,30 ευρώ μηνιαίως, είναι αδύνατο να αποφύγω την ανάμνηση του αφελούς λογοπαιγνίου περί διαφοράς της ”δουλειάς” από την ”δουλεία”.

Επειδή όμως ο άνθρωπος εμψυχώνεται όταν σκέφτεται (όπως οι φτωχοί Αμερικάνοι του νότου που φορούσαν τις κουκούλες της Κου Κλουξ Κλάν) ότι υπάρχουν πιο μίζερες από την δική του υπάρξεις, πάντα θυμάμαι μία ιστορία. Οι νοτιοαφρικάνοι σκλάβοι που δούλευαν στα αδαμαντορυχεία, συνήθιζαν να ποικίλουν και να ρυθμοδοτούν την άχαρη δουλειά τους τραγουδώντας, όπως ακριβώς οι συγγενείς τους στις αμερικάνικες βαμβακοφυτείες.

Ένα από τα τραγούδια τους, σε ελεύθερη μετάφραση, έλεγε: Το βάτεμα της γυναίκας δεν είναι δουλειά, είναι διασκέδαση. Γιατί αν ήταν δουλειά, θα μας έβαζαν οι λευκοί να το κάνουμε εμείς γι’ αυτούς.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v