Κι εμείς που αριστερίσαμε... εις χουν απελεύσει!

Πέρασαν ήδη 60 ημέρες από την εξαγγελία της δυνατότητας των Ελλήνων να διαθέτουν την σορό τους κατά συνείδησην, παραδίδοντάς την είτε στο πυρ, είτε στα ασπόνδυλα μαλάκια που ονομάζουμε σκουλήκια, χωρίς να σημειωθεί δυναμική αντίδραση από την Εκκλησία.
Κι εμείς που αριστερίσαμε... εις χουν απελεύσει!

Γράφει ο Χρ. Δ. Γλύστρας

Πέρασαν ήδη 60 ημέρες από την εξαγγελία της δυνατότητας των Ελλήνων να διαθέτουν την σορό τους κατά συνείδησην, παραδίδοντάς την είτε στο πυρ, είτε στα ασπόνδυλα μαλάκια που ονομάζουμε σκουλήκια, χωρίς να σημειωθεί δυναμική αντίδραση από την Εκκλησία.

Η κουλτούρα της Αριστεράς, η οποία επί δεκαετίες ζητούσε να επεκταθεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και στην τελευταία του βίου πράξη που διενεργείται υπέρ του πρωταγωνιστή από τους εν ζωή οικείους του σύμφωνα με την εκπεφρασμένη ή την εικαζομένη θέλησή του, θεώρησε αρχικώς, πως η Εκκλησία χωνεύει την ήττα της. Η δεύτερη, πιο νηφάλια σκέψη, ήταν ότι οργανώνει την αντίδραση της επιλέγοντας ξόρκια, αρές και βασανιστικές τιμωρίες από τα πατερικά κείμενα που θα λύγιζαν τους ασεβείς, μέχρι σημείου ανάκρουσης πρύμνας.

Η πρώτη, αμήχανη φαινομενικώς, δήλωση που υπετονθόρισε ο αρχιεπίσκοπος πιεζόμενος από τους μαρκουτσοφόρους ρεπόρτερ των ΜΜΕ να σχολιάσει την απόφαση της πολιτείας να επιτρέψει στο εξής την καύση των νεκρών, έδωσε, σε όσους περίμεναν να επιτεθεί λάβρος, εναντίον όσων περιφρονούν την ευαγγελική ρήση ”χούς ει και εις χούν απελεύσει” την εντύπωση της σύγχυσης.

Ουδέν ψευδέστερον αυτού.

Η ευσύνοπτη απάντηση του κ. Χριστόδουλου περί ρητής προβλέψεως του Ορθοδόξου Χριστιανικού δόγματος και περί ελευθερίας των ανηκόντων σε άλλα δόγματα ή Θρησκείες να πράξουν κατά το δοκούν, δεν ήταν αμήχανη, αλλά περίσκεπτος. Όπως όμως είναι ίδιον των επιπολαίων να μην κρίνουν από τα φαινόμενα, έτσι είναι και ίδιον των αφελών να τα κρίνουν λανθασμένα.

Οι μεν αριστεροί διανοητές λοιπόν, προετοιμασμένοι από καιρό να εξαπολύσουν τα επιχειρήματα τους, περίμεναν την πρόκληση υποκρύπτοντες το σαρδόνιο χαμόγελο που θα επισφράγιζε την αδυσώπητη ορθότητά τους. Οι δε διαμορφωτές των ειδήσεων και των τηλεοπτικών ρήξεων, σαν ”έτοιμοι από καιρόν”, με όλους τους πιθανούς συνομιλητές σε ετοιμότητα τριών λεπτών, περίμεναν να ”γράψουν” νούμερα στην ΑGB, που θα έκαναν εκείνα των μαχών για τις ταυτότητες να ωχριούν.

Και οι δύο ηπατήθησαν και αυτό ”έγινε σαφές”, όπως συχνά λέει ο εξ Αλεξανδρουπόλεως ορμώμενος κ. Χατζηνικολάου, όταν δέκα μέρες μετά, ο σεβασμιώτατος τέως Αλεξανδρουπόλεως και νυν Θεσσαλονίκης Άνθιμος, έκλεισε οριστικά το θέμα λέγοντας πολύ απλά, ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα ακολουθούν την πίστη τους με την εξόδιο λειτουργία που προβλέπει την ταφή τους όπως γινόταν μέχρι τώρα, οι δε αλλόπιστοι, θα μπορούνε να ακολουθούν τις επιταγές των δικών τους θρησκειών τις οποίες η Ορθοδοξία δεν επιθυμεί να παρεμποδίζει.

Χάσαμε, χωρίς να το καταλάβουμε την χαρά να διεκδικήσουμε μαχόμενοι όσα από την δεκαετία του 60 σχεδιάζαμε για το δικαίωμα της παραστάσεως σε σεπτές τελετές εντός πολιτισμένου περιβάλλοντος, όπου η αξιοπρεπής κομψότατη χήρα του εκλιπόντος ατενίζει την ασημένια τεφροδόχο που περιέχει την στάχτη του μάκαρος- πλέον - συζύγου με ένα δάκρυ να αστράφτει στα θλιμμένα της μάτια, ενώ ο μοντέρ της χολιγουντιανής παραγωγής φέρνει μπροστά στα δικά μας μάτια πλάνα με όσα οι δυο τους έζησαν όταν γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, (αυτός ο τριαντάρης που τώρα ετοιμάζεται στην γωνία να αποχαιρετίσει τον πατέρα ξαναδιαβάζοντας το χαρτί με τις σημειώσεις του) όταν εκείνος πήρε την προαγωγή και αγόρασαν το πρώτο σπίτι στα προάστια, όταν παντρεύτηκε η κορούλα τους με τον συμφοιτητή που γνώρισε στον χορό των αποφοίτων του κολεγίου! Και τα λοιπά και τα λοιπά...

Κι εμείς που τόσο πασχίσαμε να ξεφύγουμε από την δεσποτεία των ρασοφόρων, που επιβάλουν την παρουσία τους κάθε σημαντική στιγμή (γάμος – γέννηση – θάνατος) τι να την κάνουμε τη χαρά μας χωρίς τον θρήνο των χαμένων; Τίποτα, γιατί η νίκη μας είναι ψευδεπίγραφη.

Μας παραχωρήθηκε το δικαίωμα της καύσης αλλά δεν διαφέρει από το δικαίωμά μας να αγοράσουμε το σπίτι της οικογένειας Λάτση στην Εκάλη ή το κότερο του Κοντομηνά, ακόμα και το ακριβό τετράτροχο του Αλφαντάκη που προχθές ακόμα μηνύθηκε από την Τροχαία επειδή δεν σταμάτησε σε σήμα αστυνομικών.

Γιατί μόνο οι παπάδες νοιάστηκαν να μάθουν πόσο κοστίζουν αυτές οι αξιοπρεπείς τελετές κι εμείς ξεχάσαμε τα βάσανα που τράβηξε ο Χίτλερ για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να εξαφανίσει από προσώπου γης τα εκατομμύρια των προσωπικών εχθρών του: Ολόκληρες βιομηχανίες είχε εγκαταστήσει ο άνθρωπος για γρήγορη και φθηνή δουλειά και πάλι το κόστος ήταν τέτοιο, που για να το μειώσει, αναγκάστηκε εκμεταλλεύεται τα υποπροϊόντα, όπως μαλλιά και λίπος, χώρια ο καπνός και η βαριά μυρωδιά που υφίσταντο οι αθώοι κάτοικοι σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από τα κρεματόρια.

Μας αφήσαν, παπάδες και κυβέρνηση στην άγνοια μας να νομίζουμε πως είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε αν θα καούμε ή θα ταφούμε, οι πρώτοι με την χαιρεκακία που αρμόζει στους αρνητές των εγκοσμίων και οι δεύτεροι με την υποκρισία των παρόχων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ξέροντας αυτό που ήξερε η Γερμανίδα γριούλα που λέει το ανέκδοτο.

Αυτή, λοιπόν, ζούσε σε ένα απομονωμένο αγροτικό σπιτάκι κοντά στο Άουσβιτς. Χαράματα ακόμα ακούει το κουδούνι της εξώπορτας. Σιγά - σιγά, λόγω οι ρευματισμοί, ανοίγει και ακούει έναν μεσόκοπο κύριο να την παρακαλεί να τον βοηθήσει γιατί έμεινε από λάστιχο και έχει ”50 Εβραίους για το Άουσβιτς”. ”Να σε βοηθήσω, μετά χαράς, παιδάκι μου”, του λέει, ”αλλά έχω μόνον ένα οικιακό φουρνάκι. Αν νομίζεις ότι σου κάνει...”

Kι εμείς που αριστερίσαμε με την ιδέα πως θάρθει ο καιρός που δεν θα ισχύει το ”τούτη η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε” ας μην απογοητευόμαστε επειδή η τελετή σε σύγχρονο κρεματόριο διεθνών προδιαγραφών κοστίζει δέκα φόρες περισσότερο από όσο η ακριβότερη κηδεία.

Ούτε να μελαγχολούμε επί τω ότι δεν θα ξεφύγουμε κι αυτή τη φορά από τον ανατριχιαστικό νόμο που επιβάλει την θανή σε συνάρτηση με την ιερολογημένη τάφη σε τόπους ειδικούς, τα νεκροταφεία, τα οποία δραγουμίζονται από την Εκκλησία.

Το παράδειγμα του Χ. Φλωράκη, του Κ. Καραμανλή του Ελ.Βενιζέλου δείχνει πως η Εκκλησία ξέρει να υποχωρεί όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v