Δεν ελπίζω να μην γιορτάσετε, ε;

Τα τελευταία χρόνια δεν "ελπίζουμε". Απλώς περιμένουμε. Οι γιορτές κάνουν την διαφορά μεγαλύτερη και μας συναντούν αμήχανους.
Δεν ελπίζω να μην γιορτάσετε, ε;
Άκουσα τις προάλλες ένα πιτσιρίκι γύρω στα τρία- τέσσερα, να χρησιμοποιεί λάθος το ρήμα “ελπίζω”. Το λάθος αυτό σχετίζεται με τη θέση του ρήματος και όχι με την ίδια την έννοιά του. «Δεν ελπίζω να είναι κανένα τέρας στην νουλάπα», έλεγε. Για το ίδιο το πιτσιρίκι η πρόταση είναι αληθής: Πράγματι δεν ελπίζει να είναι κανένα τέρας στην ντουλάπα. Η συμπαθητικά ελλιπής όμως γνώση της γλώσσας του στερεί τη δυνατότητα να δώσει στο ρήμα την μέγιστη δύναμη που αποκτά όταν μπαίνει στην αρχή μια πρότασης.

Η χρήση του “ελπίζω” έχει αλλάξει και για τους περισσότερους από εμάς. Η εποχή που η ελληνική κοινή γνώμη “ήλπιζε” έχει περάσει. Η σχετική ανάμνηση χάνεται κάπου στον χειμώνα του 2009 όταν το 60% (!) του ελληνικού λαού, που δυο εβδομάδες μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου δήλωνε ότι νιώθει “ελπίδα”, μάθαινε από το Καστελόριζο τα νέα δεδομένα.

Τις προηγούμενες ημέρες η ΔΕΗ ανακοίνωσε τις προθέσεις της για αυξήσεις των τιμολογίων της έως και 50%. Είναι λες και κάποιος κάνει πλάκα στον κόσμο («τι είναι το ρεύμα; Φθηνότερο από το πετρέλαιο; Τώρα θα δείτε!») και να τον αναγκάζει να διακόψει τους πανυγηρισμούς του για τη «δόση- μαμούθ» που θα φέρει την αγαλλίαση στις ψυχές μας και την ανάπτυξη στην οικονομία μας.

Και η κουτσή μαρία μιλάει για «ανάπτυξη» λες και τα οικονομικά μοντέλα του στυλ κυκλοφορία χρήματος- θέσεις εργασίας-αύξηση ΑΕΠ λειτουργούν πάντα, όπως λέει η θεωρία ή λες και λειτουργούν σε μια γυάλα που δεν επηρεάζεται από ένα εκατομμύριο παραμέτρους. Ακόμη και τα ιδανικά σενάρια για την οικονομία είναι ευχολόγια. Ποτέ οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τι θα συμβεί- κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο απίθανο όσο και το να ζητούσαμε μαντεψιές από τους ιστορικούς.

Στην παρούσα συνθήκη, το να συζητά στα σοβαρά η κοινή γνώμη με όρους μακροοικονομίας είναι τόσο αποπροσανατολιστικό, όσο απαιτεί το πολιτικό μας σύστημα για να επιβιώσει.

Ήμουν στη λαϊκή και ετοιμαζόμουν να ψωνίσω κολοκύθια με το διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο των 2,99 ευρώ το κιλό. Μια κυρία γύρω στα 70-75 στέκεται δίπλα μου μπροστά στον πάγκο. Μετά στρέφεται τελείως προς το μέρος μου αγνοώντας τα προϊόντα: «3 ευρώ τα κολοκύθια;» μου λέει αργά και χαμηλόφωνα. «Εεε… πάντως φαίνονται ωραία», ψελλίζω. «3 ευρώ τα κολοκύθια;» ρωτάει ξανά εμφατικά.

Δεν είχα να κάνω με θυμό συνταξιούχου που με «τη συνταξούλα» του αγοράζει «τα φρουτάκια του» και γυρνάει στο «σπιτάκι» του. Ούτε με τη στριμάρα μιας παράξενης γριάς που όλα της φταίνε.

Ήταν μια πικρή απορία. Σαν αυτές που συνοδεύουν μία αδικία που γίνεται σε βάρος μας χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε. Σαν ένα βούρκωμα χωρίς οργή. «3,20 είσαι, κύριος. Κύριος! Ακούς;», με ξύπνησε ο τύπος που μου έτεινε ζυγισμένη τη σακούλα με τα κολοκύθια. Όταν ξαναγύρισα προς το μέρος της είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται το ίδιο αθόρυβα και αργά όπως είχε έλθει δίπλα μου, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Η μικροϊστορία, η ιστορική δηλαδή μελέτη όχι των μεγάλων ηγετών και των ηχηρών γεγονότων αλλά των καθημερινών ιστοριών είναι η τελευταία - ας μου επιτραπεί η έκφραση- «μόδα» στις ιστορικές σπουδές.

Τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια στην Ελλάδα οι μικρές αυτές ιστορίες απόγνωσης, ελέω και επικαιρότητας, έρχονται στο προσκήνιο για πολιτικές σκοπιμότητες ή για να εξυπηρετήσουν τον λαϊκισμό των βραδινών δελτίων ειδήσεων. Ελπίζω όμως να είναι οι «μικρές» αυτές στιγμές οι οποίες θα δώσουν το χρώμα στην ιστορία αυτής της εποχής που συγγράψει ο ιστορικός του μέλλοντος, και όχι οι βαρύγδουπες και αυτοκαταργούμενες υποσχέσεις των κυβερνώντων.

Σε αυτή λοιπόν την αμήχανη και θλιμμένη συγκυρία μάς συναντούν οι φετινές γιορτές. Χωρίς τσαγανό και χωρίς κουράγιο για φωνές. Χωρίς διάθεση για πανηγύρια, αλλά με κυνισμό που σιγά- σιγά παίρνει τη θέση του χιούμορ μας.

Τουλάχιστον τα λαμπάκια κάνουν πάντα τη δουλειά τους: γοητεύουν το βλέμμα μου προτείνοντάς μου μια σύντομη παιδική εντύπωση. Από αυτές που είναι αφελείς και εφήμερες και για αυτό εξαιρετικά ειλικρινείς.

Δημήτρης Γλύστρας
[email protected]
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v