Τι θυμόμαστε από τις σχολικές γιορτές

«Στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη…» Και άλλες βουκολικές αναμνήσεις από τις ένδοξες γιορτές του ελληνικού δημόσιου σχολείου.
Τι θυμόμαστε από τις σχολικές γιορτές
της Ηρώς Κουνάδη

Στίχοι εθνικοπατριωτικών ποιημάτων. Χορωδίες που φαλτσάρουν ανελέητα. Ατελείωτες πρόβες επί προβών για να «κάτσει» σωστά η φορεσιά της Μαντώς Μαυρογένους –αυτή με τα φλουριά. Κι ένα σωρό ακόμα πράγματα, που θυμόμαστε από τις ένδοξες σχολικές γιορτές του αθάνατου ελληνικού δημόσιου σχολείου –που θα είναι πάντα στις καρδιές μας, και μην ακούτε κανέναν.

Η αργία είναι αργία. Η παραμονή της αργίας, είναι επίσης αργία. Γιατί αλλιώς, πότε θα κάνουμε την σχολική γιορτή; Ανήμερα δε γίνεται, είναι αργία. Βάλε και μερικές μέρες για τις πρόβες της γιορτής, και κάθε εθνική εορτή μετατρεπόταν σε μια βδομάδα χωρίς μαθήματα. Τρία ζήτω για τις εθνικές γιορτές.

Να το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα, για όσους δε θυμούνται, ή για όσους πήγαν σχολείο πριν μπει η ιδιωτική τηλεόραση στα σπίτια μας: Δεν υπάρχει κανένα παιδί που να μην ξέρει τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου ή την 25η Μαρτίου. Το ρεφρέν επαναλαμβάνεται τόσες φορές μέσα στις τάξεις, από την Α’ Δημοτικού μέχρι την Γ’ Λυκείου, που δεν μπορεί να το σβήσει από τη μνήμη του ούτε εκείνος ο μαθητής που λαγοκοιμάται πάντα στο τελευταίο θρανίο και δεν έχει φέρει βιβλία μαζί του ποτέ. Το να απαντάς «τους Τούρκους» την 28η και «τους Γερμανούς» την 25η σε δημοσιογράφους με ανασηκωμένα φρύδια –εκτός από απολαυστικό– ήταν ο πρόδρομος του τρολαρίσματος, πριν η λέξη «τρολάρισμα» μπει στις ζωές μας. Και βαστάει ακόμα.

Τις λίγες εκείνες χρονιές που υπεύθυνος της χορωδίας γινόταν ο πιο κουλ καθηγητής του σχολείου, με απόφαση του οποίου συμπεριλαμβανόταν το «Ανεμολόγιο» του Θάνου Μικρούτσικου στο ρεπερτόριό της, στο μυαλό μας συντελούταν μια μικρή επανάσταση εκεί που λέει «έγραψε η τσούλα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε». Κι αυτός ο στίχος τραγουδιόταν πάντα λίγο πιο δυνατά από τους υπόλοιπους. Με πονηρά (χαμο)γελάκια στη λέξη «τσούλα».

Υπήρχαν, βέβαια και εκείνες οι άλλες (επίσης λίγες) χρονιές που οι καθηγητές βαρέθηκαν, ή βρήκαν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να ασχοληθούν με τη σχολική γιορτή, και φόρτωσαν ανέθεσαν τη διοργάνωσή της στους μαθητές, με αποτέλεσμα να ακουστούν Active Member και Βασίλης-αιώνιος-έφηβος-Παπακωνσταντίνου. Και οι πρόβες να διαρκούν έξι ώρες την ημέρα. Επί δύο εβδομάδες.

Πόσο πολύ λυπόμασταν εκείνο το σούπερ ταλαντούχο παιδί –πάντα υπάρχει ένα σε κάθε σχολείο– που του φορτώνουν τη μισή γιορτή, οπότε καταλήγει να παίζει πιάνο, μετά να απαγγέλλει ένα γρήγορο εθνικοαπελευθερωτικό ποίημα, μετά να τραγουδάει τη μελοποιημένη του εκδοχή, και μετά να κάνει και την Μπουμπουλίνα στο σκετς.

Μιλώντας για σκετς, το σύστημα διανομής των ρόλων στο ελληνικό σχολείο μας δίδαξε από μικρούς ότι τα εμψυχωτικά τσιτάτα τύπου «η εξωτερική σου εμφάνιση δεν έχει καμία σημασία» είναι για Αμερικανάκια. Πάντα η πιο ψηλή/ χοντρή/ νταρντάνα/ έξω καρδιά/ τσαμπουκαλού έπαιρνε τον ρόλο της Λασκαρίνας ή της αρχιΣουλιώτισσας.

Τους φιλολόγους εκείνους που αγωνίζονταν να βρουν πιο «ψαγμένα» ποιήματα για να απαγγείλουμε στη γιορτή (γιατί πόσες φορές να ακούσουν, οι έρμοι, πως «στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη περπατούσε η δόξα μονάχη) τους έχουμε ακόμα στην καρδιά μας. Ειδικά για εκείνες τις φορές που το ποίημα ήταν όντως τόσο «ψαγμένο» που δεν το είχε ξανακούσει ποτέ κανείς, με αποτέλεσμα οι υπερήφανοι γονείς να χειροκροτούν σε κάθε τέταρτο στίχο, νομίζοντας ότι τελείωσε.

Οι γονείς, οι γονείς… Τι θα ήταν οι σχολικές γιορτές χωρίς τους γονείς; Να προσπαθούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους στις γιορτές του Δημοτικού, που το καμάρι τους έλεγε «ελευθερία ή θάνατοθ» σαν άλλος Οδυθθέας Ανδρούτσος. Να τους αναζητάς απεγνωσμένα με το βλέμμα σου από την τέταρτη σειρά της χορωδίας –και να παρηγορείς πάντα στο τέλος εκείνο το ένα παιδάκι που οι γονείς του δεν κατάφεραν να έρθουν. Να γράφουν τα ποιήματά σου στις πρώτες βιντεοκάμερες που απέκτησαν πληρώνοντας μια μικρή περιουσία (ειδικά για τη σχολική γιορτή, νόμιζες). Να ράβουν φορεσιές για Λασκαρίνες και Κανάρηδες –γιατί κάπως μυστηριωδώς οι βράκες στα αγόρια έπεφταν πάντα τεράστιες και τα φουστάνια στα κορίτσια δυόμισι μέτρα πιο μακριά απ’ ό,τι έπρεπε.

Και προφανώς, η καλύτερη ώρα: Η στιγμή που η γιορτή τελείωνε, πάντοτε κάμποσες ώρες πριν από την ώρα του μεσημεριανού, τις οποίες είχαμε στη διάθεσή μας για να πάμε για καφέ όταν ήμασταν «μεγάλοι» (στο Λύκειο), για να μαζευτούμε με τους φίλους μας στο σπίτι εκείνου που είχε τους πιο κουλ γονείς (ή εκείνους που δούλευαν), ή απλώς για να παίξουμε στην αυλή, πιο μικροί.

Πείτε κι εσείς! Τι θυμάστε πιο πολύ από τις σχολικές γιορτές;




Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v