Τα ξεκαρδιστικά στιχάκια του Σουρή για την Αθήνα

«Είσαι στον δρόμο του Ερμού, που είθε να μην ήσο/ γιατ’ είναι σκόνη από μπρος και λάσπη από πίσω». Και άλλα τέτοια εύστοχα, για την Αθήνα με αγάπη.
Τα ξεκαρδιστικά στιχάκια του Σουρή για την Αθήνα
της Ηρώς Κουνάδη

Πρέπει να την αγαπούσε την Αθήνα ο Γεώργιος Σουρής. Δύσκολα σατιρίζεις κάτι τόσο εύστοχα, τόσο ανηλεώς, τόσο απολαυστικά αν δεν το αγαπάς. Όπως την αγαπάμε κι εμείς, με όλα τα στραβά και τα ανάποδά της, που δεν έχουν αλλάξει και πολύ στα 150 περίπου χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Γι’ αυτό απολαμβάνουμε να διαβάζουμε ξανά και ξανά τα σπαρταριστά στιχάκια του.

Για την Πλάκα (και την μετεξέλιξή της στον χρόνο)

Η Πλάκα πάλαι ήτον
Εστία των χαρίτων
Και των ευπατριδών
Στην Πλάκα μόνον είναι
Αι αληθείς Αθήναι
Των Πεισιστρατηδών.

Μα τώρα ποιος το ξέρει
Αν των σοφών τα μέρη
Δεν είναι καπηλειά,
Κι οι βλάμηδες με γέλια
Αδειάζουνε βαρέλια
Και παίζουνε βιολιά;

Ένας «Οδηγός των Αθηνών, χρήσιμος εις το κοινόν»

Εν πρώτοις μόλις κατεβής εκ του σιδηροδρόμου,
ευρίσκεσαι απέναντι βαθείας υπονόμου.
Αλλά καθόσουν προχωρείς ο δρόμος μεγαλώνει
και σε κυττάζουν βλοσυρώς και άνθρωποι και όνοι.

Είσαι στον δρόμο του Ερμού, που είθε να μην ήσο,
γιατ’ είναι σκόνη από μπρος και λάσπη από πίσω.

Αίφνης το πεζοδρόμιον αρχίζει να στενεύη,
κι ο ταξιδιώτης παρευθύς οφείλει να κατέβη.

Πλην μόλις το φρικτόν αυτό επιχειρήση βήμα
ευρίσκει εις τα πρόθυρα των Αθηνών το μνήμα,
διότι κάρα τρέχοντα παντού από ρυτήρος,
νεκρόν τον ρίπτουν κατά γης ενώπιον κλητήρος.

Μια τρυφερή ευχή για τα εγκαίνια του Δρομοκαΐτειου, το 1887

Ετέθη ο θεμέλιος Δρομοκαΐτου λίθος
Παρόντος του πρωθυπουργού και των αρχών εν γένει
Τους υπεδέχθη με χαρά και των τρελών το πλήθος
Και τέλος όλοι έφυγαν κατενθουσιασμένοι.

Μίαν ευχήν εκφράζομεν επί τη ευκαιρία:
Το ευγενές μας κτίριον ποτέ να μην αδειάση,
Ήγουν πας Έλληνκύριος και Ελληνίς κυρία,
Ευχόμεθα να το ιδή και να το δοκιμάση.

Μικρές καθημερινές σκέψεις «Στους Στύλους»

Βαριά εξαπλωμένος εις του Διός τους Στύλους
σαν θεριακλής Σουλτάνος το ναργιλέ ρουφώ,
κυττάζω πότε πότε και τους ανεμομύλους,
και πότε μ’ ένα κι άλλο καταφιλοσοφώ.

Ω! σεις παληαίς κολώναις, αμέσως γκρεμισθήτε!
Μη βλέπετε το αίσχος αυτών των νέων χρόνων…
Κι αν στέκεστε ολόρθαις, ποτέ σας δεν θα δήτε
πολεμιστάς και νίκας αρχαίων Μαραθώνων.
Δεν θα ιδήτε δόξαν και Περικλή κανένα,
θα βλέπετε μονάχα τον καφετζή κι εμένα.

Ένα καθ’ όλα επίκαιρο σχόλιο για τη Βουλή

Το θέαμα εις τας οκτώ αρχίζει της πρωΐας
και περατούται με βοήν κατά το μεσημέρι,
αλλ’ όμως παύει κάποτε και πριν της μεσημβρίας,
εάν κανένας ένστασιν προώρου πείνας φέρη.

Τα νεοκλασικά δεν άρεσαν πάντα σε όλους

Τυφλοκομείον –Οίκημα ως είδος εκκλησίας,
Εισέρχονται πολλοί τυφλοί εκ της Μικράς Ασίας.
Μετά μικρόν εξέρχονται με μάτια σαν γαρίδα
Κι ευθύς δοξάζουν τον θεόν, καθώς και την πατρίδα.

Πλην το Πανεπιστήμιο ευθύς ως αντικρύσουν
Αισθάνονται την φοβεράν ανάγκην να γυρίσουν.

Και δεν έσφυζαν ούτε τότε από κίνηση…

Ενθάδε κείται σοβαρά και η Ακαδημία,
Πλην βασιλεύει εν αυτή μεγάλη ερημία.
Την νύκταν μόνο η σκιά του Σίνα μπαινοβγαίνει,
Κι αδημονούσα φαίνεται και μετανοημένη.

…Σε αντίθεση με την Ομόνοια

Πλατεία Ομονοίας –Τι πρίμαις! Τι τενόροι!
Τι όμορφα κομμάτια και τι σουλατσαδόροι!
Πηγαίνει τόσος κόσμος το θέαμα να ίδη
και σπρώχνεται και σπρώχνει και γίνεται μουσκίδι.

Και όσοι δεν καθίζουν δι’ έλλειψιν χρημάτων,
όρθιοι απολαμβάνουν των πέριξ θεαμάτων.
Απάνω κάτω τρέχουν με δίσκους τα γκαρσόνια
και πέφτουν κάπου κάπου και μερικά κανόνια.

Τουτέστιν μ’ άλλους λόγους μες στο πολύ ασκέρι,
μέσα στων καφενείων το τόσο νταραβέρι
μες στις φωναίς, στα πιάνα, στους κρότους, στην κουβέντα,
ξεχάνουν να πληρώσουν πολλοί τα τραταμέντα.

Τα εγκαίνια του Εθνικού Θεάτρου χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους

- Επήγες στο Βασιλικό;
- Και μ’ ερωτάς, βουβάλι;
- Επήγες ολομόναχος;
- Τι λες; Επήγαν κι άλλοι.
Επήγανε κι οι Βασιλείς,
Πήγαν κι οι πρώτοι της Αυλής,
Οι Σύμβουλοι του Στέμματος κι όλο τ’ αρχοντολόγι,
Και παλ’ οι καροτσέρηδες βρήκαν μ’ αυτούς τ’ αγώγι.

- Φαντάζομαι, βρε Φασουλή, τι θα ‘δες εκεί πέρα
- Μεγάλης συγκινήσεως επίσημος εσπέρα
- Εθαύμασες;
- Ακούς εκεί! Τι λούσα και τι πάστραις!
Ψυχή μου, τι καλοριφέρ, τι σόμπες, τι θερμάστρες!

Ο αντικαπνιστικός νόμος προσπαθούσε να εφαρμοστεί από τότε…

-Αμ’ είδες και το φουαγιέ;
- Το ‘δα κι αυτό, διαβόντρου γυιε.
Μέσα σ’ αυτό λιμάρεις.
Μόνο που δε φουμάρεις…

Όπως και ο επαρκής φωτισμός που θα μας σώσει από την εγκληματικότητα

Φεγγαράκι μου ωραίο, φέγγε μου να περπατώ,
Και στο σπίτι να πηγαίνω και να μην παραπατώ.
Φύλαγέ με από κλέφτες, υπονόμους και στενά,
Από το Αεριόφως και φανάρια σκοτεινά.

Φύλαγέ με από ξύλο ξαφνικό και μαχαιριαίς,
Φύλαγέ με από σκύλους και ηρώων κουμπουριαίς.

Και για τα ίδια πράγματα θα γκρινιάζουμε, όσα χρόνια και αν περάσουν

Απ’ την παληά σου εποχή τίποτε δε σου μένει
Και κάθε μέρα κι από μια ανάμνησίς σου σβύνει,
Οι πιο αρχαίοι κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι
Κι ένα σπιτάκι σου μικρό ολόρθο δε θα μείνει.

Και θαύμα πώς εσώθησαν μέσα στα τόσα νέα
Οι άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.

Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον
Τον Πειραιά να ενωθή με την κλεινήν Παλλάδα
Τον σύμπαντα Ελληνισμό εδώ συγκεντρωμένον
Και ούτε ένα κάτοικον εις την λοιπήν Ελλάδα.

Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτηλιναίοι
Και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v