The Hobbit: «Άρχοντας» για μυημένους

Η πολυαναμενόμενη εισαγωγή της δεύτερης τριλογίας του Peter Jackson είναι, επιτέλους, εδώ, κι εμείς που μόλις την είδαμε δηλώνουμε ικανοποιημένοι, αλλά όχι ενθουσιασμένοι.
The Hobbit: «Άρχοντας» για μυημένους
του Λουκά Τσουκνίδα

Αρκετό καιρό μετά το “Lord of the Rings”, ο Πίτερ Τζάκσον επιστρέφει στους μύθους του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν με μια νέα τριλογία, αυτή τη φορά βασισμένη στο πρίκουελ του “Lord of the Rings”, το πολυαναμενόμενο από τους γνώστες και πολυσυζητημένο καιρό πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, “The Hobbit”. Ομολογώ ότι αν έμπαινα στην αίθουσα χωρίς να γνωρίζω τι θα δω και κάποιος μου έλεγε ότι βλέπω το “Lord of the Rings” δε θα αντιδρούσα καθόλου. Όπως επίσης και το ότι, αν δεν έπρεπε, μπορεί να μην έμενα καν μέχρι το τέλος. Παρ' όλα αυτά, το “The Hobbit: An Unexpected Journey” είναι ένα ευχάριστο πρώτο μέρος για μια τριλογία, αλλά δεν εμπνέει το ίδιο ενδιαφέρον με το ξαδερφάκι της και δύσκολα θ' αγγίξει και τους λιγότερο μυημένους που είναι και το πιο κρίσιμο αγοραστικό κοινό.

Η υπόθεση

Ο Μπίλμπο Μπάγγινς είναι ένα φιλήσυχο χόμπιτ που ζει ζωή χαρισάμενη στην καταπράσινη, παραδεισένια γη των ομοειδών του. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη ενός μεγάλου και φασαριόζικου γκρουπ από νάνους, ανάμεσά τους και του βασιλιά τους, Θόριν. Πριν καταλάβει τι έχει συμβεί, ο μάγος Γκάνταλφ εμφανίζεται απ' το πουθενά για να τον ενημερώσει ότι τον επέλεξε προσωπικά ως μέλος της ομάδας που βλέπει μπροστά του κι η οποία θα κινήσει για μια μεγάλη περιπέτεια με κάπως φιλόδοξο σκοπό. Έντρομος ο Μπίλμπο αρνείται, αλλά σύντομα μετανοεί και τους ακολουθεί. Κι αν τελικά το λέει η καρδιά του, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που έρχονται δεν έχουν καμία σχέση με τους χειρότερους εφιάλτες του εκλεκτού μας χόμπιτ...
 


Η κριτική

Είναι γνωστό ότι το “Hobbit” είναι μια ιστορία πολύ πιο σύντομη στο χαρτί απ' τον διάδοχό της “Lord of the Rings”, που ενέπνευσε την πρώτη τριλογία του Τζάκσον επειδή... ήταν τριλογία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο φιλόδοξος δημιουργός επιχειρεί να βγάλει απ' τη μύγα ξύγγι και να μας δώσει μια δεύτερη τριλογία το ίδιο εντυπωσιακή, πληθωρική κι εμπορικά επιτυχημένη με την πρώτη. Το πρώτο μέρος ξεκινά με μια αναμενόμενα μακροσκελή εισαγωγή που δε θα μπορούσε να είναι μικρότερη, αν σκεφτεί κανείς ότι και οι τρεις ταινίες μαζί θα ξεπερνούν το οχτάωρο. Είναι όμως εξαιρετικά καλογραμμένη και διασκεδαστική και καλύπτει ό,τι απορίες μπορεί να έχει ο αμύητος για όσα πρόκειται ν' ακολουθήσουν, για τους ήρωές μας και την περιπέτειά τους. Τα προβλήματα έρχονται, φυσιολογικά νομίζω, όταν η ταινία πρέπει να πάρει μπρος και η δράση να δώσει τη θέση της στο μπλα-μπλα.

Πρώτα απ' όλα είναι η αόριστη αποστολή στην οποία ο Μπίλμπο καλείται να συμμετάσχει, ενώ είναι ξεκάθαρα ακατάλληλος να βοηθήσει τους νάνους να πάρουν πίσω τη γη των πατέρων τους και να νικήσουν τον δράκο με το περίεργο όνομα Νοσφιστής. Επίσης, οι 13 νάνοι είναι πολύ λίγοι για να επιτύχουν κάτι τέτοιο εξαρχής. Μοιάζει πολύ λογικό, λοιπόν, το ότι η φύση της περιπέτειας και το διακύβευμα αλλάζουν όσο οι ήρωες προχωρούν και νέα δεδομένα κάνουν την εμφάνισή τους διορθώνοντας αυτή την αρχική ανακολουθία με όσα υπόσχεται αυτομάτως μια μεγαλοπρεπής τριλογία φαντασίας.

Μια σχετική ισορροπία στο σενάριο επιτυγχάνεται έτσι, πριν διαταραχθεί και πάλι απ' την σχετικά επίπεδη και αδιάφορη ακολουθία δυσάρεστων συναντήσεων των ηρώων μας με ένα δευτεροκλασάτο σετ κακομούτσουνων ψηφιακών κακών, όπως τα τρία ανεγκέφαλα τρολ, τα εκατοντάδες απροσάρμοστα γκόμπλιν και τα αδικαιολόγητα αποτυχημένα ορκ υπό τις διαταγές του φοβερού και τρομερού Αζόγκ του Μαγαριστή (;!;). Οι ήρωές μας περνούν εντελώς αλώβητοι, χωρίς γρατζουνιά, από ένα ψηφιακό χάος αποτελούμενο από όπλα που κραδαίνονται εναντίον τους, τέρατα που ορμούν καταπάνω τους και βουνά που γκρεμίζονται στο κεφάλι τους, σε βαθμό που δε γίνεται να μη φανεί γελοίο, λογω της διαρκούς επανάληψης, αν μη τι άλλο. Σε αυτές τις σκηνές, η κίνηση των ψηφιακών κακών δεν είναι και τόσο ομαλή και όσο περνά η ώρα, τόσο φαίνονται πιο ψεύτικοι στις τρεις διαστάσεις.

Μέσα στο σχεδόν τρίωρο που θα μπορούσε να είναι δίωρο, μιας και η τριλογία είναι ήδη μια τραβηγμένη επιλογή, υπάρχουν και πιο απολαυστικές στιγμές. Μια τέτοια είναι και η συνάντηση του Μπίλμπο με το Γκόλεμ, η πρώτη εμφάνιση του πολύκροτου “δαχτυλιδιού”, που δίνει την ευκαιρία στον Μάρτιν Φρίμαν να παίξει λίγο μόνος του απέναντι σε έναν απ' τους πιο γλαφυρούς και αμφιλεγόμενους χαρακτήρες του όλου σύμπαντος. Κι είναι καλός, παρ' ότι κάποιοι μανιερισμοί θυμίζουν τον τηλεοπτικό του Δρ. Γουότσον και η όψη δεν πείθει ότι μπορεί να μετατραπεί σε πολεμιστή μέχρι το τέλος της περιπέτειας.

Σε γενικές γραμμές το “The Hobbit” είναι ικανοποιητικό για όποιον έχει στο μυαλό του μια στερεοτυπική, χαριτωμένη περιπέτεια φαντασίας. Όμως δεν φτάνει ποτέ στο επίπεδο του πρώτου μέρους του “Lord of the Rings” και δε δείχνει δείγματα αντίστοιχα ευρηματικής μυθοπλασίας και αφηγηματικού πλούτου ώστε να ελπίζει κανείς σε σημαντική βελτίωση στο τέλος της τριλογίας. Ευτυχώς, το τσουβάλι με τις μετριότητες δε φουλάρει ποτέ κι αν αυτές βγάλουν τα λεφτά τους, δε γκρινιάζει κανείς. Καλή τύχη εύχομαι λοιπόν στον Πίτερ Τζάκσον, αλλά κάτι μου λέει ότι πάμε για εμπορικό φιάσκο σε τρία μέρη.

Βγαίνουν ακόμη:
Η συμπαθητική μαθητική κομεντί “The Perks of Being a Wallflower”, η μέτρια γαλλική κομεντί “In the House”, το καλούτσικο δανέζικο οικογενειακό δράμα “Teddy Bear”, το ντοκιμαντέρ “Marley”, το ενδιαφέρον κολομβιανό δράμα “The Towrope”, το αμερικάνικο δράμα “People Like Us” και, σε επανέκδοση, το “Heart of a Dog (1988)” του Βλαντιμίρ Μπόρτκο.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v