Νίκος Καρακοντής: «Το καράβι ποτέ δεν το ένιωσα σαν σπίτι μου»

Νίκος Καρακοντής: «Το καράβι ποτέ δεν το ένιωσα σαν σπίτι μου»
Οι λόγοι για τους οποίους έγινα ναυτικός είναι παραπάνω από ένας. Το σίγουρο είναι ότι κάπου στο βάθος της ψυχής μου είχε διαμορφωθεί σε μικρή ηλικία ο χαρακτήρας του ανθρώπου που του αρέσουν οι αλλαγές παραστάσεων. Ταξίδευα στα Γιάννενα στη μεγάλη μου αδυναμία, την γιαγιά μου, μετά από λίγο καιρό βαριόμουν το χωριό, ήθελα ξανά πίσω στην Αθήνα και δώσ’ του πάλι να πάμε και μια βόλτα στο χωριό του πατέρα τη Μυτιλήνη. Πρέπει να αναφέρω ωστόσο ότι είχαμε ναυτικό στο σόι, και μάλιστα πρώτου βαθμού: τον αδελφό της μάνας μου.

Ο τρόπος ζωής του θείου Νίκου μου άρεσε πολύ, όταν γύριζε από το ταξίδι οι βαλίτσες ήταν γεμάτες δώρα, οι συζητήσεις με τον πατέρα μου για το πώς τα πέρασε και πού πήγε ήταν ενδιαφέρουσες και καθηλωτικές. Δε συζητάμε το γεγονός ότι σαν καλοπληρωμένο επάγγελμα περνούσε, το διάστημα που έμενε στην Ελλάδα, με άνεση. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ήθελα να βγω και παραέξω, να γνωρίσω νέους τόπους, άλλες κουλτούρες ανθρώπων ενώ παράλληλα ήθελα ένα επάγγελμα που να προσφέρει υψηλό εισόδημα, δεν ήθελα και πολύ να κατασταλάξω στον κλάδο του ναυτικού. Για το ότι θα γινόμουν μηχανικός στα καραβιά δεν τέθηκε καν δίλλημα. Με πατέρα υδραυλικό, από μικρός μέσα στα εργαλεία, τόσα χρόνια βοηθός του, τι άλλο θα μπορούσα να επιλέξω;

Το πρώτο μπάρκο… ξεχνιούνται τέτοια πράγματα; Είναι κάτι που στιγματίζει την ζωή κάθε ναυτικού, είναι σαν τον πρώτο έρωτα, χαράζεται στη μνήμη σου. Το πρώτο μπάρκο, το 1990, μου άφησε γλυκές αναμνήσεις και δεν είναι τυχαίο. Ήταν τόσο μεγάλη η θετική ενεργεία που είχα που δεν μπορούσα να συναντήσω παρά μονό ανθρώπους που θα συνέβαλαν θετικά στη μελλοντική μου καριέρα. Και τα ταξίδια του πρώτου μπάρκου, ανεπανάληπτα. Βέβαια το πλήρωμα του χρόνου μου έδειξε στο δεύτερο μπάρκο ότι το νόμισμα έχει δυο όψεις, άλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Έτοιμος λοιπόν, στο Πέραμα να μπω στη λάντζα (τη βάρκα που θα με πήγαινε στο αγκυροβόλιο που ήταν το καράβι). Η πρώτη μου σκέψη ήταν «ξεκινάς Νίκο την δική σου περιπέτεια», ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων στριφογυρνούσαν μέσα μου, πάμε σε άγνωστο περιβάλλον να συναντήσουμε άγνωστα μέρη με άγνωστους ανθρώπους. Αυτό που ήθελα πραγματικά, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιοι άλλοι σπουδαστές επέλεξαν να μπαρκάρουν σε καράβια που έκαναν πλόες εντός Ελλάδος ή να πάνε με γνωστούς και συγγενείς. Οι προσδοκίες μου ανταμείφθηκαν γιατί και προϊστάμενο φοβερό γνώρισα (που κρατάμε ακόμα τη φιλία μας) και γνώρισα τις πατρίδες της αλεγκρίας, την φανταστική Αργεντινή και την παραδεισένια Κούβα.

Στην Κούβα μείναμε σχεδόν ενάμιση μήνα. Απροσδόκητα γνώρισα την κουλτούρα ανθρώπων που δεν είναι υλιστές, έζησα σε ένα περιβάλλον που το τραγούδι και ο χορός έχουν την πρώτη θέση στη ζωή κάποιων ανθρώπων, έζησα με ένα λαό που ζει το σήμερα, που δεν προσποιείται, που η πολυτέλεια και τα υλικά αγαθά έχουν την δεύτερη θέση. Εκεί έμαθα να συνεννοούμαι στα Ισπανικά, ακόμα τα θυμάμαι, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια. Αυτό που έζησα τελικά ήταν ανεπανάληπτο και το κατάλαβα όταν μετά από 6 μήνες γύρισα στη σχολή και ήμουν ένας από τους λίγους που είχαμε να εξιστορούμε συμβάντα από το πρώτο μπάρκο.

Τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια. Όταν πρωτοξεκίνησα για τα καράβια, στην Ελλάδα διανύαμε ήδη την εποχή της «αλλαγής», το ρουσφέτι και η θέση στο δημόσιο είχε φτάσει στο ζενίθ. Υπήρχαν άτομα διπλοθεσίτες στο δημόσιο ή άλλοι που είχαν το στάνταρ έσοδο του δημοσίου συν την έξτρα εργασία. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, όταν εγώ σαν τρίτος μηχανικός (υπολογίζοντας και το διάστημα του ξέμπαρκου) έβγαζα 500.000 χιλιάδες δραχμές τον μήνα, κάποιοι από τους παραπάνω με τα δώρα και τα επιδόματα με ξεπερνούσαν κατά 150 έως 200 χιλιάδες δραχμές. Οπότε όταν έλεγες ότι είμαι ναυτικός σε κοιτούσαν με ύφος "τι ευελπιστείς από την ζωή σου";

Αυτό βέβαια το ένιωθες και στα προσωπικά σου, διότι ποια κοπέλα των προσδοκιών σου θα καθόταν δίπλα σου; Είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοι που από τις πολλές απορρίψεις αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιοδρομία, χωρίς μέσα τους να το θέλουν αλλά από την ανάγκη των καιρών. Δεν ήταν επίσης λίγοι εκείνοι οι οποίοι έκαναν βεβιασμένο γάμο πριν προλάβει το κορίτσι τους να καταλάβει τι συνέβαινε στο χώρο μας, και αργότερα να τα θαλασσώσουν και να πιεστούν συμβιβαζόμενοι με μια δουλειά που την έκαναν από αγγαρεία στο όνομα της οικογένειας και της οικογενειακής ισορροπίας.

Εγώ προσωπικά είχα βάλει ωτοασπίδες συνειδητά σε εκείνες τις “σειρήνες”, παντρεύτηκα την Έφη επειδή κατάλαβε ότι μου αρέσει εκείνη, αλλά μου αρέσει και η δουλειά μου και βρήκαμε την χρυσή τομή. Ούτε εκείνη το μετάνιωσε, ούτε εγώ, ούτε ο Απόλλων που ήρθε αργότερα. Όλοι μαζί περνάμε υπέροχα, ο καθένας με τον τρόπο του και η απόσταση δεν στέκεται εμπόδιο στη σχέση μας. Και τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, οι δανειστές ζήτησαν τα λεφτά τους πίσω και η τακτική ερώτηση που ακούω τώρα από τα κορίτσια είναι «έχεις κανένα φίλο ναυτικό να μας γνωρίσεις;».

Οι ελληνικές συμβάσεις εργασίας είναι εξάμηνες, πάνω κάτω τόσο κάθομαι σε ένα καράβι.
Τα λεφτά που βγάζουμε είναι καλά, έτσι υπάρχει η δυνατότητα να κάτσουμε τέσσερις μήνες στην πατρίδα μας και να ευχαριστηθούμε την οικογένεια και τους φίλους μας. Το καράβι ποτέ δεν το ένιωσα σαν σπίτι μου, ανέκαθεν το θεωρούσα χώρο εργασίας και τίποτε παραπάνω. Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία, δημιουργούνται καινούριες φιλίες αλλά μέχρι εκεί, αν ξεφύγεις λίγο παραπάνω χάνεις το παιχνίδι. Προσπαθώ να περνώ καλά μέσα στο καράβι, αλλά απώτερος σκοπός είναι η ώρα του ξέμπαρκου.

Το πλοίο είναι ένα αυτόνομο εργοστάσιο, παράγεις το ρεύμα, δημιουργείς την πλεύση, μεταφέρεις τα φορτία. Παλαιοτέρα τα πράγματα ήταν πολύ άπλα και λιτά, δεν είχες πολύ αλληλογραφία με το γραφείο και τους ναυλωτές. Σήμερα εμπλέκονται πολλά πράγματα σε ένα πλοίο. Οι διεθνείς κανονισμοί, οι απαιτήσεις των ναυλωτών, τα υποχρεωτικά πολλά μηχανήματα, η συντήρησή τους και άλλα πολλά.

Οι αποστάσεις λόγω της ταχύτητας των πλοίων έγιναν χρονικά μικρότερες, ο χρόνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης επίσης λιγόστεψε, μπήκαν στο παιχνίδι και οι επιθεωρήσεις από τις εταιρίες που σε ναυλώνουν ή από τις λιμενικές αρχές ή από την σημαία που ανήκει κάθε πλοίο. Όλα αυτά σε αναγκάζουν να βρίσκεσαι σε μια διαρκή προετοιμασία για το επόμενο λιμάνι. Ο χρόνος είναι ένας αντίπαλος δύσκολος, θα προλάβω να τα έχω έτοιμα όλα τα παραπάνω;

Το ταξίδι που με στιγμάτισε ήταν το δεύτερο στη σειρά. Όπως προανέφερα στο πρώτο μπάρκο πέρασα υπέροχα, στο δεύτερο όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ξεκινάμε από την παλαιότητα του πλοίου που είχε σαν επακόλουθο τις ατελείωτες ώρες εργασίας, αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος, στο κάτω κάτω νέα παιδιά ήμαστε, η δουλειά δεν μας φόβιζε ίσα ίσα που την κυνηγούσαμε για να μάθουμε. Το πρόβλημα ήταν ο κόσμος στο καράβι. Την εποχή που έκανα τα πρώτα μπάρκα στην εμπορική ναυτιλία υπήρχαν πολλοί ναυτικοί που είχαν "ευεργετικό δίπλωμα", οι πρακτικοί που λέμε.

Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών, έβλεπε εμάς που μπαίναμε στα καράβια από τις σχολές όπως βλέπει ο ταύρος το κόκκινο πανί. Έβλεπαν νέο κόσμο να μπαίνει στο επάγγελμα και μάλιστα μαζεμένο και μας αντιμετώπιζαν εχθρικά, με το φτωχό τους το μυαλό σκέπτονταν ότι εμείς θα τους παίρναμε την δουλειά, οπότε μας έκαναν τη ζωή τόσο δύσκολη που κάποιοι συνάδελφοι εγκατέλειψαν την θάλασσα. Εγώ βέβαια έκανα την επανάσταση μου (μην ξεχνάμε, ζώδιο Λέων) και παρέμεινα φυσικά. Το κερασάκι στην τούρτα εκείνου του ταξιδιού ήταν η προσάραξη του πλοίου στην κίτρινη θάλασσα σε κάποια νησίδα της Κορέας. Ομορφιές απείρου κάλους εκτυλίχθησαν. Όταν πέρασαν βέβαια αρκετά χρόνια και απέκτησα κάποια εμπειρία, κατάλαβα γιατί γίνονται τα ατυχήματα στα πλοία και θρηνούμε θύματα.

Το ωραιότερο λιμάνι είναι εκείνο που την μπύρα την λένε “servesa” (σ.σ.: cerveza λέγεται η μπύρα στα ισπανικά. Η παραπάνω φράση είναι "inside joke" των ναυτικών και συνηθέστερη απάντηση στην ερώτηση "ποιο είναι το ωραιότερο λιμάνι;": Οποιοδήποτε του οποίου οι κάτοικοι μιλάνε ισπανικά). Ωραία λιμάνια υπάρχουν παντού σε όλο τον κόσμο, εντυπωσιακά από θέμα αρχιτεκτονικής, κάποια μέσα στη φύση και την ζούγκλα ακόμα, κάποια γραφικά, σε ποτάμια, σε τεχνητά φράγματα. Εγώ έχω δηλώσει λάτρης της Καραϊβικής, με τα γραφικά, απλά, λιτά λιμάνια και τους φιλόξενους ανθρώπους που σε κερνούν από την καρδιά τους μια servesa.

Κάποιον που σκέφτεται να ακολουθήσει το επάγγελμα, θα τον συμβούλευα να το δοκιμάσει πρώτα, να δει αν του αρέσει, αν νιώθει άνετα με αυτό που κάνει, αν μπορεί να ανταπεξέλθει. Το επάγγελμά μας έχει την γοητεία του αλλά είναι δύσκολο σε θέμα ρυθμών. Κάθε χρόνο βγαίνουν καινούρια μηχανήματα, καινούριοι κανονισμοί, χρειάζεσαι διαρκώς ενημέρωση, σεμινάρια επιμορφωτικά, δεν σταματάς δηλαδή το “σχολείο” μέχρι να συνταξιοδοτηθείς.

Αν κάποιος αποφασίσει να ακολουθήσει το επάγγελμα, είτε διότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βιώνουμε την οικονομική κρίση (και θα την βιώσουμε κατ’ εμέ για τουλάχιστον άλλα 10 χρόνια) είτε γιατί δεν κατάφερε να κάνει κάτι άλλο είτε με το σκεπτικό ότι θα το κάνει λίγα χρόνια για να μαζέψει λεφτά και μετά να κάνει κάτι άλλο, αυτός ο νέος θα είναι δυστυχής.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v