Και τι λένε οι χριστιανοί για όλα αυτά;

Και τι λένε οι χριστιανοί για όλα αυτά;
«Έχετε απόλυτο δίκιο ότι η Αθήνα πια είναι μια πολυπολιτισμική κοινωνία» μου λέει ο Μιχάλης Μαριόρας, Λέκτορας στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Μεταναστών, Προσφύγων και Παλιννοστούντων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. «Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα μπορέσουμε να συνυπάρξουμε αρμονικά. Το θέμα δεν είναι να γίνουμε φίλοι, ή να αγαπηθούμε μεταξύ μας, το θέμα είναι να μπορέσουμε να υπάρχουμε στους ίδιους δρόμους. Οι Έλληνες έχουμε τέτοια προδιάθεση και τέτοια Ιστορία, αλλά δε βλέπω να εφαρμόζεται σε απόλυτο βαθμό στην περίπτωση που συζητάμε τώρα.

«Η Ελλάδα, πάντως, είναι χριστιανική χώρα, και η χριστιανική διδασκαλία είναι απόλυτη σε αυτό το θέμα. Να θυμίσω απλά και μόνο, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη: δεν υπάρχει επιλογή στο ποιον θα βοηθήσω. Βοηθάω τον συνάνθρωπο, ο οποίος μπορεί να είναι ακόμη και «εχθρός». Συγκεκριμένα τώρα και με πράξεις, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι το έργο που κάνει η εκκλησία είναι τεράστιο. Μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες μερίδες φαγητού, οι οποίες διανέμονται καθημερινά σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στην Αθήνα ειδικότερα. Εκεί δεν έχει ρωτήσει κανείς ποια είναι η καταγωγή, το θρήσκευμα ή οι πεποιθήσεις των ανθρώπων. Η εκκλησία προσφέρει αυτό που μπορεί. Κι αυτή τη στιγμή αυτό είναι η ανακούφιση της πείνας, μιλάμε για τέτοιο πια επίπεδο. Οπότε είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα αυτό.

«Από εκεί και μετά, τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Υπάρχουν πολλές κινήσεις που μπορούν να γίνουν, όπως για παράδειγμα στο επίπεδο της εκκλησίας να οργανωθούν φροντιστήρια τα οποία θα μαθαίνουν στα παιδιά μεταναστών ή στους ίδιους τους μετανάστες, σε όποια μορφή και αν είναι αυτοί, ελληνικά, ή στα παιδιά τους να κάνουν μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας, για τα μαθήματα του σχολείου. Ξέρετε, οι ενορίες έχουν ένα πολύ μεγάλο δίκτυο σε όλη την Ελλάδα, με πολύ καλή οργάνωση και ανθρώπους που μπορούν να βοηθήσουν. Φανταστείτε στις ενορίες πόσοι είναι οι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί –ή αντίστοιχα φαρμακοποιοί, γιατροί– και πόση ανακούφιση μπορεί να γίνει. Δηλαδή η κάθε ενορία θα μπορούσε να γίνει ένας πυρήνας, ένα εργαστήριο κοινωνικής προσφοράς.

«Προσέξτε, εδώ έχουμε την εξής δυσκολία: η εκκλησία δεν είναι μόνο φιλανθρωπικό ίδρυμα, ούτε ο σκοπός της είναι να αναλάβει την κοινωνική πολιτική του κράτους. Εάν το οργανωμένο κράτος δεν έχει κοινωνική πολιτική, δεν είναι κράτος. Μπορεί, όμως, να βοηθήσει πάρα πολύ, και κατά την εκτίμησή μου όσο περνάει ο καιρός με αυτά που ζούμε θα βοηθάει ακόμα περισσότερο.

«Στην πράξη πρέπει να τα δούμε όλα αυτά. Δεν είναι εύκολο, ξέρετε. Αυτήν την περίοδο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε οι ίδιοι οι Έλληνες ίσως λειτουργούν και ανασταλτικά προς αυτή την κατεύθυνση. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους εαυτούς μας, και να συζητήσουμε πρώτα με τους εαυτούς μας και έπειτα με αυτό που υπάρχει γύρω μας. Δεν υπάρχουν πια αυτονόητα. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να καταλάβουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να λειτουργήσουμε πια συλλογικά, κοινωνικά. Χαρακτηρίζεται η «ράτσα» μας από ατομιστικά στοιχεία. Δεν υπάρχει πια περιθώριο για κάτι τέτοιο. Αν δεν λειτουργήσουμε όλοι μαζί, να γίνουμε ένα δίκτυο, τα πράγματα θα είναι δύσκολα.

«Η εκκλησία είναι υπέρ της συνύπαρξης. Δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Ποτέ δεν φοβήθηκε, ούτε όταν ήταν υπό διωγμό τέσσερις αιώνες. Αυτό δεν το λέω υπεροπτικά, απλά είναι η φύση της εκκλησίας τέτοια. Ο χριστιανός δεν φοβάται. Εκεί, βέβαια, είναι το μεγάλο στοίχημα, τόσο για την ιεραρχία της εκκλησίας, όσο και για εμάς τους δασκάλους, να μπορέσουμε να εξηγήσουμε στον κόσμο τι ακριβώς σημαίνει ότι δεν φοβάται ο χριστιανός. Δεν φοβάται γιατί είναι βέβαιος για τον εαυτό του. Δεν θα επηρεαστεί από τον Χασάν ή από τη Φατιμά που κάθονται δίπλα του, ή στο σχολείο δίπλα στο παιδί του. Κι εκεί προκύπτει ένα άλλο ερώτημα, για το πόσο ισχυρή είναι η δική μας πίστη πια. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v