Το δράμα των ανθρώπων που μαθαίνουν ξένες γλώσσες

Ξεκινήσατε να μαθαίνετε μια ξένη γλώσσα; Συγχαρητήρια. Έχετε να ζήσετε πολλές συγκινήσεις από εδώ και πέρα…
Το δράμα των ανθρώπων που μαθαίνουν ξένες γλώσσες
της Ηρώς Κουνάδη

Το σπίτι σου είναι γεμάτο κίτρινα post it, κι εσύ νιώθεις διπολικός σαν αυτόν εδώ τον πολωνό παππού που λέει στο πλαστικό παπάκι του “I’m gonna fucking kill you, I love you, you are perfect”. Καλωσήρθες στον κόσμο μιας δεύτερης γλώσσας, που όπως έλεγε κι εκείνη η υπέροχη καμπάνια του Ινστιτούτου Πούσκιν, «είναι μια δεύτερη ζωή». Αν η μία ζωή είναι δύσκολη, φαντάσου να δοκιμάσεις να ζήσεις δύο…

Στην αρχή όλα είναι ωραία. Έχεις την χαρά της ανακάλυψης, την δικαιολογημένη άγνοια του πρωτάρη, μηδενικό άγχος για όλα αυτά που δεν ξέρεις, και απεριόριστη αισιοδοξία για το πόσο γρήγορα θα αρχίσεις να μιλάς τη νέα σου γλώσσα.

Αισιοδοξία που σιγά-σιγά φθίνει, καθώς όσο προχωράς συνειδητοποιείς ότι χρειάζεται καιρός, πολύς καιρός, μέχρι να βρεις το θάρρος να δοκιμάσεις να αρθρώσεις δυο κουβέντες.

Αν, μάλιστα, μαθαίνεις γλώσσα που απαιτεί προφορά και ήχους που δεν υπάρχουν στα ελληνικά (παχιά σίγμα, παχιά ζήτα, παχιά τσου, παχύ οτιδήποτε, τι νόημα έχουν οι παχιοί ήχοι ποτέ δεν θα καταλάβουμε) ετοιμάσου να τελειοποιήσεις τα νεύματα και να εφεύρεις καινούριες γκριμάτσες και χαμόγελα με δέκα διαφορετικές σημασίες, για να απαντάς χωρίς να χρειαστεί να μιλήσεις στη δασκάλα σου και, ω μη γένοιτο, στους κανονικούς συνομιλητές σου.

Μιλώντας για κανονικούς συνομιλητές, αν μαθαίνεις καμιά «περίεργη» γλώσσα (κι όχι, ας πούμε, αγγλικά ή γαλλικά που μιλάει όλος ο κόσμος) προετοιμάσου ψυχολογικά για το στάδιο στο οποίο θα σκέφτεσαι πως πρέπει να πας στη χώρα που μιλάνε τη γλώσσα που μαθαίνεις για να δεις προκοπή –όπου προκοπή, σκέψου δυνατότητες εξάσκησης και προόδου.

Προετοιμάσου, επίσης, ψυχολογικά για το ότι μάλλον δεν θα έχεις λεφτά να το κάνεις αυτό –αν, ας πούμε, μαθαίνεις ρώσικα, θα πρέπει να συμβιβαστείς με το να κουτσοκαταλαβαίνεις τους Σέρβους και τα σλάβικά τους μέχρι να βγει η Ελλάδα από την κρίση.

Αφού ξεπεραστεί αυτό το στάδιο, και πέσεις με τα μούτρα στο διάβασμα, γιατί «αφού δεν θα μιλήσεις ποτέ, ας μάθεις τουλάχιστον να διαβάζεις», έρχεται το επόμενο, γνωστό και ως «επεισόδιο των Δύο Ξένων». Καταλαβαίνεις μια χαρά τη γλώσσα που μαθαίνεις όταν σου μιλάνε, αλλά για να συντάξεις στο μυαλό σου ανθρώπινες προτάσεις και να τις ξεστομίσεις, ούτε λόγος. Οπότε κάνεις ωραιότατους δίγλωσσους διαλόγους, με τον δάσκαλό σου στο ρόλο της Μαρούσκας να σου μιλάει μια γλώσσα, κι εσύ να του απαντάς σε μια άλλη, ως άλλη Ντένη Μαρκωρά. Και να ντρέπεσαι θανάσιμα γι’ αυτό. (Το ενθαρρυντικό είναι ότι αυτό το στάδιο είναι προχωρημένο, κι ας το συνειδητοποιείς μόνο αφού το έχεις ξεπεράσει).

Μιλώντας για θανάσιμη ντροπή, το να μαθαίνεις ξένες γλώσσες είναι ένα roller coaster συναισθημάτων χειρότερο κι από την πιο ανισόρροπη σχέση που σκέφτηκε ποτέ το μυαλό χολιγουντιανού σεναριογράφου: Τη μια στιγμή νιώθεις θεόχαζος και την επόμενη θεός σκέτο. Πότε διαβάζεις μανιωδώς βιβλία και εφημερίδες αποκλειστικά και μόνο στη γλώσσα που μαθαίνεις και πότε αποπειράσαι να σπάσεις το τηλεκοντρόλ επειδή έτυχε να την ακούσεις στην τηλεόραση και να μην πιάσεις τις πέντε πρώτες λέξεις. Τη μία τη λατρεύεις, την άλλη τη μισείς. Τη μία είναι η ωραιότερη γλώσσα στον κόσμο και την άλλη «ανάθεμα την ώρα που ξεκίνησες». Και ούτω καθεξής.

Και μέσα σε όλο αυτό τον καταιγισμό συναισθημάτων, έρχεται και στρογγυλοκάθεται το χειρότερο όλων: Η ανείπωτη ζήλια που νιώθεις για τα δίγλωσσα παιδάκια, και για τους ενήλικες που μεγάλωσαν ως δίγλωσσα παιδάκια. Αυτούς τους ανθρώπους που παίρνουν δωράκι με τη γέννησή τους μία δεύτερη γλώσσα δωρεάν, «στις δύο η μία δώρο», σα να τους λέει η ζωή, «έτσι επειδή είσαι ωραίο νεογέννητο κι οι γονείς σου μάγκες που παντρεύτηκαν κάποιον που μιλούσε άλλη γλώσσα. Χωρίς διάβασμα, χωρίς απογοητεύσεις, χωρίς άγχη, χωρίς ξενύχτια, χωρίς λεφτά, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις ποτέ σου τίποτα». Και μετά έρχονται και οι έρευνες που επιβεβαιώνουν πόσο εξυπνότεροι είναι οι άνθρωποι αυτοί από όλους εμάς, και ρίχνουν αλάτι στην πληγή.

Αλλά ξέρεις κάτι; Μετά απ’ όλα τα άγχη και τις απογοητεύσεις, και τον ορυμαγδό συναισθημάτων, έρχεται κάποια στιγμή που διαβάζεις το πρώτο κείμενο που δεν έχει ούτε μία τόση δα άγνωστη λέξη, ή που καταφέρνεις να αρθρώσεις ένα «από ποια αποβάθρα φεύγει το επόμενο τραίνο» χωρίς να τραυλίσεις, και να σου απαντήσουν και να καταλάβεις τι σου είπαν. Κι εκείνη τη στιγμή μοιάζει σαν να βρήκες επιτέλους το σωστό κλειδί και να ξεκλείδωσες μια πόρτα που είχες προσπαθήσει ακόμα και να γκρεμίσεις κλοτσώντας. Κι η αίσθηση ότι το κατάφερες μόνος σου αυτό δε συγκρίνεται με κανένα εκ γενετής χάρισμα στον κόσμο.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v